Την ανάγκη να γίνει καθαρό στον ελληνικό δημόσιο διάλογο ότι το δημογραφικό αποτελεί το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια επεσήμανε από το βήμα του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, που ολοκληρώθηκε χθες, ο διευθυντής ερευνών της διαΝΕΟσις, Κυριάκος Πιερράκης.
Όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, ο κ. Πιερράκης σημείωσε ότι οι Ελληνες «γερνάμε, δεν γεννάμε, θέλουμε να φύγουμε από τη χώρα και όταν είμαστε νέοι έχουμε ώς πρώτη πηγή εισοδήματος τους γονείς μας και όχι τη δουλειά μας».
Παρουσιάζοντας συνδυαστικά τα στοιχεία διάφορων ερευνών της διαΝΕΟσις, ο κ. Πιερρακάκης επεσήμανε πως ο 75% των νέων κάτω των 35 ετών σκέφτεται να εγκαταλείψει τη χώρα.
Η κύρια πηγή εισοδήματός τους είναι οι οικογένειές τους (48%) και μετά το επάγγελμά τους (43%). ‘
Εχουν πολύ χαμηλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς – το ΔΝΤ χαίρει μεγαλύτερη εμπιστοσύνης από τα ελληνικά πολιτικά κόμματα. Ο δε πληθυσμός μειώνεται για πρώτη φορά μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όλα αυτά, προειδοποιεί, δημιουργούν τοξικό μείγμα. «Η καμπύλη του δημογραφικού ενδεχομένως θα καθορίσει τις βασικές προοπτικές της χώρας τις επόμενες δεκαετίες».
Το 1951 η μέση ηλικία στην Ελλάδα ήταν τα 30 έτη. Σήμερα είναι τα 43,5
Έως την έναρξη των ετών της κρίσης, σημείωσε, ο ελληνικός πληθυσμός έβαινε αυξανόμενος. Το 1951 ανερχόταν σε 7,5 εκατ., η μέση ηλικία ήταν τα 30 έτη και το ποσοστό των ανθρώπων άνω των 65 ετών ανερχόταν σε περίπου 7% του πληθυσμού. Σήμερα είμαστε 10,7 εκατομμύρια, η μέση ηλικία είναι τα 43,5 έτη και οι άνω των 65 ανέρχονται στο 21%. Το 2050, με βάση το μέσο σενάριο, θα είμαστε 8,8 εκατ. και το 30%-33% του πληθυσμού θα έχει ηλικία άνω των 65. Κατά τον κ. Πιερρακάκη, στο πλέον θετικό σενάριο, το 2050, ο ελληνικός πληθυσμός θα διαμορφωθεί λίγο κάτω από τα 10 εκατ., “αλλά η πιθανότητα επαλήθευσης αυτού του σεναρίου είναι αυτή τη στιγμή απελπιστικά χαμηλή”, ενώ με βάση το χειρότερο θα συρρικνωθεί περίπου στα 8,3 εκατ.
Γήρανση και πληθυσμιακή συρρίκνωση
Σε τι οφείλεται η πληθυσμιακή συρρίκνωση; Πρώτον, οι θάνατοι είναι πλέον περισσότεροι από τις γεννήσεις έστω και οριακά. Δεύτερον, έχει αναστραφεί η θετική επίδραση της μετανάστευσης (ξένων) στην Ελλάδα. “Από το 1990 μέχρι το 2000 ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά περίπου 580.000 άτομα. Από αυτόν τον αριθμό, 50.000 ήταν η συνεισφορά των γεννήσεων 530.000 η επίδραση του θετικού ισοζυγίου της μετανάστευσης. Αυτό έχει πλέον αναστραφεί, γιατί έχουμε και το φαινόμενο του brain drain. Οι περίπου 450.000 άνθρωποι που έχουν φύγει από την Ελλάδα κατά τα χρόνια της κρίσης επιδρούν καταλυτικά στις προοπτικές χώρας. Το ασφαλιστικό είναι ο πρώτος συνειρμός (ως προς το πώς επιδρούν), αλλά υπάρχουν πολύ περισσότερα: όσο ο πληθυσμός πέφτει, μειώνεται η δυνατότητα των επιχειρήσεων να απευθυνθούν στην εσωτερική αγορά, συρρικνώνονται οι τζίροι τους, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν και γεωπολιτικές επιπτώσεις. Τρίτον, οι γεννήσεις είναι πολύ λίγες. Αντιστοιχούν 1,3 γεννήσεις ανά ζευγάρι, αριθμός πολύ χαμηλότερος από το νούμερο αναπλήρωσης πληθυσμού.
