Για σκόπιμη ανακίνηση της δικαστικής του περιπέτειας, από μερίδα ΜΜΕ, κάνει λόγο ο πρόεδρος της ΔΕΗ Εμμανουήλ Παναγιωτάκης, τονίζοντας ότι επιχειρείται να γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε, ο πρόεδρος της ΔΕΗ αναφέρει ότι έχει ασκήσει έφεση στην πρωτόδικη απόφαση, επισημαίνοντας πως κατ’ αυτόν είναι λανθασμένη.
Συγκεκριμένα, ο κ. Παναγιωτάκης τονίζει ότι:
«Το 2013, ως Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού του ΔΕΔΔΗΕ διαχειρίστηκα, στο μέτρο των αρμοδιοτήτων μου, μαζί με άλλους αρμόδιους Διευθυντές, και σε συνεννόηση με τη Διοίκηση της Εταιρείας, υπόθεση υπαλλήλου η οποία είχε καταγγελθεί για παθητική δωροδοκία. Η διαχείριση της υπόθεσης έγινε με απόλυτη εφαρμογή του Κανονισμού της Εταιρείας και των υπηρεσιακών διαδικασιών, τις οποίες υποστηρίζω και υπερασπίζομαι και από τη σημερινή μου θέση, ως εκ των ων ουκ άνευ ρυθμίσεις για την εύρυθμη λειτουργία τόσο του ΔΕΔΔΗΕ όσο και της ΔΕΗ και κατ’ επέκταση για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Προτρέπω δε και στηρίζω τα Διευθυντικά Στελέχη και όλα τα υπηρεσιακά όργανα να πράττουν το ίδιο, και δηλώνω ότι σε παρόμοια περίπτωση σήμερα θα ενεργούσα κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Η δίωξή μου, καθώς και των άλλων τριών Διευθυντικών Στελεχών του ΔΕΔΔΗΕ συνίσταται στο ότι δεν παραπέμψαμε την υπόθεση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών αμέσως όταν έγινε η καταγγελία, πράγμα που κατά το κατηγορητήριο συνιστά παράβαση καθήκοντος. Ωστόσο σύμφωνα με τις υπηρεσιακές μας διαδικασίες η παραπομπή στον Εισαγγελέα γίνεται εκάστοτε με απόφαση της Διοίκησης, μετά την έκδοση του πορίσματος της Επιτροπής Διοικητικής Ανάκρισης. Αυτό έχουν αποδεχτεί – ευτυχώς – κατά καιρούς τα δικαστήρια και οι δικαστικές αρχές με βάση τις διατάξεις του ποινικού κώδικα (βλ. π.χ. απόφαση Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πύργου υπ’ αριθ. 5 /2017). Αν δεν ίσχυε αυτό, ενόψει της πληθώρας καταγγελιών από πολίτες, πράγμα εύλογο λαμβάνοντας υπόψη τις δεκάδες χιλιάδες δοσοληψίες καθημερινά, οι οποίες διερευνώνται υπηρεσιακά, η λειτουργία των Επιχειρήσεων θα είχε παραλύσει. Ατυχώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε άλλη γνώμη, σε αντίθεση με την ισχύουσα νομολογία και παρά την αντίθετη εισήγηση του Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε την πανηγυρική απαλλαγή μας.
Τα δημοσιεύματα και η πολιτική παρέμβαση, προφανώς για δημιουργία των εντυπώσεων που επιδιώκουν οι εμπνευστές τους αποσιωπούν ή διαστρεβλώνουν πραγματικά περιστατικά. Έτσι:
-Εμφανίζουν τη δωροδοκούμενη υπάλληλο ως υφισταμένη μου πράγμα ψευδέστατο, καθώς υπηρετούσε σε άλλη διεύθυνση και μάλιστα σε άλλο κτίριο. Δεν την γνωρίζω ούτε στην όψη.
-Αναφέρουν ότι διώκομαι για συγκάλυψη παρανόμου πράξεως πράγμα επίσης ψευδέστατο και ανυπόστατο καθώς, αφενός η δίωξη έγινε για την παράβαση καθήκοντος που αναφέρθηκε ανωτέρω, και αφετέρου την υπόθεση χειρίστηκαν άλλα τρία διευθυντικά στελέχη σε συνεννόηση με τη Διοίκηση τα οποία επίσης διώκονται. Άρα όλοι αυτοί θα έπρεπε να συνεννοηθούν για τη συγκάλυψη, πράγμα στερούμενο σοβαρότητας.
-Και τέλος: αποσιωπούν ότι η συγκεκριμένη υπάλληλος, με εφαρμογή των υπηρεσιακών διαδικασιών απολύθηκε τελικά από το ΔΕΔΔΗΕ».
Καταλήγοντας, ο πρόεδρος της ΔΕΗ επικαλείται το τεκμήριο της αθωότητας και σημείωνει πως «σε κάθε περίπτωση η συνείδησή μου είναι απολύτως ήσυχη, τόσο για το συγκεκριμένο περιστατικό όσο και για την 44χρονη ανεπίληπτη διαδρομή μου στη ΔΕΗ».
Υπενθυμίζεται, πως για το θέμα είχαν καταθέσει ερώτηση προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργο Σταθάκη, 23 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας:
«Ο κ. Σταθάκης και η Κυβέρνηση καλούνται άμεσα να δώσουν απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα:
-Γνώριζαν την υπόθεση όταν ανανέωσαν τη θητεία του Προέδρου της ΔΕΗ;
-Αν ναι, ο Υπουργός και η Κυβέρνηση συναινούν με τέτοιες έκνομες συμπεριφορές, που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο μια ήδη επιβαρυμένη οικονομικά ΔΕΗ;
-Και βέβαια, θα εξακολουθήσει να χαίρει της εμπιστοσύνης της Κυβέρνησης ο Πρόεδρος της ΔΕΗ ύστερα και από τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης;».