«Το φαινόμενο της ρατσιστικής βίας στην ελληνική κοινωνία είναι κλιμακούμενης έντασης. Πρόκειται για δολοφονική ρατσιστική βία. Δεν επιδιώκει, πλέον, μόνο τον εκφοβισμό, επιδιώκει να αφήσει θύματα και αφήνει θύματα» δήλωσε ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Κωστής Παπαϊωάννου, στη συνέντευξη Τύπου του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας.
Στα αποτελέσματα της ετήσιας έκθεσης του Δικτύου, που παρουσίασε ο επικεφαλής του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Γιώργος Τσαρμπόπουλος, γίνεται αναφορά σε καταγραφή, κατόπιν επικοινωνίας με την οικογένεια του θύματος, περιστατικού ανθρωποκτονίας το 2012, ενός Αιγυπτίου 31 ετών, ο οποίος απεβίωσε μετά από 17 μέρες σε εγκεφαλικό κώμα, κατόπιν άγριου ξυλοδαρμού, καθώς και σε δύο δολοφονίες, που έγιναν γνωστές από τον Τύπο, ενός 19χρονου Ιρακινού στο κέντρο της Αθήνας, τον περασμένο Αύγουστο και ενός 26χρονου Πακιστανού στα Πετράλωνα στις αρχές του 1013.
«Υπάρχει κλιμάκωση της έντασης αυτής της βίας, είτε με τον τρόπο που γίνονται οι επιθέσεις, είτε με τα όπλα που χρησιμοποιούνται» σημείωσε ο κ. Παπαϊωάννου. Σε πολλά περιστατικά τα θύματα αναφέρουν τη χρήση ροπάλων, σιδηρολοστών, σιδηρογροθιών, μαχαιριών, αλυσίδων, σπρέι, πτυσσόμενων γκλομπ, σπασμένων μπουκαλιών καθώς και μεγαλόσωμων σκύλων, συγκεκριμένα στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα και της πλατείας Αττικής.
Κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2012, το Δίκτυο κατέγραψε, μέσω συνεντεύξεων με τα θύματα, 154 περιστατικά, εκ των οποίων τα 151 αφορούσαν μετανάστες ή πρόσφυγες, ενώ, σε τρία τα θύματα ήταν ευρωπαίοι πολίτες (ένα Ρουμάνος, ένας Βούλγαρος και ένας Έλληνας). Όπως τονίστηκε, «πρόκειται μόνο για την κορυφή του παγόβουνου».
Τα 107 περιστατικά σημειώθηκαν στον δήμο Αθηναίων, κυρίως σε περιοχές του κέντρου και άλλα 23 περιστατικά καταγράφηκαν στον νομό Αττικής, πέραν του δήμου Αθηναίων. Επίσης, περιστατικά καταγράφηκαν σε Πάτρα, Κόρινθο, Ηγουμενίτσα, Έβρο, Ρόδο, Χίο, Κόνιτσα και Νέα Μανωλάδα Ηλείας. Η πλειονότητα των περιστατικών έγινε σε δημόσιους χώρους, όπως σε μέσα μαζικής μεταφοράς, ενώ, 16 περιστατικά σημειώθηκαν σε ιδιωτικούς χώρους.
Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των επιθέσεων, η πλειονότητα αφορά σωματικές επιθέσεις, βαριές και ελαφριές, που συνδυάζονται, τις περισσότερες φορές, με απειλές, εξύβριση και φθορά ξένης περιουσίας.
Τα θύματα ήταν 149 άνδρες και πέντε γυναίκες, οι περισσότεροι κοντά στην ηλικία των 25 ετών. Στην πλειονότητα τους προέρχονταν από το Αφγανιστάν, ενώ, 44 ήταν αιτούντες άσυλο και 79 χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα.
«Δεχόμαστε ρατσιστική βία καθημερινά και δεν πρόκειται για βρισιές αλλά για επιθέσεις» υπογράμμισε ο πρόεδρος του Συλλόγου Ενωμένων Αφγανών Ελλάδας, Ρεζά Γκολαμί, προσθέτυοντας: «Δεν τολμάμε να βγούμε έξω από το σπίτι, να πάρουμε ένα κομμάτι ψωμί».
Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών, τα θύματα αναφέρουν ως λόγο της επίθεσης το γεγονός ότι ήταν αλλοδαποί, και στις δύο από τις πέντε περιπτώσεις επίθεσης κατά γυναικών τα θύματα πιστεύουν ότι στοχοποιήθηκαν επειδή φορούσαν μαντίλα.
Για πρώτη φορά, το Δίκτυο κατέγραψε επίθεση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.
Οι δράστες των επιθέσεων ήταν πάντα άνδρες, εκτός από οκτώ περιπτώσεις από πολυμελείς ομάδες όπου καταγράφεται και συμμετοχή γυναικών και ανηλίκων. Οι περισσότεροι είναι Έλληνες, ενώ, υπάρχουν και περιπτώσεις μεικτών εθνοτικά ομάδων με τη συμμετοχή ατόμων αλβανικής καταγωγής.
Στις 91 περιπτώσεις, σύμφωνα με τα θύματα, οι δράστες συνδέονται με εξτρεμιστικές ομάδες, κι αυτό γιατί, όπως αναφέρεται, δρουν οργανωμένα, κάνουν «περιπολίες» είτε με μηχανές, είτε πεζή, πολλές φορές με τη συνοδεία μεγαλόσωμων σκύλων. Είναι ντυμένοι με μαύρα ρούχα, συνήθως φορούν στρατιωτικά παντελόνια, κράνη, ή έχουν καλυμμένα πρόσωπα.