Ασφαλιστικό σύστημα: από τις επιφανειακές εξορύξεις στις ισχυρές υπόγειες εκρήξεις
Με τον τρόπο εξόρυξης από τα μεταλλεία βωξίτη παρομοίωσε τη διαχείριση του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος ο καθηγητής Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης, πρώην υπουργός Ανάπτυξης (2000-2001) και Εθνικής Οικονομίας (2001-2004). «Σε μια ξενάγηση που μας έκαναν στα μεταλλεία, λίγο πιο πέρα από τους Δελφούς, μας είπαν ότι όταν βρίσκουν βωξίτη ξεκινούν επιφανειακή εκμετάλλευση και όταν τελειώσουν τα επιφανειακά κοιτάσματα κάνουν εξορύξεις βάθους με εκρήξεις. Και το ασφαλιστικό στη χώρα μας επιχειρήθηκε επί δεκαετίες να λυθεί με επιφανειακές εξορύξεις και φτιασιδώματα. Δεν αντιληφθήκαμε ότι αυτά θα εξαντληθούν πολύ σύντομα» είπε χαρακτηριστικά.
Πρόσθεσε, ότι μεταπολεμικά η Ελλάδα επέλεξε να αναπτύξει το διανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα (“κάθε γενιά φροντίζει για την προηγούμενη”) από το κεφαλοποιητικό (“κάθε γενιά φροντίζει για την πάρτη της”) κι αυτό ήταν ορθή επιλογή, καθώς η αύξηση του πληθυσμού και της παραγωγικότητας ήταν τότε ραγδαίες.
Οι ενδογενεακές ανισότητες έκαναν αδύνατη τη συνεννόηση
«Η δημιουργία διανεμητικού ασφαλιστικού συστήματος ήταν από τις πιο σοφές διαχρονικά επιλογές του ελληνικού έθνους. Σκόνταψε όμως προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, γιατί ο πληθυσμός άρχισε να συρρικνώνεται και η παραγωγικότητα συνεθλίβη λόγω της κρίσης. Οι χρόνιες ανισορροπίες εντάθηκαν, δεν προκλήθηκαν από την κρίση» σημείωσε ο κ. Χριστοδουλάκης και πρόσθεσε ότι ταυτόχροναμ η κρίση μέσα στην τρέχουσα γενιά, λόγω των τρομακτικών ανισοτήτων στο τρέχον ασφαλιστικό σύστημα (σ.σ. υψηλές συντάξεις με χαμηλές εισφορές και χαμηλές συντάξεις με υψηλές εισφορές) έγινε μεγάλη. «Αυτές οι ενδογενεακές ανισότητες έκαναν λοιπόν αδύνατη τη συνεννόηση ώστε έγκαιρα να προετοιμαστούμε για να αντιμετωπίσουμε το μέλλον» τόνισε.
Αν δεν πάρουμε πάλι λάθος αποφάσεις, το μέλλον δεν θα είναι κακό
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Οικονομικών, Πάνος Τσακλόγλου, είπε ότι η νέα γενιά είναι η μεγάλη χαμένη της κρίσης, διότι αντιμετωπίζει υψηλή ανεργία (60%), χαμηλούς μισθούς και υψηλό brain – drain. Τι μπορούμε να κάνουμε; διερωτήθηκε. Η απάνηση έγκειται κατά τον ίδιο στο να δώσουμε άμεση προτεραιότητα ώστε να δημιουργηθεί δεσμός μεταξύ της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας, να τροποποιήσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα με έμφαση στην τεχνική εκπαίδευση και τη σύνδεση των επιχειρήσεων με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. «Η Ελλάδα γερνάει γρήγορα αλλά αν θέλουμε να ανακάμψουμε θα πρέπει να επενδύσουμε στα νέα παιδιά για να είναι παραγωγικά και να εξασφαλίσουμε ότι θα μείνουν στη χώρα, στην εκπαίδευση, την κατάρτιση, την έρευνα και τις υποδομές» συμπλήρωσε.
Ο ίδιος επισήμανε ότι παρότι η ανάγκη αύξησης των μισθών των νέων είναι ένα πάγιο αίτημα, ωστόσο δεν έχει νόημα να δίδεται προτεραιότητα σε αυτόν τον στόχο, καθώς η επίτευξή του συναρτάται με τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Οπως είπε, αύξηση μισθών θα δούμε μόνο αν η ανεργία υποχωρήσει σε χαμηλότερα επίπεδα. Μέχρι τότε, αύξηση αποδοχών θα δούμε μόνο σε εξειδικευμένα και ανταγωνιστικά επαγγέλματα, για τα οποία οι εταιρείες στο εξωτερικό καταβάλλουν υψηλές αποδοχές. Ως προς το τι μπορούμε να περιμένουμε στο μέλλον, επικαλέστηκε παραδείγματα χωρών που ανέκαμψαν ταχύτατα από κρίσεις. «Σε δύο χρόνια η κατάσταση μπορεί να αλλάξει ριζικά (…) Αν δεν πάρουμε και πάλι λανθασμένες αποφάσεις, το μέλλον δεν είναι κακό» κατέληξε.