Σε περίπτωση που κάποιος πολίτης καταδιώξει στο δρόμο ληστές Τράπεζας και τραυματιστεί από σφαίρα του ληστή δεν δικαιούται αποζημίωση από την Τράπεζα, καθώς αυτό είναι έργο την Πολιτείας, έκρινε ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 1485/2010 απόφασή του.
Αντίθετα, ο Άρειος Πάγος παρέπεμψε στο Εφετείο να κριθεί εκ νέου εάν πρέπει να καταβάλουν αποζημίωση στον τραυματισθέντα τρεις υπάλληλοι της Τράπεζας, οι οποίοι παρακινούσαν τους πολίτες (μεταξύ αυτών και τον τραυματισθέντα) να πιάσουν τους ληστές, φωνάζοντας ότι έχουν άσφαιρα πιστόλια.
Ειδικότερα, τον Ιανουάριο του 1998 στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης έγινε ληστεία σε Τράπεζα. Οι δύο ένοπλοι ληστές αφού βγήκαν από το τραπεζικό υποκατάστημα και καταδιώχθηκαν από τρεις υπαλλήλους της Τράπεζας.
Οι υπάλληλοι της Τράπεζας κατά την καταδίωξη των δύο ληστών παρακίνησαν τους πολίτες φωνάζοντας “ληστές πιάστε τους” και “πιάστε τον έχει άσφαιρα το πιστόλι, πιάστε τον”. Ένας εκ των πολιτών επιχείρησε να συνδράμει στη σύλληψη των ληστών, αλλά ο ένας ληστής στράφηκε εναντίον του και τον πυροβόλησε τραυματίζοντάς τον βαριά.
Ο πολίτης που τραυματίστηκε κατέθεσε αγωγή κατά της Τράπεζας και των τριών υπαλλήλων της για την ηθική βλάβη που υπέστη διεκδικώντας 500.000 ευρώ.
Στην αγωγή του ο πολίτης υποστηρίζει ότι με το να φωνάζουν οι υπάλληλοι της Τράπεζας ότι τα όπλα των ληστών ήταν άσφαιρα και να καλούν τον κόσμο να τους συλλάβει, τον παρέσυραν να παρέμβει εάν και όφειλε να απέχει λόγω της επικινδυνότητας των δραστών, με συνέπεια να εκθέσει σε κίνδυνο τη ζωή και την υγεία του. Οι υπάλληλοι, γνώριζαν την επικινδυνότητα των ληστών, καθώς είχαν ήδη πυροβολήσει μέσα στην Τράπεζα και παρ’ όλα αυτά όχι μόνο αποσιώπησαν το γεγονός, αλλά αντίθετα διαβεβαιώνουν ότι ήταν άσφαιρα τα όπλα των ληστών, προσθέτει ο πολίτης στην αγωγή του.
Ακόμη, ο πολίτης καταλογίζει στην Τράπεζα ότι δεν τήρησε τους όρους ασφαλείας στο επίμαχο υποκατάστημά της οι οποίοι προβλέπονται από αποφάσεις του υπουργού Δημόσιας Τάξης (νυν Προστασίας του Πολίτη). Και αυτό γιατί δεν διέθετε διπλές θύρες εισόδου – εξόδου με αυτοματοποιημένη λειτουργία και ηλεκτρονικά μηχανήματα ανίχνευσης αντικειμένων στους εισερχόμενους στο υποκατάστημα και δεν είχε θέσει σε λειτουργία σύγχρονο σύστημα συναγερμού συνδεδεμένο με το τοπικό Αστυνομικό Τμήμα. Ακόμη, δεν είχε φροντίσει η Τράπεζα να υπάρχει στην είσοδό του εν λόγω υποκαταστήματός της προσωπικό ασφαλείας, το οποίο να ελέγχει κάθε ύποπτο για εγκληματική ενέργεια και να αποτρέπει την είσοδό του στην Τράπεζα.
Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αγωγή του πολίτη (όπως και το Εφετείο) κατά το σκέλος αυτό που στρεφόταν κατά της Τράπεζας, κρίνοντας ότι τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας από τις υπουργικές αποφάσεις έχουν στόχο “την αποτροπή εγκληματικών ενεργειών σε χρηματοπιστωτικούς φορείς, χάριν προστασίας του χρήματος των καταθετών, της σωματικής ακεραιότητας των εργαζομένων στους χώρους των καταστημάτων αυτών και των συναλλασσόμενων στους ίδιους χώρους, όχι όμως και την προστασία των εκτός των εν λόγω καταστημάτων κινουμένων πολιτών μετά τη διενέργεια της ληστείας, που είναι έργο της Πολιτείας δια των αρμοδίων οργάνων της”.
Ως προς την ευθύνη των τριών υπαλλήλων της Τράπεζας, η αρεοπαγιτική απόφαση αναίρεσε την εφετειακή που είχε απορρίψει την αγωγή του πολίτη σε βάρος τους και παρέπεμψε και πάλι στο Εφετείο την υπόθεση να κριθεί εκ νέου ως προς το σκέλος αυτό (τριών υπαλλήλων).
Η αρεοπαγιτική απόφαση δεν δέχεται την άποψη του Εφετείου ότι η δημόσια κραυγή “ληστές πιάστε τους” συνιστά προβλεπόμενο από το νόμο τρόπο καταδίωξης των δραστών του αυτοφώρου εγκλήματος της ληστείας, καθώς και ότι η παρακίνηση με τη δημόσια κραυγή να συμμετάσχει στη σύλληψη των δραστών, “δεν συνιστά παράνομη πράξη, διότι ωθήθηκε να ασκήσει νόμιμο δικαίωμα του, ως πολίτης, το οποίο είχε την ευχέρεια να μην ασκήσει, κατά την ελεύθερη βούλησή του, δεδομένου ότι δεν του το επέβαλαν οι υπάλληλοι της Τράπεζας, ούτε μπορούσαν να του το επιβάλουν”.
Ακόμη, η απόφαση του Αρείου Πάγου υπογραμμίζει ότι το Εφετείο δεν αξιολόγησε αυτοτελώς την συμπεριφορά των τριών υπαλλήλων, οι οποίοι “ενώ γνώριζαν και ο πολίτης αγνοούσε ότι κατά την προηγηθείσα ληστεία είχε μεσολαβήσει ανταλλαγή πυροβολισμών και γνώριζαν και οι τρεις ότι επρόκειτο για μία επικίνδυνη κατάσταση, που έθετε σε εξαιρετικά άμεσο κίνδυνο τη ζωή οποιουδήποτε εμπλεκόταν και προσπαθούσε να σταματήσει τους αδίστακτους ληστές, τον παρακίνησαν αθέμιτα να συμμετάσχει στην καταδίωξη των δύο ληστών, ενώ έπρεπε με τις ειδικότερες συντρέχουσες περιστάσεις να τον αποτρέψουν”.