Συνταγματική κρίθηκε από την Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ρύθμιση του νόμου Καστανίδη, που αναφέρεται στο δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας στις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις.
Το άρθρο 34 του Ν. 3900/2010 προβλέπει ότι για να γίνει δεκτή η άσκηση του ενδίκου μέσου της αίτησης αναστολής και της έκδοσης προσωρινής διαταγής (προσωρινή δικαστική προστασία) από τα Διοικητικά Δικαστήρια, πρέπει ο φορολογούμενος οφειλέτης να αποδείξει ότι από τον καταλογισμό της οφειλής (ληξιπρόθεσμες οφειλές, πλειστηριασμός κ.λπ.) που έγινε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., προκαλείται σε βάρος του “ανεπανόρθωτη” και όχι δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, προκειμένου να μπορεί να επιληφθεί το δικαστήριο και να εκδοθεί απόφαση αναστολής ή να εκδοθεί προσωρινή διαταγή επί της καταλογιστικής κ.λπ. πράξης.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος ο Παν. Πικραμμένος και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Ηρ. Τσακόπουλος) έκρινε ότι η νέα ρύθμιση του Ν. 3900/2010 που τροποποιεί τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα εκδίδονται πλέον οι αναστολές και οι προσωρινές διαταγές, “μη θίγουσα τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας”, δεν αντιβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 20 και 25 του Συντάγματος, αλλά ούτε περιορίζει δυσανάλογα το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας. Και δεν αντιβαίνουν επιπρόσθετα, τις συνταγματικές επιταγές, καθώς μάλιστα η συνδρομή της βλάβης του φορολογούμενου ανήκει πάντοτε στην αρμοδιότητα του αρμόδιου δικαστηρίου.
Εξάλλου, όταν ο πολίτης-φορολογούμενος επικαλείται “ανεπανόρθωτη βλάβη” από τη λήψη συγκεκριμένων φορολογικών ή τελωνειακών οικονομικών μέτρων, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αποδεχθεί κατά την κρίση του το αίτημα καθ’ ολοκληρία ή εν μέρει και να αποφασίζει για κάποιο ή κάποια από τα σε βάρος του μέτρα που ζητά το Δημόσιο να ληφθούν, συνεχίζουν οι δικαστές.
Στην προκειμένη περίπτωση στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (απόφαση 496/2011) προσέφυγε 75χρονος συνταξιούχος ο οποίος διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος Ανώνυμης Εταιρείας ειδών οικιακής χρήσης στη Θεσσαλονίκη.
Η εταιρεία είχε δημιουργήσει χρέη από Φ.Π.Α. (για το διάστημα 1.7.2006 – 30.6.2007) ύψους 713.303,3 ευρώ (φόρος 307.524,74 ευρώ, προσαύξηση 312,739 ευρώ και τόκοι 93.039,56 ευρώ), ενώ ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. υπέβαλε και μηνυτήρια αναφορά στην εισαγγελία για μη απόδοση παρακρατούμενων φόρων.
Ο 75χρονος υποστηρίζει ότι δεν ευθύνεται για τα φορολογικά χρέη της Α.Ε., καθώς η συμμετοχή του σε αυτή ήταν όλως τυπική, χωρίς αποφασιστική αρμοδιότητα, ανάμιξη και γνώση για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων.
Ακόμη, αναφέρει ότι και η γυναίκα του, 69 ετών, είναι συνταξιούχος και αυτή και το εισόδημά του κατά τον περασμένο χρόνο ανήλθε στις 13.652 ευρώ και της γυναίκας του στις 16.192 ευρώ.
Επίσης, υπογραμμίζει ότι έχει μία διώροφη μονοκατοικία 210 τ.μ. στην συμπρωτεύουσα μαζί με τη σύζυγό του. Διατηρεί δε την επικαρπία της μονοκατοικίας, καθώς έχει παραχωρήσει την ψιλή κυριότητα στα δύο του παιδιά. Στο σπίτι αυτό συγκατοικεί με την κόρη του η οποία είναι διαζευγμένη και έχει ένα ανήλικο παιδί που έχει εκείνος αναλάβει τα έξοδα διαβίωσής του.
Παράλληλα, έχει στην κυριότητά του μία αποθήκη 170 τ.μ. και πάλι στη Θεσσαλονίκη.
Εξάλλου, επικαλείται ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της ΑΕ ότι η λήψη οποιουδήποτε αναγκαστικού μέτρου (κατάσχεση ή πλειστηριασμός) σε βάρος των δύο ακινήτων που έχει στην κυριότητά του θα του προκαλέσει βλάβη ανεπανόρθωτη ή πάντως δυσχερώς επανορθώσιμη.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας εκτιμώντας τα δεδομένα της υπόθεσης (ηλικία, περιουσία και εισοδήματα) έκριναν ότι η βλάβη η οποία θα προκληθεί στον 75χρονο από τη λήψη κάποιου μέτρου σε βάρος του θα είναι ανεπανόρθωτη.
Ωστόσο, σταθμίζοντας τη βλάβη προς το δημόσιο συμφέρον και την αξία της επικαρπίας επί της κατοικίας του (πολύ μικρότερη της οφειλής του Φ.Π.Α.), απαγόρευσε τη λήψη διοικητικών καταναγκαστικών κ.λπ. μέτρων επί της μονοκατοικίας, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης.
Αντίθετα, οι δικαστές ως προς την αποθήκη, αποφάνθηκαν ότι δεν πρέπει να δεχθούν τους ισχυρισμούς του 75χρονου, καθώς μάλιστα δεν τους εξειδικεύει και δεν τους αποδεικνύει. Έτσι, επί της αποθήκης μπορούν να ληφθούν διοικητικά μέτρα (κατάσχεση, πλειστηριασμός κ.λπ.).