Η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου εργασίας της ΓΣΕΕ, με τίτλο «Ελληνική οικονομία και απασχόληση», καταγράφει ένα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν κάθε Σεπτέμβριο πολλές οικογένειες με παιδιά βρεφικής και προσχολικής ηλικίας. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι άλλο από την αδυναμία φροντίδας των παιδιών λόγω της εργασίας των γονέων.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση το 2010 το ποσοστό των παιδιών που συμμετείχαν στην προσχολική εκπαίδευση ήταν μόλις 68,2% έναντι 91,7% του μέσου όρου της Ε.Ε. Η Ελλάδα υπολείπεται έναντι του στόχου που είχε θέσει η Ε.Ε το 2010 για παροχή φροντίδας στο 33% των παιδιών κάτω των 3 ετών και στο 90% των παιδιών από 3 έως 6 έτη.
Μάλιστα για το 2020 ο στόχος έχει αναπροσαρμοστεί στο 95% των παιδιών. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία οι υπηρεσίες συλλογικής φροντίδας καλύπτουν μόλις το 10% των παιδιών από 0 έως και 2 έτη και μόλις το 61% των παιδιών τριών ετών και μέχρι την ηλικία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Eurostat, 2009).
Τα χαμηλά ποσοστά έχουν ως αποτέλεσμα τη φροντίδα των μικρών παιδιών στην Ελλάδα, όταν εργάζονται και οι δύο γονείς, να την αναλαμβάνουν οι συγγενείς και οι άτυποι φροντιστές/στριες ή οι ίδιοι οι γονείς που εργάζονται ευέλικτα ως «βοηθοί» στην οικογενειακή επιχείρηση ή απέχουν από την επίσημη απασχόληση. Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 19% περίπου των παιδιών το φροντίζουν οι παππούδες ή οι γιαγιάδες ενώ οι επίσημοι φροντιστές είναι περιορισμένοι σε αντίθεση με τη φροντίδα των παιδιών στη Γαλλία όπου το 42,6% των παιδιών το φροντίζουν επίσημα πιστοποιημένοι φροντιστές.
Στην Ελλάδα κατά το 2005 εκεί όπου οι γονείς εργάζονται με πλήρη απασχόληση και είναι μεταξύ 25-49 ετών το 37% των παιδιών είναι σε υπηρεσίες φροντίδας, το 18% είναι χωρίς φροντίδα, το 8% το φροντίζουν οι ίδιοι οι γονείς και το 37% οι συγγενείς. Αντίστοιχα εκεί όπου εργάζεται μόνο ο ένας από τους δύο γονείς στις υπηρεσίες φροντίδας είναι μόλις το 5% των παιδιών, χωρίς φροντίδα το 2%, από τον ένα γονέα φροντίζεται το 90% και από συγγενείς το 2%.
Τέλος εκεί που ο ένας γονέας εργάζεται με μερική απασχόληση, στις υπηρεσίες φροντίδας είναι το 24% των παιδιών, χωρίς φροντίδα το 16%, στη φροντίδα των γονέων είναι το 24% και στη φροντίδα των συγγενών το 8% (Eurostat, 2009, Δημουλάς, 2012).
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, μεγάλο μέρος του προβλήματος οφείλεται στο γεγονός ότι οι δομές φροντίδας των παιδιών, δημόσιες και ιδιωτικές, μπορούν να φιλοξενήσουν 160.600 παιδιά ηλικίας 0 έως 4 ετών όταν ο συνολικός αριθμός των παιδιών της εν λόγω ηλικιακής ομάδας ανέρχονται σε 337.168. Οι δημόσιο και ιδιωτικοί παιδικοί σταθμοί με βάση τη μελέτη της ΓΣΕΕ μπορούν να καλύψουν το 47% των παιδιών με αποτέλεσμα το 53% των παιδιών να μένει εκτός των δομών φροντίδας.
Το πρόβλημα αποτυπώνεται και από τα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΕΤΑ για τον αριθμό των αιτήσεων που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Εναρμόνιση Οικογένειας και Επαγγελματικής Ζωής» για τη συμμετοχή παιδιών σε παιδικούς σταθμούς, βρεφικούς σταθμούς και ΚΔΑΠ κατά το 2012.
Ο βαθμός κάλυψης των εκφρασμένων αναγκών είναι πολύ περιορισμένος και φθάνει στο 44,31% για τους βρεφικούς σταθμούς, 66,64% για τους παιδικούς σταθμούς και 53,81% για τα ΚΔΑΠ.
Το πρόβλημα συνεχίζει να υφίσταται καθώς το τρέχον έτος οι προσφερόμενες θέσεις φθάνουν τις 56.977 με αποτέλεσμα 14.346 παιδιά να μένουν εκτός αν και οι γονείς πληρούν τις προϋποθέσεις. Για το 2013 υποβλήθηκαν 98212 αιτήσεις από γονείς. Από αυτές να και οι 71277 πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις ωστόσο δεν ικανοποιήθηκαν στο σύνολό τους με αποτέλεσμα χιλιάδες γονείς να αναζητούν άλλες λύσεις.