Χαμηλότερα από τις κατώτατες αμοιβές αμείβεται το 6,2% των εργαζομένων στην Ελλάδα με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το 25% αμείβεται με τις ελάχιστες αμοιβές, ενώ με αμοιβές κατώτερες από τις χαμηλότερες αμείβονται εργαζόμενοι που εργάζονται σε καθεστώς αδήλωτης εργασίας, κυρίως μετανάστες, νόμιμοι και παράνομοι.
Υπάρχουν επίσης σημαντικά κενά στη νομοθεσία για την προστασία των ανέργων και όσων εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας. Αυτά αναφέρονται μεταξύ άλλων σε έρευνα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας την οποία διεξήγαγαν οι ερευνητές του ΚΕΠΕ, Κώστας Κανελλόπουλος, Κυριακή Αθανασούλη, Κώστας Ευστρατόγλου, Γιάννης Παναγόπουλος, Παναγιώτα Παπακωνσταντίνου και Πρόδρομος Προδρομίδης, με στόχο την υποβοήθηση στην εξειδίκευση αρχών πολιτικής για την αύξηση της απασχόλησης.
Στην έρευνα διαπιστώνεται ότι η ελληνική αγορά εργασίας παρουσιάζει χαμηλή συμμετοχή και απασχόληση του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιών. Η ανεργία, ιδιαίτερα η μακροχρόνια, των νέων και των γυναικών παρά τη διάθεση αρκετών χρηματικών πόρων μέσω τριών διαδοχικών Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης για την ενίσχυση της απασχόλησης, παραμένει συστηματικά υψηλή έχοντας αποκτήσει ενδημικό χαρακτήρα.
Η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση, που ξεκίνησε το 2008, σε συνδυασμό με την κρίση ελλειμμάτων και χρέους του ελληνικού Δημοσίου έχουν χειροτερεύσει τους δείκτες απασχόλησης και ανεργίας. Ο δραστικός περιορισμός αυτών των αρνητικών χαρακτηριστικών ή συνώνυμα η παραγωγική αξιοποίηση των ανθρωπίνων πόρων της χώρας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την οικονομική και κοινωνική της βελτίωση.
Ωστόσο, η διαμόρφωση και εφαρμογή αποτελεσματικής πολιτικής απασχόλησης δυσχεραίνεται από την ανεπάρκεια γνώσης της λειτουργίας της αγοράς εργασίας.
Μερικές από τις κύριες διαπιστώσεις και εξαγόμενες αρχές πολιτικής είναι οι ακόλουθες:
Η εργατική νομοθεσία παρέχει προστασία στις αμοιβές και απασχόληση μόνο των εργαζόμενων μισθωτών, ενώ δεν προβλέπει πολλά για την προώθηση της ζήτησης εργασίας ή τη μετάβαση εργαζομένων από μια θέση στην αγορά εργασίας σε άλλη. Οι άνεργοι, ιδιαίτερα οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, δεν αποτελούν υποκείμενα του εργατικού δικαίου.
Το θεσμικό πλαίσιο προστατεύοντας μόνο τους ήδη απασχολούμενους στον επίσημο τομέα της οικονομίας και ταυτόχρονα αποθαρρύνοντας τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε αυτόν, ωθεί τα άτομα στην αυτοαπασχόληση ή στην παραοικονομία και υποθάλπει την υποαπασχόληση και ανεργία των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας και όσων έχουν χαμηλά προσόντα. Οι άνεργοι, οι μετανάστες και οι μερικώς απασχολούμενοι δεν ασκούν επιρροή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στα αποτελέσματά τους.
Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν μπορεί να υπάρχουν στο δημόσιο τομέα (και ΔΕΚΟ) επειδή εκεί δεν υπάρχει εργοδοσία με την κλασική έννοια αλλά διορισμένες πολιτικές διοικήσεις σε φορείς χωρίς τον κίνδυνο χρεοκοπίας, οι οποίες είναι πιο ενδοτικές στις διεκδικήσεις των συνδικάτων και μάλιστα συχνά με πολιτικό όφελος.
