Ο πρόεδρος της ΓΣΣΕ Γιάννης Παναγόπουλος, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, αναφερόμενος στο μνημόνιο 2 πως τα νέα μέτρα δεν έχουν σε καμία περίπτωση ταξική και κοινωνική δικαιοσύνη καθώς στο μικροσκόπιο τους έχουν χαμηλόμισθους, ανέργους και συνταξιούχους.
Στην συνέχεια τόνισε για τον κόσμο του Συντάγματος, υπογραμμίζοντας πως ο κόσμος αφυπνίστηκε και διεκδικεί, ωστόσο ο κ. Παναγόπουλος είπε πως και «τα συνδικάτα-, βιώνουν την απαξίωση, λόγω των πρακτικών τους, των αντιφάσεων τους, των αγκυλώσεων της κομματικοκρατίας που υπήρχε στο εσωτερικό τους»
Για μνημόνιο2
«Είναι η άρνησή μας, να αποδεχθούμε ένα νέο σχέδιο, το οποίο είναι εξίσου άδικο, εξίσου άνισο και αναποτελεσματικό με το πρώτο Μνημόνιο.
Γιατί, αυτό είναι το Μεσοπρόθεσμο, ένα δεύτερο Μνημόνιο… Θα έπρεπε, τα μέτρα, να είναι μέτρα που έχουν ταξική και κοινωνική δικαιοσύνη.
Δεν μπορεί, για μια ακόμη φορά, να έρχονται τα μόνιμα “υποζύγια” -μισθωτοί, συνταξιούχοι και οι άνεργοι- να πληρώνουν…», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Παναγόπουλος και συνέχισε,
«Προφανώς ότι πρέπει να υπάρχουν μέτρα δημοσιονομικού νοικοκυρέματος, πρέπει. Αλλά τα μέτρα αυτά, να κατευθύνονται προς τους έχοντες και κατέχοντες, στους φοροκλέφτες, τους φοροφυγάδες.
Αν είχε αντιμετωπιστεί κατά 50% το πρόβλημα της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, δεν θα υπήρχε χρεία επιβολής νέων φόρων και τέτοιων άδικων μέτρων, απέναντι στις δυνάμεις εργασίας».
Απαξίωση;
Στην συνέχεια και απαντώντας σε ερώτηση που του τέθηκε αν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν είναι έξω από την κρίση, αυτή τη στιγμή υπάρχει μια άτυπη σύγκριση “Πεδίον του Άρεως και Σύνταγμα” και έχω την αίσθηση, ότι εδώ η νίκη έρχεται προς το Σύνταγμα. Και αν αυτό τον προβληματίζει ο πρόεδρος της ΓΣΣΕ απάντησε:
«Όχι, δεν μας φοβίζει… Δεν μας φοβίζει, με την έννοια ότι όταν ένας κόσμος αφυπνίζεται, εκδηλώνει την οργή, την αγανάκτησή του, είναι καλό. Όταν, δηλαδή, σηκώνεται από τον καναπέ και προσπαθεί με τη μέθοδο την οποία επέλεξε – δεν είναι αυτή (σ.σ. η μέθοδος) που τα συνδικάτα προκρίνουν.
Τα συνδικάτα, ως θεσμοί συλλογικοί, προκρίνουν τη συλλογικότητα, την οργανωμένη πάλη, τα συγκεκριμένα αιτήματα, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε ότι σε αυτό το αμάγαλμα τάξεων, απόψεων, αυτό το ποικιλόχρωμο πράγμα της πλατείας, μπορεί να εκφράσει.
Εν τούτοις, είναι πάρα πολύ θετικό, γιατί είναι η κοινωνία, με αυτές τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις της, που προσπαθεί να εκφραστεί…».
Και πρόσθεσε: «Νομίζω, ότι και εμείς έχουμε ευθύνες… Ως θεσμοί –γιατί θεσμοί είναι και τα συνδικάτα-, βιώνουν την απαξίωση, λόγω των πρακτικών τους, των αντιφάσεων τους, των αγκυλώσεων της κομματικοκρατίας που υπήρχε στο εσωτερικό τους. Κάθε θεσμός, σήμερα, απαξιώνεται…
Νομίζω, ότι έχει αρχίσει ένας αναστοχασμός όλης αυτής της πορείας που είχαμε. Αρχίζουν, οι νέοι άνθρωποι, να βλέπουν τι μπορεί να γίνει και να αντιμετωπίσουν ένα μείζον πρόβλημα για τα συνδικάτα, τον κατακερματισμό της απασχόλησης…».