Η χώρα μας φημίζεται για τα ήθη και τα έθιμα ανα περιοχή με πολλά από αυτά να συμβαίνουν κατά την πασχαλινή περίοδο.
Το βράδυ της Αναστάσεως στο Νιο Χωρκό (Νέο Χωριό) της Κύπρου, το τελευταίο πριν από τη χερσόνησο του Ακάμα, μια τεράστια φωτιά καίει μπροστά στην παλιά πέτρινη εκκλησία και φωτίζει τα χαμογελαστά πρόσωπα των ανθρώπων που έρχονται για την Ανάσταση. Το ίδιο και στα χωριά της Ρόδου.
Στον περίβολο των εκκλησιών έχουν φουντώσει οι καλαφουνοί, ψηλοί σωροί ξύλων που πήραν φωτιά μόλις χτύπησε η καμπάνα της Ανάστασης.
Ο «αφανός» καίγεται από τους νέους και στο Μορφοβούνι, στη λίμνη Πλαστήρα. Την προηγούμενη, τη Μεγάλη Παρασκευή, έκαιγαν οι δάδες στα τείχη γύρω από το γραφικό λιμανάκι της Ναυπάκτου μόλις συναντιόνταν εκεί οι τρεις επιτάφιοι της πολιτείας. Αλλά και την Κυριακή του Πάσχα καίνε σε πολλά μέρη τον Ιούδα που στη Σάμο τον λένε «τσιφούτη».
Η πυρπόληση του προδότη είναι φαντασμαγορική στο κάστρο της Μονεμβασιάς. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το θέαμα που δημιουργεί το πλήθος των αναμμένων αερόστατων που ανεβαίνουν προς τον ουρανό την ώρα του «Χριστός Ανέστη» στο Λεωνίδιο, λίγο πιο κάτω από τη Μονεμβασιά.
Στην ορεινή Πιερία, την Τρίτη του Πάσχα η ηλικιωμένη που σέρνει τον χορό γνέθοντας, αρχίζει να κυνηγάει της άλλες με τη ρόκα που στο μεταξύ έχει πιάσει μυστηριωδώς φωτιά. Γενικώς η φλόγα της Ανάστασης είναι το ισχυρό σύμβολο της Μεγάλης Εβδομάδας και αυτή που πυροδοτεί την πιο λαμπρή και ευφρόσυνη γιορτή του ελληνικού χώρου.
Η βροχή των πιθαριών
Να, όμως, που λίγο πριν το αγγελτήριο της Ανάστασης βγαίνει ένας επιτάφιος. Είναι μια «παραξενιά», από τις πολλές των Κερκυραίων. Από το 1574, όταν οι Βενετοί απαγόρευσαν την περιφορά τη Μεγάλη Παρασκευή, οι Κερκυραίοι περιφέρουν τον επιτάφιο του Αγίου Σπυρίδωνα το Μεγάλο Σάββατο, μαζί με το σεπτό σκήνωμα του Αγίου, το οποίο συνοδεύουν και οι τρεις φιλαρμονικές της πόλης. Λίγες ώρες μετά αρχίζει η «συμφωνία» των «μπότηδων», των πιθαριών που πέφτουν από τα μπαλκόνια και τα παράθυρα και σπάνε με «σμπάρο» στον δρόμο.
Στην Κέρκυρα τίποτε δεν είναι «ξεκάρφωτο»: Ετσι και η ρίψη των κανατιών την ώρα που στην εκκλησία ακούγεται η φράση «ανάστα ο Θεός» και οι μπάντες βγαίνουν στους δρόμους παιανίζοντας το «Μη φοβάστε, Γραικοί». Αλλοι λένε ότι το έθιμο των «μπότηδων» έχει ενετικές ρίζες, καθώς οι Βενετοί πετούσαν έξω από τα σπίτια τους τα παλιά πράγματα την Πρωτοχρονιά για να τους φέρει ο νέος χρόνος καινούργια. Αλλοι πάλι διακρίνουν ειδωλολατρικές ρίζες, αφού το σπάσιμο των αποθηκευτικών αγγείων της σοδιάς συμβολίζει την έλευση της άνοιξης.
