Ο αρεοπαγίτης Σπυρ. Ζιάκας πρότεινε στο Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου να δικαιωθούν δύο συμβασιούχοι του ΟΠΑΠ οι οποίοι εργάστηκαν, ο μεν πρώτος την τετραετία 1994 – 1998, ο δε δεύτερος τη διετία 1996 – 1998.
Ο πρώτος αρχικά εργάστηκε με πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία και με ωράριο δέκα ωρών ημερησίως και εν συνεχεία με τριήμερη εβδομαδιαία εργασία και με το ίδιο ημερήσιο ωράριο. Ο δεύτερος εργάστηκε με πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία και με ωράριο 9,5 ωρών ημερησίως και στη συνέχεια με τριήμερη εβδομαδιαία απασχόληση και το ίδιο ωράριο.
Οι δύο συμβασιούχοι ζήτησαν να αναγνωριστεί σύμφωνα με το “Διάταγμα Παυλόπουλου” (Π.Δ. 164/2004) ότι οι συμβάσεις τους είχαν το χαρακτήρα συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, πράγμα που δεν έγινε δεκτό από τον Οργανισμό.
Ο Ζιάκας υποστήριξε ότι, σύμφωνα με το πρόγραμμα του ΟΠΑΠ, οι δύο συμβασιούχοι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Οργανισμού. Ακόμη, τόνισε ότι οι συμβάσεις αυτές “καταχρηστικά και με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων που ρυθμίζουν τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, συνάπτονται από τον ΟΠΑΠ ως συμβάσεις εργασίας μίας ημέρας, δηλαδή ορισμένου χρόνου, ενώ είχαν το χαρακτήρα των συμβάσεων αορίστου χρόνου μερικής απασχολήσεως και ότι αν και υπέβαλαν αιτήσεις σύμφωνα με το Π.Δ. 180/2004 με σκοπό την αναγνώριση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας μίας ημέρας ως μίας ενιαίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, ο ΟΠΑΠ αρνήθηκε να δεχθεί το αίτημά τους”.
Με τα δεδομένα αυτά όμως, τόνισε ο αρεοπαγίτης, είναι νόμιμες οι αγωγές των δύο συμβασιούχων, οι οποίες “στηρίζονται στα Π.Δ. 81/2003 και 164/2003”, αλλά παράλληλα συντρέχουν και οι διατάξεις εκείνες για “το χαρακτηρισμό των επίμαχων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μερικής απασχόλησης, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχολήσεως”.
Κατόπιν αυτών, πρότεινε ο Ζιάκας να αναιρεθεί εφετειακή απόφαση που έχει κρίνει τα αντίθετα.