Ενα βιβλίο υπογραφών με αίτημα την εξακρίβωση των ταυτοτήτων για τους ενάμισι εκατομμύριο αγνοούμενους του Ιράκ τα τελευταία σαράντα χρόνια, “περίμενε” τους θεατές χθες βράδυ στο “Ολύμπιον”, μετά την προβολή της ταινίας “Ο γιος της Βαβυλώνας” (Son of Babylon), του Μοχάμεντ Αλ Νταράτζι, στο πλαίσιο του 51ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Ο σκηνοθέτης, ο οποίος έχει αφιερώσει την καριέρα του στην τεκμηρίωση των συνθηκών ζωής στη χώρα του, έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια την εκστρατεία Irak’ s missing, για τους Ιρακινούς αγνοούμενους.
Στην πρόσφατη ταινία του “Ο γιος της Βαβυλώνας”, μια δυνατή ταινία μυθοπλασίας στα όρια του ντοκιμαντέρ, αφηγείται την ιστορία ενός μικρού αγοριού, που ξεκινά μαζί με την κουρδικής καταγωγής γιαγιά του, σε ένα επίπονο οδοιπορικό και αναζήτηση του αγνοούμενου από το 1991, στρατιώτη πατέρα του. Ξεκινούν από τα βόρεια της χώρας, διασχίζουν την έρημο, περνούν από τη βομβαρδισμένη Βαγδάτη για να καταλήξουν στη Βαβυλώνα και στην οδυνηρή όσο και μάταιη αναζήτηση του νεκρού τους, μέσα σε ομαδικούς τάφους.
Από την ταραγμένη πραγματικότητα του Ιράκ ως τις υποψηφιότητες των Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, ο δρόμος δεν ήταν εύκολος για τον Ιρακινό 32χρονο σκηνοθέτη, Μοχάμεντ Αλ Νταράτζι.
Ανακρίσεις έως και απαγωγή του ίδιου και του συνεργείου του, ήταν στην “ημερήσια διάταξη” των γυρισμάτων της πρώτης του ταινίας μυθοπλασίας, το 2005, με τίτλο “Όνειρα”, στο χάος της βομβαρδισμένης Βαγδάτης. Την εμπειρία του από τα γυρίσματα, κατέγραψε στο ντοκιμαντέρ “Ιράκ, πόλεμος, αγάπη, Θεός και τρέλα”.
Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, το 2010 είναι η χρονιά του: το περιοδικό Variety τον ανακήρυξε “σκηνοθέτη της Χρονιάς από τη Μέση Ανατολή”, ενώ “Ο γιος της Βαβυλώνας”, εκτός από την υποψηφιότητα στα Όσκαρ, κέρδισε το βραβείο Αμνηστίας, βραβείο Ειρήνης στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, ενώ το Φεστιβάλ του Σαντάνς του επεφύλαξε θερμή υποδοχή. Το 51ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τον συστήνει στο ελληνικό κοινό με αφιέρωμα στο έργο του και του προσδίδει και την ιδιότητα του μέλους της κριτικής επιτροπής του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος.
Για τον ίδιο, που ζει μεταξύ Βρετανίας και Βαγδάτης, η υπόθεση της χώρας του είναι το μείζον θέμα στις ταινίες του. “Δεν νιώθω με κανέναν τρόπο δυτικός επειδή έχω επαγγελματική βάση στην Αγγλία”, μας λέει, ενώ αυτή την περίοδο ετοιμάζει στο Ιράκ δύο νέες ταινίες: το ντοκιμαντέρ “Στην αγκαλιά της μητέρας μου” (In My Mother’s Αrms) και την ταινία μυθοπλασίας “Σταθμός του τρένου” (Train Station).
“Μια λεπτή γραμμή, που ανά πάσα στιγμή μπορείς να την περάσεις, διαχωρίζει τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα στο σημερινό Ιράκ”, μας απαντά όταν τον ρωτάμε για τα δύο κινηματογραφικά είδη που χρησιμοποιεί και τις διαφορές τους. Και εξηγεί: “Σαν να περπατάς στον δρόμο και ξαφνικά να τινάζεται ένας ζωσμένος με εκρηκτικά και να σκορπά γύρω του τον θάνατο. Η πραγματικότητα ανατρέπεται. Εγώ ακολουθώ τα γεγονότα μ’ έναν τρόπο αφήγησης που στο ντοκιμαντέρ μοιάζει με μυθοπλασία και αντιστρόφως. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που αφηγούμαι είναι η αλήθεια για τη χώρα μου, μέσα από μικρές ανθρώπινες ιστορίες”.
Η ταινία “Σταθμός του τρένου”, έχει θέμα μια βομβίστρια αυτοκτονίας, ηλικίας 23 ετών, η οποία μετά τον θάνατό της, μετανιώνει για την πράξη της. Τον ρωτάμε ποια διαφορετική άποψη μπορεί να προσθέσει στην ήδη υπάρχουσα, τουλάχιστον των δυτικών θεατών, για τους “καμικάζι” που είναι ταυτόσημοι με την τρομοκρατία.
“Η ταινία μιλά για το ανθρώπινο πρόσωπο που αποκτά μετά τον θάνατό της αυτή η νεαρή κοπέλα και ερευνά τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτό το σημείο”, μας απαντά ο Μοχάμεντ Αλ Νταράτζι και προσθέτει ότι “το 2008, οι βομβίστριες αυτοκτονίας στο Ιράκ ήταν 85 γυναίκες αρκετά υψηλού κοινωνικού επιπέδου”.
Το ντοκιμαντέρ του “Στην αγκαλιά της μητέρας μου” καταγράφει τις ζωές 32 ορφανών παιδιών στη Βαγδάτη, που οι γονείς τους έχουν σκοτωθεί ή απαχθεί.
Αν και στην πατρίδα του είχαν σταματήσει να γυρίζονται ταινίες το 2006-2007 “από τις πιο σκοτεινές περιόδους στην ιστορία του Ιράκ, γεμάτη φόβο, μίσος και βία”, όπως λέει ο ίδιος, “ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση επανέφερε τους ανθρώπους στη ζωή έστω κι αν οι περισότεροι είναι σημαδεμένοι από βαθιά ψυχικά τραύματα”.
Ο Μοχάμεντ Αλ Νταράτζι, πάντως, επιμένει να γυρίζει ταινίες και να διαγωνίζεται σε διεθνή Φεστιβάλ. Και επειδή οι κινηματογραφικές αίθουσες στο Ιράκ έχουν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς, εκείνος, με έναν προτζέκτορα, πηγαίνει στα χωριά της ερήμου και τις προβάλλει ο ίδιος στους συμπατριώτες του.