Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγε η Ομοσπονδία Βενζινοπωλών, καθώς θεωρούν αντισυνταγματικές και παράνομες τις δύο υπουργικές αποφάσεις που αφορούν την επιβολή ανώτατου πλαφόν στην αμόλυβδη βενζίνη.
Στην αίτηση οι βενζινοπώλες υποστηρίζουν ότι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) στη σχετική γνωμοδότησή της (η οποία υποχρεωτικά προηγείται της έκδοσης απόφασης για την επιβολή ανώτατης τιμής χονδρικής της αμόλυβδης βενζίνης) «δεν έχει πλήρως πεισθεί περί της αναγκαιότητας επιβολής» πλαφόν στην αμόλυβδη.
Έτσι όμως, συνεχίζουν οι βενζινοπώλες, είναι παράνομη η επιβολή πλαφόν «πειραματικής φύσεως», χωρίς τη βεβαιότητα ότι αυτό πρέπει να επιβληθεί. Επιπρόσθετα, η επιβολή πλαφόν είναι αντίθετη στην αρχή της ανάπτυξης του ελεύθερου ανταγωνισμού και στο άρθρο 5 του Συντάγματος, που προστατεύει την οικονομική ελευθερία, υπογραμμίζουν οι πρατηριούχοι καυσίμων.
Ειδικά, ως προς την πρώτη υπουργική απόφαση, οι βενζινοπώλες υπογραμμίζουν ότι είναι παράνομη, καθώς δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του Ν. 305/2002 που προβλέπουν ότι για τον καθορισμό πλαφόν λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες της διεθνούς και εγχώριας αγοράς και ιδίως η μεσοσταθμική λιανική τιμή πώλησης των προϊόντων αυτών στα πρατήρια του λεκανοπεδίου Αττικής και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπου αναπτύσσεται ικανοποιητικά ο ανταγωνισμός.
Και είναι παράνομη, καθώς η πρώτη αυτή απόφαση έλαβε υπόψη τις μέσες λιανικές τιμές πώλησης μόνο στους νομούς της χώρας που η ίδια η απόφαση αναφέρει, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η μεσοσταθμική τιμή πώλησης στην Αττική ή σε άλλη περιοχή.
Ακόμη, υποστηρίζουν ότι η δεύτερη υπουργική απόφαση, η οποία εκδόθηκε 15 ημέρες μετά την πρώτη, είναι άκυρη, γιατί επέβαλλε νέες περαιτέρω μειωμένες ανώτατες τιμές καυσίμων σε σχέση με την πρώτη, στους ίδιους νομούς της χώρας πριν, όμως, την πάροδο διμήνου, όπως απαιτεί η νομοθεσία (Ν. 3054/2002), αλλά παράλληλα δεν έχει και την απαιτούμενη αιτιολογία.
Τέλος, η δεύτερη υπουργική απόφαση «επαχθέστερη από την πρώτη για τους βενζινοπώλες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν στην προσφυγή τους, εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη γνώμη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, με συνέπεια να είναι παράνομη.