Σημαντική επιρροή στους όρους εργασίας και αμοιβές των μελών τους φαίνεται ότι έχουν οι δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις του δημόσιου τομέα, παρόλο που δεν γίνονται επίσημες συλλογικές διαπραγματεύσεις. Σημαντική επιρροή επίσης ασκούν στη λειτουργία των αγορών εργασίας τα επιμελητήρια ή οι επιστημονικοί σύλλογοι των ελεύθερων επαγγελματιών, κυρίως των μηχανικών, δικηγόρων και γιατρών.
Η συνολική απασχόληση τη δεκαετία του ’80 παρουσίασε αύξηση 0,5% ετησίως, τη δεκαετία του ’90 αύξηση 1,3% και την επταετία 2001-2007 1,9%, ετησίως. Από 3.526,9 χιλ. άτομα το 1991 η απασχόληση το 2008 έφτασε τα 4.590 χιλ. άτομα (κατ’ εξοχήν πλήρους απασχόλησης) πριν αρχίσει να μειώνεται λόγω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης.
Καθίσταται έτσι σαφές ότι στην οικονομία δεν υπάρχει ένα σταθερό απόθεμα θέσεων εργασίας, όπου η πρόσληψη κάποιου προϋποθέτει ή συνεπάγεται την αποχώρηση κάποιου άλλου από την εργασία. Αντίθετα, όταν υπάρχουν ευνοϊκές προϋποθέσεις η οικονομία αναπτύσσεται δυναμικά (αξιόλογη αύξηση του ΑΕΠ) και δημιουργεί επιπλέον θέσεις εργασίας για τους διαθέσιμους εργαζόμενους.
Η αυξημένη προσφορά εργατικού δυναμικού τις τελευταίες δεκαετίες δεν συνοδεύτηκε με ανάλογα αυξημένη ζήτηση εργασίας και δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Η υψηλή και επίμονη ανεργία των γυναικών, μέρος της οποίας φαίνεται ότι είναι αναζήτηση ταιριαστής εργασίας, ταυτόχρονα με την αυξανόμενη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό αποτελεί σαφή ένδειξη ότι οφείλεται στην ανεπάρκεια της ζήτησης εργασίας των γυναικών.
Οι όροι και συνθήκες πρόσληψης των γυναικών δεν φαίνονται ευνοϊκοί για την αύξηση της απασχόλησής τους. Η πολιτική υπέρ της απασχόλησής τους εστιάζεται κυρίως στην τόνωση της προσφοράς εργασίας τους, όπου δεν φαίνεται να υπάρχουν πλέον ισχυροί περιοριστικοί παράγοντες, ενώ μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης εργασίας τους είναι περιορισμένα.
Υπάρχει ένα χρόνιο απόθεμα μακροχρόνιων ανέργων, καθώς και απασχολούμενων με μικρές ροές από το ένα στο άλλο. Οι περιοριστικές ρυθμίσεις στην ευχέρεια εισόδου νέων επιχειρήσεων, οι ακαμψίες στις προσλήψεις και απολύσεις, καθώς και το υψηλό μη μισθολογικό κόστος φαίνεται ότι συνδέονται με τη υψηλή μακροχρόνια ανεργία.
Κλάδοι που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, όπως η γεωργία και η βιομηχανία, συγκεντρώνουν απασχολούμενους με σχετικά χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα. Αντίθετα, κλάδοι υπηρεσιών, ιδιαίτερα του Δημοσίου, συγκεντρώνουν εργατικό δυναμικό με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα.
Η ενεργός ζήτηση εργασίας εκπαιδευμένων σε παραγωγικούς κλάδους είναι περιορισμένη παρά την όποια διαθέσιμη προσφορά. Συνέπεια αυτού είναι η δυσκολία της βιομηχανίας και της αγροτικής οικονομίας να οργανωθούν και αναπτυχθούν σε σύγχρονες παραγωγικές μονάδες με υψηλό βαθμό αποδοτικότητας και προσαρμογής στις διεθνείς συνθήκες. Οι υπηρεσίες, ιδιαίτερα αυτές του δημόσιου τομέα, συνήθως παράγουν μη ανταλλάξιμα διεθνώς προϊόντα. Έτσι, η συμβολή της εκπαίδευσης στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας πιθανό να υπολείπεται από την μέγιστη δυνατή.
