Την επισήμανση ότι οι δικαστικοί λειτουργοί αποτελούν την μοναδική κατηγορία λειτουργών του Δημοσίου που τυγχάνει δυσμενούς διάκρισης στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης διατύπωσε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου μιλώντας στην Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.
Η κυρία Θάνου αναφέρθηκε μάλιστα με συγκεκριμένα παραδείγματα σε κατηγορίες δημοσίων λειτουργών που συνταξιοδοτούνται ακόμα και στα 73 χρόνια τους. Παράλληλα απάντησε με αιχμηρό τρόπο σε όσους άσκησαν κριτική στην συνάντηση των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων με τον πρωθυπουργό ενώ έστειλε το σαφές μήνυμα ότι «οι Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων δικαιούμεθα και υποχρεούμεθα να ασχολούμεθα με τα προβλήματα της Δικαιοσύνης και των Δικαστικών Λειτουργών». Απευθυνόμενη μάλιστα στους παρόντες Εισαγγελείς ήταν σαφής: «Εξακολουθείστε την άσκηση των καθηκόντων σας με τον ίδιο τρόπο ανεξαρτησίας, αντικειμενικότητας και ευσυνειδησίας, ώστε η Δικαιοσύνη να μπορεί να εξακολουθεί να γράφεται με «Δ» κεφαλαίο.»
Ολόκληρη η ομιλία της κυρίας Θάνου αναλυτικά έχει ως εξής:
Η ετήσια Γενική Συνέλευση της ΄Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδος είναι ένα σημαντικό γεγονός, κατά το οποίο δίδεται η ευκαιρία να συζητούνται τα θέματα που απασχολούν τη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της, να διατυπώνονται δημόσια τα αιτήματα των θεσμικών οργάνων της Δικαιοσύνης, παρουσία των εκπροσώπων των άλλων δύο Λειτουργιών και να κατατίθενται προτάσεις προς επίλυση των προβλημάτων.
Η Χώρα μας και ο Ελληνικός λαός εβίωσαν κατά τα τελευταία χρόνια μια βαθειά οικονομική κρίση. Και οι Δικαστικοί και Εισαγγελικοί Λειτουργοί, ήταν όχι μόνον από τους πρώτους που υπέστησαν τις συνέπειες αυτής της κρίσης, με υπερβολικές μειώσεις του μισθολογίου τους, το οποίο τελικά, μετά από τις προσπάθειες των Δικαστικών Ενώσεων, αποκαταστάθηκε, κατά ένα μεγάλο μέρος, αλλά και λόγω των μεγάλων κενών των οργανικών θέσεων των Δικαστικών Λειτουργών και κυρίως των Δικαστικών υπαλλήλων, που προκαλούν σοβαρό πρόβλημα στην ομαλή λειτουργία των δικαστηρίων.
Ενώνοντας τη φωνή μου με εκείνη της ΄Ενωσης Εισαγγελέων, σχετικά με τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους οι
Δικαστικοί Λειτουργοί, όπως πολύ παραστατικά τα περιέγραψε ο Πρόεδρος της ΄Ενωσης κ. Ασπρογέρακας, θα ήθελα, στο σημείο αυτό, κατά τρόπον λίαν συνοπτικό, να αναφερθώ σε τρία ζητήματα για τα οποία έχει γίνει πολύς λόγος.
Οι Δικαστικοί και Εισαγγελικοί Λειτουργοί ασκούν έργο βαρύ, επίπονο και σπουδαίο και απαιτείται, ασφαλώς, να ευρίσκονται σε διαρκή πνευματική ετοιμότητα και εγρήγορση και σε ψυχική ηρεμία και νηφαλιότητα, ώστε να αποφαίνονται ορθώς. Διότι πέραν της ταχύτητας, η ορθότητα των αποφάσεων είναι αυτή που χαρακτηρίζει την ποιοτική Δικαιοσύνη.