Ο αιώνιος «πόλεμος» της Αγάπης
Η Ανάσταση είναι εκρηκτική σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Αλλά η πιο εκρηκτική γίνεται στο Βροντάδο της Χίου. Το όνομά του τα λέει όλα. Μέρες τώρα τα εργαστήρια ετοιμάζουν τις «ρουκέτες» για τον παραδοσιακό «ρουκετοπόλεμο». Στο προαύλιο της Παναγίας Ερειθιανής το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου χιλιάδες αυτοσχέδιες «ρουκέτες» στήνονται στους «ρουκετοσύρτες». Το ίδιο γίνεται και στην «αντίπαλη» ενορία του Αγίου Μάρκου. Δεν μένει παρά το σύνθημα για να αρχίσει ο αλληλοβομβαρδισμός του καμπαναριού της Παναγίας και του τρούλου του Αγίου Μάρκου. Από πού ξεκίνησε όλο αυτό το κακό; Επειδή μας αρέσει να δίνουμε ηρωική διάσταση στην κάθε κακοδουλειά μας, οι «πολέμαρχοι» του Βροντάδου λένε ότι το έθιμο κρατάει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν οι κατακτητές ανάγκασαν τους καπεταναίους να παροπλίσουν τα πλοία τους και, καθώς δεν είχαν τι να κάνουν, μετέφεραν τα κανόνια τους στο χωριό και άρχισαν να κανονιοβολούν η μία ενορία την άλλη. Στην Καλαμάτα θυμούνται τη δεύτερη μέρα του Πάσχα τη μάχη της Βέργας το 1821, τότε που οι κλέφτες πετούσαν κροτίδες στα πόδια του αλόγων του Ιμπραήμ για να τρομάξουν και να γκρεμίσουν την καβαλαρία. Χωρίζονται λοιπόν νταϊφάδες και με τους καπεταναίους επικεφαλής πιάνουν τον «σαϊτοπόλεμο» στο γήπεδο του στρατοπέδου…
Η έξοδος των αγίων
Μεταξύ ουρανού και γης κινούνται σώματα, συναισθήματα και σκέψεις στις κορφές των βράχων των Μετεώρων.
Εκεί πάνω, στη μεγαλύτερη μοναστηριακή πολιτεία μετά το Αγιον Ορος, το τελετουργικό της Μεγάλης Εβδομάδας στα έξι μοναστήρια που λειτουργούν ακόμη ακολουθείται με ιδιαίτερη κατάνυξη και η Ανάσταση αποκτά το πραγματικό της νόημα. Τα μοναστήρια (οι Μονές Βαρλαάμ και Αγίου Στεφάνου είναι γυναικείες) έχουν όμως τους δικούς τους κανόνες τόσο για την αμφίεση όσο και για την ώρα προσέλευσης και αποχώρησης από τις Ακολουθίες και είναι καλό ο επισκέπτης να τους γνωρίζει εκ των προτέρων.
Την ημέρα του Πάσχα η Ακολουθία της Αγάπης στο Καστράκι γίνεται στην Εκκλησία της Παναγίας, στη βάση ενός θεόρατου βράχου. Μετά όλοι μαζί ανεβαίνουν σε έναν άλλον βράχο που ονομάζεται «Σημαίνει ο Θεός» και πιάνουν τα τοπικά πασχαλινά τραγούδια για να καταλήξουν στην πλατεία του χωριού και να ανάψει το γλέντι. Τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα oι μοναχοί βγάζουν από τα μοναστήρια τα λείψανα των Αγίων που φυλούν εκεί και κατεβαίνουν στο Καστράκι για να τα παραδώσουν με τελετουργικό τρόπο στους κατοίκους οι οποίοι θα τα λιτανέψουν την επομένη και θα τα κρατήσουν ως την Κυριακή του Θωμά. Αυτή η έξοδος των Αγίων γίνεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Η βόλτα της Παναγίας
Στη Φολέγανδρο η Παναγιά Οδηγήτρια την ημέρα του Πάσχα «κατεβαίνει» το απίθανο ασβεστωμένο καλντερίμι ως την Πούντα, την πλατεία της Χώρας στα ριζά του λόφου και αρχίζει τις επισκέψεις στα φρεσκοασπρισμένα σπίτια της Χώρας και του Κάστρου ακολουθώντας τα γοητευτικά – «γαλακτισμένα» με τις νησιώτικες «ντάμες» – σοκάκια, με τους «φανούς» των γερανιών.
Τα σπιτικά προσπαθούν να ξεπληρώσουν την ανεκτίμητη επίσκεψη της προστάτιδάς τους με ό,τι καλό διαθέτουν, μελόπιτες, πίτες, τσουρέκια και δυνατή ντόπια ρακή. Το βράδυ την εικόνα παραλαμβάνουν όλοι σχεδόν οι Απανωμερίτες και τραβούν πεζή για το χωριό τους. Οταν τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα η εικόνα ολοκληρώνει την επίσκεψή της σε όλα τα σπίτια της Απάνω Μεριάς, αφήνεται στα χέρια των Χωραϊτών οι οποίοι τη φέρνουν πίσω για να διανυκτερεύσει στην Παντάνασσα μέσα στο Κάστρο. Την τρίτη ημέρα του Πάσχα η εικόνα φθάνει μέσα από εκείνα τα χαρακτηριστικά δύσβατα μονοπάτια της Φολεγάνδρου στους σχεδόν εγκαταλελειμμένους οικισμούς, τον Πετούση, τις Θεμωνιές Λιβαδιού και στο Λιβάδι, προτού φθάσει στον Καραβοστάση και επιβιβαστεί σε ένα τρεχαντήρι για να κάνει τη θαλασσινή βόλτα της.