Το ΣΤ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) από το 2008 έχει κρίνει ότι η Ευρωπαϊκή νομοθεσία (Οδηγία 97/81) απαγορεύει στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλλουν με νομοθετικά μέτρα την κοινοποίηση στα υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες, κ.λπ. αντιγράφων των συμβάσεων εργασίας μερικής απασχόλησης, όπως προβλέπει η ελληνική νομοθεσία.
Αναλυτικότερα, το ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ με την υπ’ αριθμ. 913/2011 απόφασή του παρέπεμψε, λόγω μείζονος σπουδαιότητας, το όλο ζήτημα στην αυξημένη, επταμελή σύνθεση του ίδιου Τμήματος.
Ειδικότερα, η νομοθεσία (Ν. 1892/1990 και 2639/1998) προβλέπει ότι οι εργοδότες και εργαζόμενοι όταν υπογράφουν συμβάσεις μερικής απασχόλησης, οφείλουν μέσα σε 15 ημέρες από την υπογραφή της η σύμβαση αυτή να γνωστοποιηθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας. Εάν αυτό δεν γίνει (δεν γνωστοποιηθεί) τότε αυτομάτως τεκμαίρεται ότι η σύμβαση καλύπτει σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Παράλληλα, η ελληνική νομοθεσία προβλέπει ότι κάθε εργοδότης που έχει υπογράψει συμβάσεις μερικής απασχόλησης, υποχρεούται μέσα σε διάστημα εννέα μηνών από τη δημοσίευση του Ν. 2639/1998, να υποβάλει στην Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση με τις συμβάσεις μερικής απασχόλησης.
Ακόμη, στην απόφαση του ΣτΕ, επισημαίνεται ότι από την έναρξη ισχύος του Ν. 2639/1998 (2.9.1998) “δημιουργείται τεκμήριο από την παράλειψη του εργοδότη να γνωστοποιήσει εμπροθέσμως στην Επιθεώρηση Εργασίας την κατάρτιση με τον μισθωτό έγγραφης συμβάσεως μερικής απασχολήσεως ή να υποβάλει εμπροθέσμως σ’ αυτήν κατάσταση για τις έγγραφες συμβάσεις μερικής απασχολήσεως που είχαν καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου”. Όμως, το τεκμήριο αυτό -συνεχίζει η δικαστική απόφαση- “είναι μαχητό, εφ’ όσον δεν ορίζεται το αντίθετο στο νόμο και συνεπώς ανατρέπεται, εάν αποδειχθεί ότι οι συμβάσεις αυτές αφορούσαν πράγματι μερική και όχι πλήρη απασχόληση”.
Όμως, οι σύμβουλοι Επικρατείας στην απόφασή τους, αναφέρονται στην απόφαση του ΔΕΚ της 24ης Απριλίου 2008 που αφορά τη συμβατότητα της νομοθεσίας της Ιταλίας προς την οδηγία 97/81, με την οποία κρίθηκε ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου “για την εργασία μερικής απασχολήσεως, η οποία προσαρτάται στην Οδηγία 97/81, απαγορεύει εθνική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει την κοινοποίηση στη διοίκηση ενός αντιγράφου των συμβάσεων εργασίας μερικής απασχολήσεως εντός 30 ημερών από της συνάψεώς τους”. Και αυτό γιατί “η υποχρέωση αυτή δημιουργεί ένα διοικητικής φύσεως εμπόδιο, ικανό να περιορίσει τις ευκαιρίες για εργασία μερικής απασχολήσεως”.
Κατόπιν αυτών οι δικαστές της πενταμελούς σύνθεσης του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ, επισημαίνουν ότι από όσα έγιναν δεκτά από το ΔΕΚ και το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης γεννάται το ζήτημα “κατά πόσον έχει άμεσο εφαρμογή ή όχι η ρήτρα 5 της ενσωματωμένης συμφωνίας-πλαισίου στην Οδηγία 1997/81 ΕΚ και της συμβατότητας ή όχι της διατάξεως του άρθρου 2 του ν. 2639/1998 προς την άνω ρήτρα 5 της ενσωματωμένης συμφωνίας-πλαισίου στην Οδηγία 1997/81 ΕΚ”.
Σύμφωνα με το ιστορικό της απόφασης το ΙΚΑ Σερρών επέβαλλε σε επιχείρηση πρόσθετες εισφορές και πρόσθετη επιβάρυνση σε επιχείρηση με το αιτιολογικό ότι 21 απασχολούμενοι (αρχικά το ΙΚΑ προέβαλλε αξιώσεις για 44) στην εν λόγω επιχείρηση, κατά την τετραετία 1998 έως 2001, εργαζόντουσαν με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και όχι μερικής όπως δήλωνε η επιχείρηση, καθώς δεν διαβίβασε μέσα σε 15 ημέρες (όπως προβλέπει η νομοθεσία) τις συμβάσεις μερικής απασχόλησης.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο και Εφετείο δικαίωσε την επιχείρηση, αφού προσκόμισε τα αναγκαία εκείνα στοιχεία που απεδείκνυαν τη μορφή της σχέσης εργασίας (προσκομίσθηκαν ακόμη και ένορκες καταθέσεις των εργαζομένων ότι απασχολούνται με συμβάσεις μερικής απασχόλησης).
Αντίθετα, το Διοικητικό Εφετείο επισημαίνει στη σχετική απόφασή του ότι το ΙΚΑ, το οποίο έχει το βάρος της απόδειξης, δεν απέδειξε την εικονικότητα των μισθολογικών καταστάσεων των εργαζομένων στην επίμαχη επιχείρηση.