Από την 1η Ιουλίου του 2011 αρχίζει η εγκατάσταση στους χώρους εργασίας των επιχειρήσεων του ηλεκτρονικού συστήματος (κάρτα εργασίας), το οποίο θα χρησιμοποιείται για την καταγραφή και τον έλεγχο της προσέλευσης, του χρόνου εργασίας και της αποχώρησης των εργαζομένων.
Η ρύθμιση περιλαμβάνεται, στο σχέδιο νόμου για την αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας που δόθηκε σήμερα σε δημόσια διαβούλευση. Η κάρτα εργασίας θα συνδέεται μέσω της κοινής ηλεκτρονικής πλατφόρμας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τις υπηρεσίες του Ι.Κ.Α, του Σ.ΕΠ.Ε και του Ο.Α.Ε.Δ. Η πλατφόρμα αυτή θα χρησιμοποιείται και για την επικοινωνία με τις επιχειρήσεις, την καταγραφή και διαχείριση πληροφοριών και δεδομένων. Στις επιχειρήσεις, οι οποίες θα εγκαταστήσουν το σύστημα αυτό στους χώρους εργασίας τους και θα καταβάλλουν εμπροθέσμως τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και στους εργαζομένους των επιχειρήσεων αυτών, θα παρέχεται έκπτωση 10% επί των αντίστοιχων ασφαλιστικών εισφορών.
Στις επιχειρήσεις οι οποίες εντάσσονται στο σύστημα χωρίς να το χρησιμοποιούν θα καταργείται η έκπτωση των ασφαλιστικών εισφορών και εκτός από τις κυρώσεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, θα επιβάλλεται πρόστιμο 800 ευρώ για κάθε παρανόμως απασχολούμενο μισθωτό (400 στον εργοδότη και 400 στον εργαζόμενο, το οποίο θα καταβάλλεται εξολοκλήρου από τον εργοδότη.
Με την εγκατάσταση της ηλεκτρονικής κάρτας εργασίας, το Υπουργείο Εργασίας, αποσκοπεί στον αποτελεσματικό έλεγχο της αδήλωτης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής, ενώ όφελος θα έχουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι από την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και των γραφειοκρατικών διαδικασιών. Διευκολύνεται σε κάθε περίπτωση το έργο των επιθεωρητών εργασίας οι οποίοι θα πρέπει κατά τον έλεγχο, να βεβαιώνουν απλώς την αντιστοίχηση με τα ηλεκτρονικά στοιχεία που έχουν καταχωρηθεί.
Προσδοκίες για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και γενικότερα των παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας δημιουργούν και τα υπόλοιπα άρθρα του νομοσχεδίου που αφορούν στον τρόπο λειτουργίας του ΣΕΠΕ το οποίο αποκτά διοικητική ανεξαρτησία και οικονομική αυτοτέλεια, ενώ με μια σειρά ρυθμίσεων δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε να μεταβληθεί από ένα γραφειοκρατικό φορέα του Δημοσίου σε ευέλικτη μονάδα, ετοιμοπόλεμη και ευκίνητη.
Μέχρι σήμερα, όταν οι επιθεωρητές εργασίας, εντόπιζαν την αδήλωτη εργασία και ενημέρωναν τον ασφαλιστικό φορέα. Από τούδε και στο εξής, η επιθεώρηση εργασίας θα επιβάλλει ή ίδια τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις.
Λαμβάνεται πρόνοια για την αντικειμενικοποίηση του έργου των επιθεωρητών. Εισάγεται η τυποποίηση των εντύπων ελέγχου, η διασταύρωση με τις καταγγελίες, και ο επανέλεγχος ενώ προβλέπεται η πειθαρχική δίωξη του επιθεωρητή που ασκεί πλημμελώς το ελεγκτικό του έργο. Παράλληλα η επιβολή του προστίμου παύει να έχει “τιμωρητικό” και εισπρακτικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην αποκατάσταση της βλάβης που υφίστανται οι εργαζόμενοι από την παραβατική συμπεριφορά του εργοδότη. Αν, για παράδειγμα, ο παραβάτης εργοδότης αποδώσει, έστω και μετά τη βεβαίωση του προστίμου, τα δεδουλευμένα στους εργαζομένους του, προβλέπεται σημαντική έκπτωση από το πρόστιμο.
Δημιουργείται ομάδα άμεσης επέμβασης, ώστε να περιοριστεί ο χρόνος ανάμεσα στην υποβολή της καταγγελίας και την εξέτασή της, ενώ προβλέπεται η εξαίρεση των υπηρεσιακών οχημάτων του ΣΕΠΕ από την υποχρέωση να φέρουν τα ειδικά διακριτικά των κρατικών οχημάτων, ώστε να μην “στοχοποιούνται” οι επιθεωρητές. Ακόμη, γίνεται περισσότερο ευέλικτος και πιο οικονομικός ο τρόπος βεβαίωσης και επίδοσης των προστίμων.
Συγκροτείται Γραφείο Ενημέρωσης, Υποδοχής, Αξιολόγησης και Διαχείρισης Καταγγελιών, υπαγόμενο απευθείας στον Ειδικό Γραμματέα, στο οποίο προΐσταται Ειδικός Επιθεωρητής Εργασίας. Έργο του είναι η ενημέρωση εργοδοτών και εργαζομένων, η υποδοχή και αξιολόγηση των καταγγελιών και η εσωτερική διαβίβασή τους στις αρμόδιες περιφερειακές υπηρεσίες ή στην Ειδική Ομάδα Άμεσης Επέμβασης.
Θεσμοθετείται η συμφιλιωτική διαδικασία, η οποία μέχρι σήμερα είχε άτυπο χαρακτήρα. Στο εξής το ΣΕΠΕ, μπορεί να παρεμβαίνει συμφιλιωτικά, εφόσον ζητηθεί, ή συμβουλευτικά για τη διεξαγωγή συλλογικών διαπραγματεύσεων να κυρώνει, να εγκρίνει ή να απορρίπτει τους εσωτερικούς κανονισμούς εργασίας των επιχειρήσεων και να εκδικάζει εφέσεις ποινών που επιβάλλονται από τους εργοδότες.