Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει νέα επιστημονική έρευνα σχετικά με την κατάθλιψη η οποία θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ζήτημα προτεραιότητας για την παγκόσμια δημόσια υγεία.
Η κατάθλιψη είναι πλέον η δεύτερη σημαντικότερη αιτία ανικανότητας-αναπηρίας διεθνώς, μετά τους πόνους στη μέση.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, η επιδημιολογική μελέτη αναφέρει ότι από «μείζονα καταθλιπτική διαταραχή» πάσχει κατ’ εκτίμηση -στοιχεία για το 2010- περίπου το 4,9% του πληθυσμού (από τουλάχιστον 3,6% έως 6,6% του ελληνικού πληθυσμού το πολύ). Ο αντίστοιχος μέσος όρος για τη Δυτική Ευρώπη είναι 4,7% (από 4,3% έως 5%). Υπάρχουν χώρες με μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης, όπως η Ολλανδία (8%) και η Ελβετία (6,2%) και άλλες με χαμηλότερα, όπως η Βρετανία (3%) και το Βέλγιο (4%).
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Αλίζ Φεράρι της Σχολής Υγείας του πανεπιστημίου της Κουίνσλαντ στην Αυστραλία, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “PLoS Μedicine”, σύμφωνα με το BBC, σύγκριναν την κλινική κατάθλιψη με πάνω από 200 άλλες ασθένειες και τραυματισμούς, ως αιτίες ανικανότητας και αναπηρίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατάθλιψη (με ποσοστό 8,2%) κατατάχτηκε ως δεύτερη κυριότερη αιτία ανικανότητας, αν και η επίπτωσή της ποικίλει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Τα υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης καταγράφονται στο Αφγανιστάν και τα χαμηλότερα στην Ιαπωνία. Γενικότερα, η κατάθλιψη πλήττει περισσότερο τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, και λιγότερο τις πιο πλούσιες.
Ακόμα, σύμφωνα με την μελέτη, η κατάθλιψη επιβαρύνει πιο πολύ τις γυναίκες από ό,τι τους άνδρες, καθώς και τους ενήλικες εργαζόμενους από ό,τι άλλες πληθυσμιακές ομάδες. Εξάλλου, ένα σημαντικό ποσοστό των αυτοκτονιών και των ισχαιμικών καρδιαγγειακών επεισοδίων αποδίδονται στην κατάθλιψη.
Όπως είπε η Φεράρι, «η κατάθλιψη αποτελεί μεγάλο πρόβλημα και σίγουρα οφείλουμε να της δώσουμε περισσότερη προσοχή από ό,τι κάνουμε ως τώρα. Υπάρχει ακόμα πολλή δουλειά να γίνει τόσο όσον αφορά τη διάγνωση της νόσου, όσο και την εύρεση αποτελεσματικών μεθόδων θεραπείας». Όπως επεσήμανε, εμπόδιο εξακολουθεί να αποτελεί το «στίγμα» που ακόμα συνοδεύει την ψυχική νόσο.
Ως κατάθλιψη ορίζεται ένα γενικευμένο αίσθημα λύπης, απογοήτευσης και εγκατάλειψης, το οποίο διαρκεί για μήνες ή χρόνια και κάνει τον άνθρωπο να νιώθει πως η ζωή είναι μάταιη και δεν αξίζει να τη ζει κανείς. Τα άτομα με κατάθλιψη χάνουν το ενδιαφέρον τους για δραστηριότητες που προηγουμένως τους ευχαριστούσαν και, παράλληλα, εμφανίζουν διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα (π.χ. διαταραχή του ύπνου).
Η κατάθλιψη έχει διάφορες διαβαθμίσεις, από την ηπιότερη δυσθυμία έως τη σοβαρότερη «μείζονα διαταραχή κατάθλιψης» (ή κλινική κατάθλιψη). Οι συνηθέστερες θεραπείες είναι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα και η ψυχοθεραπεία.