Αυτά τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά συνδέονται προφανώς με τους σχετικούς όρους αμοιβών και συνθηκών εργασίας που επικρατούν στους επιμέρους παραγωγικούς κλάδους. Γενικά, οι αμοιβές (όχι μόνο οι μηνιαίες καθαρές) και οι συνθήκες εργασίας είναι πιο ελκυστικές στις υπηρεσίες, ιδιαίτερα τις δημόσιες, για αυτό και προσελκύουν το εργατικό δυναμικό με τα περισσότερα προσόντα.
Αυτό, όμως, ενισχύει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι υποκείμενοι σε διεθνή ανταγωνισμό κλάδοι, οι οποίοι δεν μπορούν να στρατολογήσουν στελέχη που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους (εσωτερικής και εξωτερικής), και ταυτόχρονα εκτρέφει τα δημόσια ελλείμματα και χρέος.
Οι ελάχιστες νόμιμες αμοιβές είναι υψηλότερες από τις αμοιβές ισορροπίας στις οποίες αρκετοί άνεργοι θα δέχονταν να εργαστούν. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στον ανεπίσημο τομέα της οικονομίας με τις πολλές χιλιάδες (νόμιμους και παράνομους) μετανάστες, αλλά και στις πολύ μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις. Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων, γύρω στο 25%, αμείβεται με τις ελάχιστες αμοιβές, ενώ περίπου το 6,2% των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση αμείβεται χαμηλότερα από τις κατώτατες αμοιβές. Η συγκέντρωση της ανεργίας στους νέους, καθώς και τα σχετικώς χαμηλά ποσοστά συμμετοχής τους στο εργατικό δυναμικό, είναι συμβατά με αυτή την υπόθεση.
Την τελευταία δεκαετία η αύξηση του μέσου ονομαστικού μισθού δεν υστέρησε από τη βελτίωση της παραγωγικότητας και τις αυξήσεις των τιμών, ενώ το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος εμφάνισε αξιόλογη αύξηση, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ότι οι αυξήσεις των τιμών ενσωματώνουν σε κάποιο βαθμό το αυξημένο κόστος εργασίας. Οι στόχοι μείωσης της ανεργίας, βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, καταπολέμησης του πληθωρισμού και δημοσιονομικής εξυγίανσης εξυπηρετούνται με αυξήσεις μισθών χαμηλότερες από την παραγωγικότητα.
Η αύξηση της απασχόλησης τη δεκαετία πριν από την κρίση και η σταδιακή μείωση της ανεργίας υπήρξαν κυρίως αποτέλεσμα των επί σειρά ετών υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, ενώ τα διαδοχικά προγράμματα απασχόλησης φαίνεται να είχαν περιορισμένη επίδραση στην αντιμετώπιση διαρθρωτικών αδυναμιών της αγοράς εργασίας, στη δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας.
Η επίδοση των φορέων άσκησης της ενεργητικής πολιτικής αγοράς εργασίας πολύ δύσκολα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως σημαντική ως προς την προώθηση της απασχόλησης. Τα προγράμματα επιχορήγησης της απασχόλησης, καθώς και κατάρτισης ανέργων, δεν φαίνεται ότι βοήθησαν πολύ στην απασχόληση ανέργων, ιδιαίτερα γυναικών και νέων, και η όποια αύξηση της απασχόλησής τους δύσκολα μπορεί να αποδοθεί σε αυτά. Ούτε η στήριξη των ανέργων με επιδόματα ανεργίας με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που τη χαρακτηρίζουν μπορεί να χαρακτηρισθεί ορθολογική ή δίκαιη. Ισχύουν σχετικά αυστηρές προϋποθέσεις για τακτική επιδότηση ανεργίας και χαλαρές για έκτατη επιδότηση για συγκεκριμένα επαγγέλματα.