Πρώτη φορά μετά το διωγμό του 1922 ξανακούστηκαν ελληνικά σε ένα από τους παλαιότερα μνημεία της Ορθοδοξίας, στο ναό των Ταξιαρχών στη Σύγη των Μουδανιών. Την πρωτοβουλία έλαβε ο μητροπολίτης Προύσσης κ. Ελπιδοφόρος Λαμπριανίδης, ο οποίος τέλεσε την ακολουθία των Δ’ Χαιρετισμών σε κλίμα έντονης συγκίνησης και κατάνυξης.
Επτά μήνες πέρασαν από το πρωινό, ανήμερα του Σταυρού, όταν το “Newsbomb.gr” έγραψε ότι πέρασε στην ιδιοκτησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ένας από τους παλαιότερους ναούς της Χριστιανοσύνης, ο οποίος επωλείτο ως οικόπεδο εκ μέρους της γερμανοτουρκικής εταιρείας μεσιτείας ακινήτων και λιανεμπορίου οικιακού εξοπλισμού «TEKZEN». Από το 2007 ως εκείνη την ημέρα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος επιδόθηκε σε έναν αγώνα αναζητήσεως δωρητών και υπερβάσεως των εμποδίων που προέκυπταν από την τουρκική γραφειοκρατία.
Την παραλαβή του ναού έκανε ο μητροπολίτης Προύσσης κ. Ελπιδοφόρος Λαμπρινιάδης συνοδευόμενος από τον κοινοτάρχη των Μουδανιών κ. Ρασίμ Μπατμάζ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγκεκριμένος ιεράρχης του Οικουμενικού Θρόνου -ο οποίος τυγχάνει να είναι και ηγούμενος στην Ιερά Μονής της Αγίας Τριάδος όπου εδρεύει η Θεολογική Σχολή της Χάλκης- ανέλαβε να φέρει εις πέρας το σημαντικό έργο αποκατάστασης και επαναλειτουργίας αυτού του ναού.
Αθόρυβα αλλά μεθοδικά εργάζεται ώστε να βρεθούν δωρητές για την ανακαίνιση. Ταυτοχρόνως πήρε την πρωτοβουλία να ξαναδώσει ζωή σ’ αυτόν τον ερειπωμένο ναό που έχει εμφανή τα σημάδια της μισαλλοδοξίας και της βαρβαρότητας που απειλεί την αλήθεια της ορθής πίστης.
Ανήμερα της πρώτης Άλωσης
Την Παρασκευή 12 Απριλίου, ανήμερα της πρώτης Άλωσης που πέτυχαν οι Φράγκοι το 1204, ο μητροπολίτης Προύσσης κ. Ελπιδοφόρος έκανε τη διαφορά. Πήρε ένα εικόνισμα της Παναγίας και με μια δράκα Ρωμιών της Πόλης πήγαν μέχρι το ναό των Ταξιαρχών στη Σύγη, ανάμεσα στα Μουδανιά και την Τρίγλεια. Βρήκαν τη μέρα να τιμήσουν τη μεγάλη Μάνα, την Παναγία, την Υπέρμαχο Στρατηγό τελώντας την ακολουθία των Δ’ Χαιρετισμών.
Μαζί με τους Έλληνες πήγαν και Τούρκοι από τους γύρω οικισμούς. Κάποιες γυναίκες προσκόμισαν λευκά, κόκκινα και ροζ άνθη γαρυφαλλιάς «για το καλό». Κάποιων τα μάτια δάκρυσαν. Άλλοι έψαλαν μαζί με τους ιερείς. Ύστερα από εννέα δεκαετίες, τη σιωπή έσπασαν οι ύμνοι προς τιμήν της Παναγίας.
Κι επειδή υπάρχουν πολλές σημειολογικές συμπτώσεις, δεν είναι τυχαίο να αναφέρουμε πως με τους Χαιρετισμούς ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε». Αυτός είναι ο ποιητικός εμπλουτισμός του χαιρετισμού που απηύθυνε ο αρχάγγελος Γαβριήλ (λέγοντας «Χαῖρε Κεχαριτωμένη») στην Παναγία, σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά (Λουκ. α΄ 28).
Η ιστορία της Συγής και του ναού
Πριν από την Καταστροφή και το διωγμό, η Συγή είχε μοιρασμένοι πληθυσμό. Όσοι ήταν οι Έλληνες ήταν και οι Τούρκοι ενώ συνεννοούνταν στα ελληνικά. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια της ελιάς ενώ οι πιο επιφανείς ήταν έμποροι.
Παρότι είναι παραθαλάσσια περιοχή, ένας θρύλος στον οποίο στηρίχθηκε και η οικοδόμηση αυτού του ναού συνέβαλε ώστε να μη γίνει ποτέ ψαροχώρι. Ο ναός ανοικοδομήθηκε την εποχή επί του Κωνσταντίνου Στ’, γιού της φωτισμένης και δυναμικής αυγούστας Ειρήνης της Αθηναίας. Οι αρχαιολόγοι εικάζουν ότι χτίσθηκε στη δεκαετία του 780 και αυτή αποτελεί μια βάσιμη εικασία αφού στις 14 Οκτωβρίου 787 συγκλήθηκε δίπλα, στη Νίκαια, η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ανοικοδόμησε το ναό προς τιμήν των Ταξιαρχών επειδή οι αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ έσωσαν τους χωρικούς ύστερα από μια καταστρεπτική καταιγίδα από την οποία τα κύματα κόντευαν να πνίξουν τον οικισμό. Ο ναός επισκευάσθηκε το 1448 όταν η επαρχία της Προύσης είχε καταληφθεί από τους Οθωμανούς. Αργότερα, το 1819 ο γιος του Αβδούλ Χαμίτ, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ ενέκρινε την αποκατάσταση του ναού. Οι Ταξιάρχες στη Σύγη θεωρούνταν θαυματουργοί. Ως την Καταστροφή, Έλληνες και Τούρκοι λειτουργούνταν και προσκυνούσαν εκεί.
Το λατρευτικό συγκρότημα οκτώ ενοτήτων που περισώθηκε περιλαμβάνει τον κυρίως ναό, το νάρθηκα, τον εξωνάρθηκα, δύο παρεκκλήσια (των αγίων Χαραλάμπους και Νικολάου), βοηθητικά δωμάτια. Διασώζονται ίχνη από τις βυζαντινές αγιογραφίες στους τοίχους και μια μαρμάρινη επιγραφή που γράφει στα ελληνικά: «Είπεν ο Κύριος, εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ εάν αγάπην έχετε εις αλλήλοις, 1862».