Καταπέλτης για τον Άκη Τσοχατζόπουλο και τους συγκατηγορούμενούς του για ξέπλυμα «μαύρου χρήματος» είναι το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών. Η δίκη τους ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, έχει οριστεί για τις 22 Απριλίου.
Στο παραπεμπτικό για 19 από τους αρχικά 21 κατηγορούμενους βούλευμα τους (αρ. 545/2013), οι Εφέτες θεωρούν ότι ο πρώην υπουργός και οι συγκατηγορούμενοι του αποτελούσαν εγκληματική οργάνωση, με δομή και συγκεκριμένους ρόλους που «τέλεσαν ενεργώντας από κοινού ή και μόνοι τους το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα η οποία συνίσταται στο αδίκημα της κατ’ εξακολούθηση παθητικής δωροδοκίας του πρώην υπουργού στρεφόμενης κατά του ελληνικού δημοσίου».
Όπως επισημαίνεται, η εν λόγω οργάνωση δημιουργήθηκε στις αρχές του 1998 και δραστηριοποιήθηκε έως και τον Απρίλιο του 2010, με σκοπό να αποκρυβούν «σημαντικότατου ύψους παράνομα έσοδα μέσω ενός καλοστημένου και πολύπλοκου δικτύου». Κατά την κρίση των εφετών, όλοι οι κατηγορούμενοι συμμετείχαν στην οργάνωση αναλόγως του ρόλου που είχε ο καθένας.
Συγκεκριμένα αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Δραστηριοποιήθηκαν με μεθοδικό τρόπο επί σειρά ετών και πέτυχαν να πραγματοποιηθούν πλήθος συναλλαγών για τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων του πρώην υπουργού και να διακινηθούν, σε μια δαιδαλώδη διαδρομή, τεράστια χρηματικά ποσά μέσω ενός πολύπλοκου δικτύου εταιριών, τραπεζικών λογαριασμών, παρένθετων προσώπων και εξωχώριων εταιρειών, με σκοπό να συγκαλύψουν την αληθινή προέλευση της περιουσίας εν γνώσει τους ότι τα έσοδα αυτά προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα, μεγάλο μέρος των οποίων τοποθετήθηκαν στην αγορά περιουσιακών στοιχείων, αλλά προδήλως αποβλέποντας και σε δικό τους οικονομικό όφελος».
Στο σκεπτικό του βουλεύματος αποτιμάται και η συνολική στάση που τήρησαν πολλοί εκ των κατηγορουμένων: «Το στοιχείο του άμεσου δόλου, με βάση όσα προέκυψαν, δύσκολα μπορεί να αποσυνδεθεί από τις μεθοδεύσεις, στις οποίες κατέφυγαν στις περισσότερες των περιπτώσεων, προκειμένου να συγκαλυφθεί η προέλευση της περιουσίας».
Για τον άλλοτε στενό συνεργάτη και συγκατηγορούμενο πλέον του πρώην υπουργού, Γιάννη Σμπώκο, το βούλευμα μεταξύ άλλων αναφέρει: Ο κ. Τσοχατζόπουλος «ενεργώντας από κοινού με τον Ιωάννη Σμπώκο, εξακολουθητικά, με πρόθεση απέκρυψε περιουσία, με σκοπό να συγκαλύψει την παράνομη προέλευσή της. Συγκεκριμένα α) κατά το χρονικό διάστημα από περίπου αρχές του έτους 2000, έως 16-4-2010, του παρέδωσε το ποσό των 1.000.000 ευρώ, με σκοπό την απόκρυψη του ότι προέρχεται από το έγκλημα της παράνομης δωροδοκίας του ως πρώην υπουργού και β) με τον ίδιο σκοπό, το χρονικό διάστημα από αρχές 1998 έως 16-4-2010, του ανέθεσε τη διαχείριση μέρους του ποσού της παράνομης περιουσίας εκ δωροδοκίας, ποσού τουλάχιστον 40.000.000 ευρώ, με εκτιμώμενη απόδοση εκ της διαχείρισης αυτής το έτος 2010 περί τα 80.000.000 ευρώ».
Για το ακίνητο της Ακρόπολης το βούλευμα τονίζει ότι η προφυλακισμένη σύζυγος του Α. Τσοχατζόπουλου, Βίκυ Σταμάτη, το απέκτησε με σκοπό την απόκρυψη χρημάτων που προερχόταν από το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας του συζύγου της, ενώ επισημαίνεται ότι με σκοπό τη συγκάλυψη προέλευσης χρημάτων προέβη σε εργασίες ανακαίνισης, ύψους τουλάχιστον 1,3 εκατομμυρίων ευρώ.
Για την προσωρινά κρατούμενη κόρη του βασικού κατηγορούμενου, Αρετή Τσοχατζοπούλου, στο βούλευμα αναφέρεται ότι «κατά τα έτη 2004-06 μετέτρεψε περιουσία με σκοπό τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης της γνωρίζοντας ότι προέρχεται από το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας του Άκη Τσοχατζόπουλου διά της τοποθετήσεως περιουσίας τουλάχιστον 150.000 ευρώ σε κατασκευαστικές εργασίες».