Ως συνταγματικό και σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας το Προεδρικό Διάταγμα 120/2008 που αφορά στο Πειθαρχικό Δίκαιο του Αστυνομικού Προσωπικού, ενώ παράλληλα απέρριψε τις προσφυγές της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αξιωματικών Αστυνομίας και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου απέρριψε τους ισχυρισμούς των αστυνομικών ότι είναι αντίθετες στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, οι διατάξεις του επίμαχου διατάγματος που προβλέπουν ότι η πειθαρχική διαδικασία η οποία έχει αρχίσει για παραπτώματα που επισύρουν την ανώτερη προβλεπόμενη ποινή, συνεχίζεται και μετά την έξοδο του αστυνομικού από το σώμα.
Απορρίφθηκε αυτός ο ισχυρισμός από το δικαστήριο, καθώς κρίθηκε ότι η ρύθμιση αυτή αποβλέπει «στον κολασμό σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων που διαπράττονται από αστυνομικό υπάλληλο, ενόσω διαρκεί η υπαλληλική του σχέση και για τον έλεγχο των οποίων έχει αρχίσει η πειθαρχική διαδικασία πριν από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο έξοδο του πειθαρχικώς διωκομένου» από το σώμα της ΕΛΑΣ.
Η διαδικασία αυτή, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας «έχει ως συνέπεια για τον αστυνομικό που έχει ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία, τη διαγραφή του από τα στελέχη της εφεδρείας» στις περιπτώσεις που «επιβάλλεται η ποινή της απόταξης».
Ακόμη, απορρίφθηκε ο ισχυρισμός των δύο Ομοσπονδιών ότι αντιβαίνει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της αναλογικότητας, όπως και στην συνταγματική πρόβλεψη για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η διάταξη εκείνη του επίμαχου διατάγματος που αναφέρει ότι η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος αναστέλλεται με την άσκηση πειθαρχικής δίωξης μέχρι να εκδοθεί η πρωτοβάθμια απόφαση, ενώ ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο έτη.
Επίσης, οι δικαστές απέρριψαν τον ισχυρισμό ότι είναι αντισυνταγματική η πρόβλεψη του διατάγματος που αναφέρει ότι «πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει την ποινή της απόταξης, συνιστά η από πρόθεση τέλεση κάθε εγκλήματος που στρέφεται κατά ανωτέρου και σχετίζεται με την εκτέλεση της υπηρεσίας».
Και είναι αντισυνταγματική κατά την Ομοσπονδία η διάταξη αυτή, γιατί «εισάγεται διαφορετική μεταχείριση των ανωτέρων έναντι των κατωτέρων σε βαθμό αστυνομικών, με συνέπεια όταν το έγκλημα στρέφεται κατά ανωτέρων να τιμωρείται με απόταξη».
Αντισυνταγματική είναι κατά τους ισχυρισμούς των αστυνομικών και η πρόβλεψη του Π.Δ. 120/2008 που ορίζει ως πειθαρχικό παράπτωμα τη «ροπή στη χρήση οινοπνευματωδών ποτών». Να σημειωθεί ότι παράπτωμα αυτό, επισύρει την ποινή της απόταξης.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν ως αβάσιμο τον ισχυρισμό αυτό, καθώς η επίμαχη διάταξη για τη συνδρομή του πειθαρχικού παραπτώματος «απαιτείται ως προϋπόθεση η μόνιμη τάση προς μέθη του πειθαρχικώς διωκομένου αστυνομικού υπαλλήλου, η οποία συνεπώς, αποτελεί εκδήλωση συμπεριφοράς που δεν στηρίζεται σε μεμονωμένα περιστατικά, αλλά διακρίνεται για τη διάρκειά της».
Παράλληλα, απορρίφθηκε από την Ολομέλεια ο ισχυρισμός των αστυνομικών ότι είναι αντισυνταγματική η ρύθμιση του εν λόγω Π.Δ. που προβλέπει ότι πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της αργίας με απόλυση, αποτελεί η δημόσια (προφορικώς ή εγγράφως) άσκηση κριτικής των πράξεων της ιεραρχίας με τη χρήση ψευδών ή αβάσιμων επιχειρημάτων.
Οι δικαστές δεν δέχθηκαν τον ισχυρισμό των δύο Ομοσπονδιών περί αντισυνταγματικότητας της τελευταίας αυτής ρύθμισης, κρίνοντας ότι «δεν θίγεται ο πυρήνας των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνουν το δικαίωμα της ελεύθερης εκδήλωσης της σκέψης και της γνώμης, καθώς οι θεσπιζόμενοι περιορισμοί αποβλέπουν στη μη χρησιμοποίηση υποτιμητικών εκφράσεων εκ μέρους των αστυνομικών για τους ανωτέρους τους που υπερβαίνουν τα άκρα όρια, καθώς και στην απαγόρευση της εν γνώσει χρήσης ψευδών επιχειρημάτων».
Οι περιορισμοί αυτοί, υπογραμμίζει η δικαστική απόφαση, «δικαιολογούνται λόγω της ιδιαίτερης φύσης της Ελληνικής Αστυνομίας ως ενόπλου σώματος ασφαλείας, στρατιωτικά οργανωμένου που έχει ως αποστολή την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας, καθώς και την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Απορρίφθηκαν όλοι οι ισχυρισμοί των αστυνομικών ότι συγκρούονται με το Σύνταγμα οι διατάξεις του επίμαχου διατάγματος που αναφέρονται στην επιβολή προστίμου στις περιπτώσεις ψευδούς αναφοράς, κατάθεσης ή δήλωσης από πρόθεση και κακόβουλου υπαινιγμού ή χαρακτηρισμού.