Τις περισσότερες φορές, οι επιθέσεις γίνονται μετά τη δύση του ήλιου ή τις πρώτες πρωϊνές ώρες. Σε οκτώ περιπτώσεις, όπως αναφέρει η έκθεση, τα θύματα ή οι μάρτυρες των επιθέσεων, αναγνώρισαν ανάμεσα στους δράστες άτομα που συνδέονται με τη Χρυσή Αυγή.
Ειδική κατηγορία αποτελούν 25 περιστατικά, όπου συνδέεται η αστυνομική με τη ρατσιστική βία, σε χώρους κράτησης αλλά και σε επιχειρήσεις ρουτίνας, ενώ, σε δύο περιστατικά αναφέρονται ως θύτες οδηγός λεωφορείου και ελεγκτές του ΟΑΣΑ.
Όσον αφορά τους μάρτυρες των επιθέσεων, σύμφωνα με την έκθεση, παρατηρείται μεγαλύτερη ανοχή και φόβος, ενώ, μόνο 24 από τα θύματα έχουν προβεί σε επίσημες καταγγελίες στις αρχές και 23 θα το επιθυμούσαν.
Στις περισσότερες περιπτώσεις τα θύματα φοβούνται γιατί δεν έχουν νομιμοποιητικά έγγραφα, ενώ σε αρκετές, αναφέρουν ότι επιχείρησαν να καταγγείλουν τα περιστατικά στην αστυνομία αλλά αντιμετώπισαν απροθυμία, αποθάρρυνση, ακόμη και άρνηση.
«Υπάρχουν σημάδια θετικής ανταπόκρισης από την πολιτεία για την αντιμετώπιση του φαινομένου αλλά ημιτελή» σημείωσε ο δικηγόρος Βασίλης Παπαστεργίου.
Αναφερόμενος στις θέσεις του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, χαρακτήρισε θετική τη νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, με την οποία συστήθηκαν τμήματα και γραφεία αντιμετώπισης ρατσιστικής βίας, όμως, σημείωσε ότι για να είναι αποτελεσματικά, είναι αναγκαία, η υποχρεωτική διαδικασία συνεχούς επιμόρφωσης όσων υπηρετούν στα συγκεκριμένα τμήματα, η κατάρτιση ενός οδηγού με διευκρινίσεις σχετικά με τα εγκλήματα μίσους, καθώς και η αντικειμενική διαδικασία επιλογής των στελεχών αυτών.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαγεωργίου, προτείνεται, επίσης, η αναστολή της κράτησης και απέλασης των θυμάτων ή μαρτύρων που προβαίνουν σε καταγγελία, σε συνδυασμό με χορήγηση άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, κατά το πρότυπο παροχής προστασίας σε θύματα εμπορίας ανθρώπων και παράνομης διακίνησης, που εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Νέας Μανωλάδας.
Το Δίκτυο εξέφρασε την ικανοποίησή του σχετικά με «τον ορισμό ειδικού εισαγγελέα για τον συντονισμό και την κατάλληλη ανακριτική αντιμετώπιση του ρατσιστικού εγκλήματος από τις εισαγγελικές αρχές», αλλά ζήτησε την «άμεση ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας ώστε η τέλεση εγκλήματος από ρατσιστικά κίνητρα να περιλαμβάνεται στη νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος».
Αναφερόμενος στο περιστατικό της Νέας Μανωλάδας, ο δικηγόρος, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, Βασίλης Κερασιώτης, έκανε λόγο για υποβολή νέας μήνυσης, προκειμένου να περιληφθούν σε αυτήν όλοι οι μετανάστες που εργάζονταν στη συγκεκριμένη έκταση, και όχι μόνο οι 35 που τραυματίστηκαν από τις σφαίρες. Όπως εξήγησε, αυτή τη στιγμή μόνο οι τραυματίες αντιμετωπίζονται ως θύματα εμπορίας ανθρώπων.
«Αυτό που συνέβη στη Νέα Μανωλάδα αφορά όλους μας» τόνισε από την πλευρά του ο πρόεδρος των Γιατρών του Κόσμου, Νικήτας Κανάκης, αναφέροντας πως στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματος «Enough-Αρκετά» για την προώθηση της ανοχής στη διαφορετικότητα και πρόληψης της ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων τα μέλη της οργάνωσης «θα βρίσκονται στο πλευρό των θυμάτων μέχρι και στις δικαστικές αίθουσες, ενώ θα αναληφθούν δράσεις και στα σχολεία», όπου, όπως συμπλήρωσε ο κ. Παπαϊωάννου «η ενδοσχολική βία, πλέον, διαπλέκεται με τη ρατσιστική βία».
Παρόντες στην εκδήλωση ήταν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Τσουκαλάς, Βασιλική Κατριβάνου και Αφροδίτη Σταμπουλή, και η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ Μαρία Ρεπούση. Τη συνέντευξη Τύπου συντόνισε ο δημοσιογράφος Προκόπης Δούκας.
Το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 2011 με πρωτοβουλία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Στο δίκτυο συμμετέχουν πάνω από 30 μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλοι φορείς, που παρέχουν νομικές, ιατρικές, κοινωνικές ή άλλες υποστηρικτικές υπηρεσίες και έρχονται σε επαφή με θύματα ρατσιστικής βίας.