Πλησιάζει και φέτος, στα μέσα Οκτωβρίου αυτή τη χρονιά, η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης -το μεγαλύτερο εμπορικό γεγονός στον κόσμο του βιβλίου, ένας κυκεώνας αγοραπωλησίας πνευματικών δικαιωμάτων.
Φέτος τιμώμενη είναι μια μικρή χώρα με οικονομικά προβλήματα, η Ισλανδία. Πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, τιμώμενη ήταν μια άλλη μικρή χώρα με αφανή ακόμα στο πραγματικό μέγεθός τους οικονομικά προβλήματα: η Ελλάδα. Και επειδή κάθε χρόνο στη Φραγκφούρτη η τιμώμενη χώρα παρουσιάζει πρωτίστως τη λογοτεχνική της παραγωγή ως το ποιοτικά ανώτερο είδος λόγου, με την ελπίδα να διεισδύσει στις διεθνείς αγορές, λογικό είναι να αναρωτηθεί κανείς τι έγινε με την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή που βρέθηκε τότε, το 2001, κάτω από τους καλύτερους δυνατούς προβολείς της δημοσιότητας.
Για την Ιστορία, υπουργός Πολιτισμού ήταν τότε ο Ευάγγελος Βενιζέλος που σήμερα, ως υπουργός Οικονομικών πλέον, παρουσιάζει διεθνώς τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας κάτω από τους χειρότερους δυνατούς προβολείς της δημοσιότητας.
Επικοινωνία με το ξένο κοινό;
Αλλά φυσικά το βιβλίο μπορεί, αν δεν επιβάλλεται κιόλας, να εξεταστεί ως πνευματικό προϊόν πέρα και παράλληλα από τις καλές ή κακές πολιτικές των όποιων υπουργείων. Απολογισμός λοιπόν επί τροχάδην. Το 2001 κυκλοφόρησαν στα γερμανικά μερικές δεκάδες λογοτεχνικά έργα Ελλήνων συγγραφέων από μεγάλους, μεσαίους και μικρούς εκδοτικούς οίκους, μια και όλοι θέλουν να έχουν στο πρόγραμμά τους κάτι από την τιμώμενη χώρα. Η γερμανική κριτική για τα βιβλία αυτά υπήρξε διαφοροποιημένη: κάποια τα βρήκε αδιάφορα, κάποια άλλα μέτρια, ορισμένα εξαιρετικά.
Η γερμανική αγορά όμως υπήρξε αμείλικτη, τα περισσότερα απέτυχαν εκδοτικά, δεν ξεπέρασαν την πρώτη δειλή έκδοση, στο μεταξύ πολτοποιήθηκαν, οι μεγάλοι οίκοι έθαψαν στα γρήγορα τις ελληνικές φιλοδοξίες τους και τερμάτισαν άρον άρον το ελληνικό τους πρόγραμμα. Δεν υπεραπλουστεύουμε τα πράγματα, δεν λέμε ότι τα βιβλία αυτά ήταν κακά, επειδή δεν τα απορρόφησε με δίψα η αγορά. Οφείλουμε όμως να διαπιστώσουμε ότι παρά την ευκαιρία της Φραγκφούρτης, παρά τις φιλότιμες μεταφράσεις, παρά την ευνοϊκή αγκάλη μεγάλων οίκων, τα συγκεκριμένα βιβλία των συγκεκριμένων συγγραφέων, για την ακρίβεια πολλά βιβλία πολλών Ελλήνων συγγραφέων δεν κατάφεραν να επικοινωνήσουν με ένα ξένο κοινό, για την ακρίβεια με το γερμανόφωνο, ένα κοινό που διαβάζει κατά τα άλλα πολλή ξένη λογοτεχνία.
Ωραία βιβλία για ποιους;
Έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες εικασίες για τον μαρασμό της ελληνικής λογοτεχνίας μόλις μεταφραστεί σε μια ξένη γλώσσα, μόλις δοκιμάσει να έρθει σε επαφή με ένα διαφορετικό κοινό. Ευθύνεται, έχει λεχθεί, η πολιτική του βιβλίου, η νωθρότητα των ατζέντηδων, η ακαταλληλότητα των οίκων, τα πλημμελήματα των μεταφραστών. Μόνο η πραγματικά τρομερή υποψία δεν έχει διατυπωθεί ακόμα ξεκάθαρα. Μήπως δηλαδή η νεοελληνική πεζογραφία εκφράζει τελικά τη νεοελληνική κοινωνία, μια κοινωνία των παρυφών, μεταπρατική οικονομικά αλλά και πνευματικά, ομφαλοσκοπική και συχνά φοβική, άρα απομονωμένη από τις συνειδησιακές συγκρούσεις των άλλων.
Εδώ ίσως έγκειται το πρόβλημα. Μπορεί οι συγγραφείς μας να γράφουν ωραία για εμάς, αλλά αδιάφορα για όλους τους άλλους. Μια υπόθεση εργασίας μόνο, που αξίζει ωστόσο να την ξανασκεφθούμε.