Στο Μάτι υπήρξε ένας συνδυασμός συνθηκών μοναδικός για να πραγματοποιηθεί το χειρότερο δυνατό σενάριο, με συνέπεια μια φονική καταστροφή. Αυτή την εκτίμηση έκανε η εκπρόσωπος του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας (ΚΕΜΕΑ), δασολόγος Βασιλική Βαρελά, μιλώντας στο Δεύτερο Επιστημονικό Φόρουμ για τη Μείωση της Διακινδύνευσης από Καταστροφές στην Ελλάδα, που διοργάνωσαν το Τμήμα Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος και το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος Καταστροφών και Κρίσεων» του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τη συμμετοχή 30 ερευνητικών και πανεπιστημιακών φορέων.
Η κ. Βαρελά ανέφερε ότι αν και η ένταση του ανέμου στο Μάτι δεν ήταν ασυνήθιστη για τη συγκεκριμένη περιοχή, αυτό που αιφνιδίασε ήταν η διεύθυνση από τα δυτικά, κάτι όχι συνηθισμένο.
Όπως είπε, οι προσομοιώσεις που έκανε σε υπολογιστές το ΚΕΜΕΑ (ερευνητικό κέντρο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη), έδειξαν ότι αν είχαν επικρατήσει άνεμοι βόρειοι ή νότιοι, πιθανότατα η πυρκαγιά θα είχε κάψει μεγαλύτερη έκταση, αλλά ο οικισμός δεν θα είχε υποστεί αυτή την καταστροφή.
Επεσήμανε επίσης ότι περιοχές με ζώνη μείξης δασών και οικισμών, όπως στο Μάτι, υπάρχουν πολλές στην Ελλάδα, γι’ αυτό χρειάζονται προσοχή. Τόνισε ότι στις περιοχές αυτές υπάρχει έλλειμμα πολεοδομικού και αντιπυρικού σχεδιασμού, συγκέντρωση μεγάλων φορτίων βιομάζας (καύσιμης ύλης) και άναρχη δόμηση, με αποτέλεσμα να συνιστούν μια συνεχή απειλή για την ασφάλεια των κατοίκων. Η κ. Βαρελά τόνισε ότι είναι ανάγκη να υπάρξουν ειδικά σχέδια ασφάλειας και προστασίας των πολιτών, τα οποία να ενσωματωθούν στα γενικότερα σχέδια χωροταξίας και ανάπτυξης αυτών των περιοχών.
Ο δρ Μιχάλης Διακάκης, συνεργάτης του καθηγητή Ευθύμη Λέκκα, ερευνητής στο Εργαστήριο Μελέτης και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών του Τμήματος Γεωολογίας & Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόνισε ότι ενώ στην αντιμετώπιση των σεισμών η χώρα μας τα καταφέρνει πολύ καλά, υστερεί ακόμη στις πλημμύρες και στις πυρκαγιές.
Επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι μετά την καταστροφική πυρκαγιά στην Ηλεία το 2007, είναι ακόμη αισθητές οι επιπτώσεις της, καθώς στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει μέχρι σήμερα, έχει καταγραφεί περίπου τριπλασιασμός στη μέση ετήσια συχνότητα των πλημμυρών στην περιοχή, καθώς και εξαπλασιασμός των κατολισθήσεων, κάτι που δεν μπορεί να αποδοθεί στην κλιματική αλλαγή, αλλά στις συνέπειες της πυρκαγιάς.
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, αυτό είναι ασυνήθιστο με βάση τα διεθνή δεδομένα, καθώς η περιβαλλοντική επίπτωση μιας πυρκαγιάς συνήθως «εκπνέει» μετά από πέντε έως επτά χρόνια, αλλά στην περίπτωση της Ηλείας φαίνεται να συνεχίζεται ακόμη. Τόνισε επίσης ότι πλέον έχει φανεί πόσο χρήσιμη είναι η χρήση drones -χωρίς να χρειάζεται κανείς να περιμένει βοήθεια από δορυφόρους- για να γίνεται άμεση από αέρος καταγραφή του καταστροφικού φαινομένου, κάτι που ξεκίνησε το 2016 με τις πλημμύρες σε Μεσσηνία και Λακωνία.
Όσον αφορά τα θύματα από πλημμύρες στην Ελλάδα, ανέφερε ότι πιο τρωτοί είναι οι άνδρες και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, ιδίως στις αστικές περιοχές και σε εσωτερικούς χώρους, ενώ στην ύπαιθρο και σε εξωτερικούς χώρους θύματα είναι συχνότερα οι νεότεροι σε ηλικία και με πιο ενεργητική συμπεριφορά. Στις μικρότερες πλημμύρες τα περισσότερα θανατηφόρα περιστατικά αφορούν ανθρώπους μέσα σε αυτοκίνητο.