Ορισμένοι, όμως, ευτυχώς ελάχιστοι πολιτικοί ή δημοσιογράφοι, ή άλλοι οικονομικοί, και λοιποί παράγοντες, με δηλώσεις τους, προσπαθούν, ανεξάρτητα εάν το επιτυγχάνουν ή όχι, να διαταράσσουν την πνευματική και ψυχική ηρεμία των Δικαστικών Λειτουργών, όταν είτε το πρόσωπο κάποιου εξ αυτών, είτε οι υπηρεσιακές του ενέργειες δεν τους είναι αρεστές. ΄
Ετσι μέσα στο πλαίσιο αυτό, όταν, με νομοθετική ρύθμιση αναγνωρίσθηκε η αρμοδιότητα πειθαρχικού ελέγχου και στους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ορισμένοι, ελάχιστοι ενοχλήθηκαν και παραπληροφορώντας εν επιγνώσει τους και στοχοποιώντας ειδικώς το πρόσωπο της Προέδρου του Αρείου Πάγου, προσπαθούσαν να «ξεσηκώσουν» τους Εισαγγελείς, με το επιχείρημα «γιατί η Πρόεδρος να έχει αρμοδιότητα και για τους Εισαγγελείς», αποκρύπτοντας, όμως επίσης εν επιγνώσει τους ότι και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει αντίστοιχη αρμοδιότητα και για τους Δικαστές και με το επί πλέον αβάσιμο επιχείρημα ότι ο Πρόεδρος, ως διαθέτων αρμοδιότητα άσκησης πειθαρχικής αγωγής, προεδρεύει ανεπιτρέπτως και του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αποκρύπτοντας επίσης, ότι τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται, διότι με βάση τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, ο ασκήσας την πειθαρχική δίωξη κωλύεται και δεν συμμετέχει στα Πειθαρχικά Συμβούλια.
Αναφορικά με την πολυσυζητηθείσα σχετικά πρόσφατη συνάντηση των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, μετά από αίτημά τους, με τον Πρωθυπουργό, κατά την έναρξη του νέου δικαστικού έτους. Κατά την άποψή μας, οι συναντήσεις του επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας με τους επικεφαλής της Δικαστικής, προς συζήτηση των λειτουργικών προβλημάτων και των θεσμικών ζητημάτων, και προς εξεύρεση λύσεων επ΄ αυτών, θα έπρεπε να είναι ευκτέο και επιθυμητό, δεδομένου ότι η ομαλή λειτουργία της Δικαιοσύνης εξασφαλίζει τη σωστή λειτουργία του Κράτους Δικαίου. Δεν κατανοώ, επομένως, ούτε δικαιολογώ ορισμένες, μεμονωμένες φωνές, οι οποίες όχι μόνο έσπευσαν αμέσως να κριτικάρουν τη συνάντηση αυτή αλλά και να την χαρακτηρίσουν ως «συναλλαγή».
Θα ήθελα, λοιπόν να πληροφορήσω το Σώμα των Εισαγγελέων, ότι η συζήτηση που έγινε ήταν εποικοδομητική και ότι αποτέλεσμα αυτής, πέραν των άλλων, ήταν η άμεση αύξηση, κατά 18 συνολικά των θέσεων των Εισαγγελέων, σε όλες τις βαθμίδες, στις οποίες αναφέρθηκε προηγουμένως και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, διότι η κα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και η ομιλούσα εκθέσαμε στον Πρωθυπουργό τον συνεχώς αυξανόμενο φόρτο των Εισαγγελέων, εξαιτίας του προσφυγικού, μεταφέροντας κ. Πρόεδρε της Ένωσης Εισαγγελέων ότι αυτό αποτελεί και έντονο αίτημα της Ενώσεώς σας.
