Μετά τις αλλεπάλληλες δικαστικές διώξεις του προεδρείου του Συνδικάτου ΙΓΜΕ, που στη τελευταία δίκη (7/9/2017) καταδικάστηκε σε 6μήνη φυλάκιση με την χαλκευμένη κατηγορία της διατάραξης της οικιακής ειρήνης, ενώ για τις ίδιες κατηγορίες είχε αθωωθεί σε προηγούμενες δίκες, ήρθε η σειρά του Εκπροσώπου των εργαζόμενων στο ΔΣ του ΙΓΜΕ, με την διεξαγωγή προανάκρισης σε βάρος του, μαζί με τα άλλα μέλη των παλαιών Δ.Σ. του ΙΓΜΕ, με το ερώτημα της διάπραξης του κακουργήματος «για απιστία κατ ́ εξακολούθηση». Στην ουσία καλείται σε προανάκριση γιατί προασπίσθηκε με τις τοποθετήσεις και την ψήφο του τους εργαζόμενους στο ΙΓΜΕ από τη δεύτερη παράνομη περικοπή του 25% με το Ν. 4093.
Παράλληλα δηλαδή με τη συνέχεια των ποινικών διώξεων των Συνδικαλιστών του ΙΓΜΕ για τους Αγώνες τους ενάντια στις «εφεδρείες» (στην ουσία απολύσεις 130 εργαζομένων που θα οδηγούσαν στο κλείσιμο του Ινστιτούτου), με την κλήση σε απολογία του Εκπροσώπου των εργαζόμενων μεθοδεύεται η χειραγώγηση και η κατάργηση στην ουσία του ρόλου του Εκπροσώπου, αφού καλείται να ψηφίζει θετικά μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ του ΙΓΜΕ που διορίζονται από την Κυβέρνηση για την εφαρμογή και την υλοποίηση όλων των αντεργατικών και αντιδραστικών νόμων της Κυβέρνησης.
Στην προκειμένη περίπτωση βέβαια, η «καθυστέρηση» της Διοίκηση του πρώην ΕΚΒΑΑ (ο οργανισμός – έκτρωμα που εφευρέθηκε με στόχο τις 130 απολύσεις του προσωπικού του ΙΓΜΕ) επί 8μηνο της εφαρμογής της περικοπής, οφειλόταν στα συμπεράσματα των νομικών γνωμοδοτήσεων της Νομικής Υπηρεσίας του Ινστιτούτου, του καθηγητού Γ. Παπαδημητρίου, του Γ. Κατρούγκαλου (καθηγητού και νυν Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών) και του επίτιμου δικηγόρου Λ. Σέμπου (νυν Υποδιοικητή του ΕΦΚΑ).
Η εφαρμογή της παράνομης και προφανώς αντισυνταγματικής αυτής ενέργειας της Διοίκησης του ΕΚΒΑΑ (2η περικοπή του 25% των μισθών), οδήγησε 216 εργαζόμενους του ΙΓΜΕ (το σύνολο σχεδόν των τότε εν ενεργεία υπαλλήλων) στην απόφαση να διεκδικήσουν δικαστικά την άρση των συνεπειών της, με αποτέλεσμα να έχουν ήδη δικαιωθεί, από τις αρχές του 2014 έως και σήμερα, με πλήθος πρωτόδικων θετικών αποφάσεων και με μία εφετειακή θετική απόφαση. Περί του παράνομου δε των περικοπών αυτών, οι ίδιες μειώσεις των αποδοχών σε άλλους φορείς κρίθηκαν παράνομες από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου αλλά και με απόφαση του Αρείου Πάγου. Αντί λοιπόν η Κυβέρνηση να σταματήσει την παρανομία και να επιστρέψει τα κλεμμένα στους εργαζόμενους, σέρνει η Δικαιοσύνη τον Εκπρόσωπο των εργαζόμενων σε προανάκριση με προφανή στόχο τον εκφοβισμό και την τρομοκράτηση τόσο του ίδιου όσο και των εργαζόμενων.
Φαίνεται λοιπόν ότι η δικαιοσύνη, ακόμη και σήμερα, λειτουργεί ως μηχανισμός εκφοβισμού και καταστολής του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, προετοιμάζοντας το έδαφος για την περιστολή των συνδικαλιστικών ελευθεριών, που φαίνεται να απεργάζεται η Κυβέρνηση με νέο αντεργατικό νόμο για τα εργασιακά και αλλαγή του Συνδικαλιστικού νόμου.
Έτσι, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, που με ένα Νόμο θα καταργούσε τα ΜΝΗΜΟΝΙΑ, ακολουθώντας την πρακτική της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, προκαλεί βάναυσα το λαϊκό αίσθημα με τις νέες περικοπές μισθών και συντάξεων, σε Δημόσιο και Ιδιωτικό τομέα και τον περιορισμό κινητοποιήσεων, για να επικρατήσει «ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑΞΗ» προς όφελος των επιχειρηματικών ομίλων, αφού και σήμερα δικάζονται και καταδικάζονται συνδικαλιστές για τους αγώνες τους.
– Απαιτούμε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης να μην ενθαρρύνει τις συνδικαλιστικές διώξεις μέσω των δικαστηρίων.
-Ζητάμε από όλα τα κόμματα να στηρίξουν έμπρακτα το Συνδικάτο και το προεδρείο, αλλά και τον Εκπρόσωπο των εργαζόμενων, μέσα και έξω από την Βουλή.
– Να ψηφιστεί στην Βουλή Νόμος που με ξεκάθαρο τρόπο να δικαιώσει όλους τους Συνδικαλιστές που σέρνονται στα δικαστήρια για τους Αγώνες τους.
– Όλα τα Συνδικάτα να στηρίξουν τους διωκόμενους Συνδικαλιστές με Δελτία Τύπου συμπαράστασης.
– Απατούμε ΑΜΕΣΗ δικαίωση των αγώνων μας για την ουσιαστική Επανασύσταση του ΙΓΜΕ, με προσλήψεις μόνιμου προσωπικού και με την επιστροφή της παράνομης περικοπής του δεύτερου 25% σε όλους τους εργαζόμενους.
– Επίσης καλούμε τα ΜΜΕ να αντιμετωπίζουν τους αγώνες των εργαζομένων και να στηρίζουν τη δημοκρατία στους χώρους δουλειάς με μεγαλύτερη αντικειμενικότητα.