Επίσης, μέσα στα θετικά αποτελέσματα της συνάντησης αυτής συγκαταλέγεται και η αύξηση, κατά 4 θέσεις των Αρεοπαγιτών, διότι εξήγησα στον Πρωθυπουργό, ο οποίος έδωσε το πράσινο φως και για το αίτημα αυτό, το μεγάλο πρόβλημα δυσλειτουργίας του Αρείου Πάγου, εξαιτίας ορισμένων μακρόχρονων αναρρωτικών αδειών.
Και στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω και δημόσια τον νέο Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Κοντονή, για την άμεση ανταπόκρισή του στο αίτημα αυτό, καθώς και γενικότερα για την πολύ καλή συνεργασία μας και για το ενδιαφέρον, το οποίο επιδεικνύει για όλα τα θέματα, που του θέτουμε. Θα επανέλθω άμεσα κ. Υπουργέ για την αύξηση και στις λοιπές θέσεις καθώς και για τη συμπλήρωση των κενών, των 36 θέσεων των Ειρηνοδικών, από τον πίνακα επιτυχόντων του Διαγωνισμού του 2015, ο οποίος πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει και για το μέλλον.
Και για να κλείσω το ζήτημα αυτό, θα τονίσω, ότι οι Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων δικαιούμεθα και υποχρεούμεθα να ασχολούμεθα με τα προβλήματα της Δικαιοσύνης και των Δικαστικών Λειτουργών και με την εξεύρεση λύσεων επ΄ αυτών και αυτό θα εξακολουθήσουμε να πράττουμε, ανεξάρτητα εάν αυτό ενοχλεί ή όχι ελαχίστους.
Διαβεβαιώνω ότι οι Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων έχουμε πλήρη επίγνωση του τιμητικού αξιώματος το οποίο φέρουμε και το οποίο σεβόμαστε απολύτως. Εξ΄άλλου, κατά τη μακρόχρονη θητεία μας στο Δικαστικό Σώμα, έχουμε αποδείξει ότι έχουμε κάνει βίωμά μας το πνεύμα ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας, από το οποίο πρέπει να διακατέχεται ο Δικαστικός Λειτουργός και το ίδιο αποδεικνύουν καθημερινά, στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι Δικαστές και Εισαγγελείς. Επομένως, τα πικρόχολα σχόλια ελαχίστων περί δήθεν «συναλλαγής» εκθέτουν εκείνους οι οποίοι τα εκστομίζουν και δεν μπορούν να μας αγγίξουν.
Λίγα λόγια σχετικά με το ζήτημα της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης: Μετά από πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις, του 2016, οι Δικαστικοί Λειτουργοί είναι ο μόνος κλάδος, σε βάρος του οποίου γίνεται δυσμενής διάκριση, ως προς το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης. Και τούτο διότι, με νόμους που ψηφίσθηκαν κατά το 2016, το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης αυξήθηκε από το 65ο έτος στο 67ο έτος για όλους τους Δημοσίους υπαλλήλους, τους υπαλλήλους της Βουλής, τους Δικαστικούς υπαλλήλους, καθώς και όλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως τραπεζικούς υπαλλήλους κ.λπ. Περαιτέρω, οι Υποθηκοφύλακες και οι Συμβολαιογράφοι έχουν όριο ηλικίας το 70ο έτος. Επίσης, με νομοθετική ρύθμιση του 2015 και του 2016, οι Πρόεδροι και Αντιπρόεδροι των Ανεξάρτητων Αρχών και του ΑΣΕΠ έχουν όριο ηλικίας το 73ο έτος και τα μέλη αυτών το 70ο έτος. Κατόπιν των ανωτέρω, το ισχύον νομοθετικό καθεστώς του άρθ. 88 παρ. 5 του Συντάγματος, που προβλέπει τη συνταξιοδότηση των Δικαστών στο 65ο έτος μέχρι το βαθμό του Εφέτη και στο 67ο για τους ανώτατους, βρίσκεται σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και ειδικότερα με Οδηγίες που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και οι οποίες προβλέπουν (αντίστοιχα με την αρχή της ισότητας του Ελληνικού Συντάγματος), την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της μη διάκρισης, λόγω ηλικίας, στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης. Κατά την άποψή μας, πρέπει να γίνει διασταλτική ερμηνεία του ισχύοντος άρθρου του Συντάγματος (88 παρ. 5), το οποίο χρήζει ερμηνείας, ως προς το ότι η προβλεπόμενη σαυτό συνταξιοδότηση στο 65ο και 67ο έτος αντίστοιχα, έχει προβλεφθεί προς προστασία των Δικαστών, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα να παυθούν σε μικρότερο από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας, από την Εκτελεστική Εξουσία, εάν δεν είναι αρεστοί. Δεν ισχύει, όμως, η υποχρεωτικότητα του προβλεπομένου ορίου ούτε όταν ο ίδιος ο Δικαστής παραιτείται ενωρίτερα, όπως από όλους γίνεται δεκτό και ισχύει και αντίστοιχα ούτε εάν ο ίδιος επιθυμεί να παραταθεί σε ανώτερο όριο, προς άρση της δυσμενούς διάκρισης, την οποία, σύμφωνα με όσα προανέφερα, υφίστανται πλέον οι Δικαστικοί Λειτουργοί, έτσι ώστε να εναρμονισθεί η εσωτερική έννομη τάξη με την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Το ζήτημα αυτό, όμως είναι ένα σοβαρό νομικό ζήτημα, που θα πρέπει να συζητηθεί περισσότερο. Θα έλεγα, λοιπόν, να μην υπάρξουν ακόμη τοποθετήσεις περί αντισυνταγ-ματικότητας, πριν ακουστούν αναλυτικά και οι δικές μας απόψεις, τι οποίες σε λίγες ημέρες θα τις έχουμε καταγράψει και θα σας καλέσουμε κύριοι συνάδελφοι, δικαστές και Εισαγγελείς, καθώς και τους εκπροσώπους της Νομοθετικής και Εκτελεστικής Εξουσίας, για να κάνουμε μία επιστημονική συζήτηση, επί του θέματος αυτού.
Τελειώνοντας, θα ήθελα κ. Πρόεδρε της ΄Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, και δι΄υμών και όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΄Ενωσής σας, να σας συγχαρώ διότι διαχειρίζεστε με σοβαρότητα, με υπευθυνότητα και σύνεση τα ζητήματα που ανακύπτουν, διατηρώνοντας έτσι υψηλά το κύρος και την αξιοπιστία της ΄Ενωσης. Στο Δικαστικό Σώμα ο σεβασμός προς τα θεσμικά όργανα και προς τους ιεραρχικά ανώτερους δεν επιβάλλεται, ευρίσκεται στις συνειδήσεις μας και αποτελεί έκφραση του δικαστικού ήθους. Και αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίον αυτοί οι ελάχιστοι οι οποίοι προσπαθούν να διδάξουν ισοπέδωση και ασέβεια δεν βρίσκουνανταπόκριση και αντιμετωπίζονται αρνητικά από τη συντριπτική πλειοψηφία του Δικαστικού Σώματος.
Και απευθυνόμενη προς εσάς κ.κ. Εισαγγελικοί Λειτουργοί, θα ήθελα να σας συγχαρώ, διότι στη συντριπτική πλειοψηφία, ασκείτε τα καθήκοντά σας με πλήρη ευσυνειδησία, παρά τις δύσκολες συνθήκες και τον μεγάλο φόρτο εργασίας. Από κοινού με την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, συμμεριζόμαστε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζετε και είμαστε κοντά σας. Εξακολουθείστε την άσκηση των καθηκόντων σας με τον ίδιο τρόπο ανεξαρτησίας, αντικειμενικότητας και ευσυνειδησίας, ώστε η Δικαιοσύνη να μπορεί να εξακολουθεί να γράφεται με «Δ» κεφαλαίο.