Την έντονη δυσαρέσκειά της εξέφρασε η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, για τις αιχμές που άφησε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Νίκος Δενδιας σε βάρος δικαστικών λειτουργών, για το ότι αφέθηκε ελεύθερος μετά την παρέλευση του 18μηνου ο Νίκος Μαζιώτης, αλλά και για τις δηλώσεις του με αφορμή την απόδραση του Χριστόδουλου Ξηρού.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Δένδιας, σε ό,τι αφορά τον Μαζιώτη σε συνέντευξή του στην Καθημερινή είχε δηλώσει πως «θα πρέπει να διερωτηθούμε ως πολιτεία και ως κοινωνία πώς φτάσαμε στο σημείο το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης να υποπίπτει σε τέτοιας κολοσσιαίας σημασίας παράλειψη στο παρελθόν, να αφήνεται δηλαδή ελεύθερος επικίνδυνος τρομοκράτης λόγω παρέλευσης 18μήνου και επιπλέον κατά παράβαση κάθε έννοιας σοβαρότητας και δικαίου και να μην έχει υπάρξει οιαδήποτε συνέπεια σε όσους τυχόν ευθύνονται για το συγκεκριμένο γεγονός».
Σε ανακοίνωσή της η Ένωση, απαντά «υπενθυμίζοντας» στον κ. Δένδια ότι στο παρελθόν έχει διατελέσει και Υπουργός Δικαιοσύνης, σημειώνει πως «θα μπορούσε ευχερώς να πληροφορηθεί, πριν προβεί στις δηλώσεις του περί μη απόδοσης ευθυνών σε δικαστικούς λειτουργούς, ότι για τη συγκεκριμένη υπόθεση διαφυγής δύο κατηγορουμένων (σ.σ. Μαζιώτης – Ρούπα) σε υπόθεση τρομοκρατίας, ενόσω είχε αρθεί η προσωρινή τους κράτηση λόγω παρέλευσης του ανώτατου ορίου αυτής και εκκρεμούσης της δίκης τους, παραγγέλθηκε η διενέργεια πειθαρχικής προκαταρκτικής εξέτασης από τον τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, την οποία διενήργησε Αντεισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
»Η σχετική υπόθεση τέθηκε στο αρχείο, λαμβανομένης υπόψη «(α) της πραγματικής επιβάρυνσης των δικαστικών λειτουργών, που χειρίστηκαν την υπόθεση της τρομοκρατικής οργάνωσης (…) από το πέρας της κυρίας ανάκρισης μέχρι και την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, (β) της πολυπλοκότητας της υπόθεσης αυτής, για την οποία σχηματίσθηκε ογκωδέστατη δικογραφία, με πολλές επιμέρους υποθέσεις, πολλές αξιόποινες πράξεις και πολλούς κατηγορουμένους, η μελέτη της οποίας απαιτούσε πολύ χρόνο και (γ) της δυσχέρειας διερεύνησης των θεμάτων (πραγματικών και νομικών) που ανέκυπταν, κατά το χρόνο μελέτης των αποδεικτικών στοιχείων της υπόθεσης, όπως, άλλωστε, προέκυψε και από τη διαδικασία στο ακροατήριο που διήρκεσε από την 5-10-2011 έως την 3-4-2013».
»Επομένως, το αίτημα ταχείας περαίωσης μιας προφανώς δυσχερούς και απαιτητικής σε διαδικαστικές ενέργειες υπόθεσης, ούτε στη λογική ευρίσκει έρεισμα –σε πείσμα της τυχόν επιθυμίας της κοινής γνώμης και του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη-, ούτε όμως στις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης που υποχρεούνται να τηρούν οι δικαστικοί λειτουργοί στην Ελλάδα.
»Το σχετικό νομικό πλαίσιο (απώτατα όρια προσωρινής κράτησης, ταχεία περαίωση της ανάκρισης με περιστολή της άσκησης δικονομικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων κ.λπ.) είχε πλήρη την ευχέρεια ο καταγγέλλων νυν Υπουργός Προστασίας του Πολίτη να μεταρρυθμίσει επί το ταχύτερον, ενώ διατελούσε Υπουργός της Δικαιοσύνης, πλην όμως δεν το έπραξε».
Στην ανακοίνωση η Ένωση Εισαγγελέων επισημαίνει ακόμη πως αναφορικά με τους Μαζιώτη – Ρούπα, ο Υπουργός θα έπρεπε «να ενημέρωνε με την ίδια παρρησία την κοινή γνώμη για το αθωωτικό αποτέλεσμα της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης που ο ίδιος διέταξε, μετά την αποφυλάκιση δύο εκ των κατηγορουμένων της υπόθεσης αυτής, λόγω παρέλευσης του 18μήνου, όσον αφορά σε τυχόν πειθαρχικές ευθύνες αστυνομικών του αρμόδιου Τμήματος Ασφαλείας, οι οποίοι μετά πάροδο εννέα ημερών από την ημερομηνία που οι εν λόγω κατηγορούμενοι όφειλαν να εμφανιστούν ενώπιόν τους αντελήφθησαν το γεγονός, ανήγγειλαν δε τούτο στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και στην προϊσταμένη υπηρεσία τους μετά πάροδο πέντε ακόμη ημερών».
Αναφορικά με την χορήγηση άδειας στον Χριστόδουλο Ξηρό, η Ένωση Εισαγγελέων επικρίνει τον κ. Δένδια ότι σε δηλώσεις κατά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας «υπέλαβε ως δεδομένη την πλημμελή άσκηση καθηκόντων δικαστικού λειτουργού που μετείχε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο Καταστήματος Κράτησης» και διευκρινίζει:
Όσον αφορά, τέλος, στο θεσμό των σωφρονιστικών αδειών, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός (εισαγγελέας) μετέχει στο σχετικό Πειθαρχικό Συμβούλιο που δεν αποτελεί δικαστικό όργανο, με μία ψήφο μεταξύ τριών (οι λοιπές ανήκουν, σύμφωνα με το άρθρο 70 § 1 Ν 2776/1999 στο διευθυντή του σωφρονιστικού καταστήματος και στον αρχαιότερο κοινωνικό λειτουργό αυτού), κάθε δε αίτηση χορήγησης άδειας κρίνεται εξατομικευμένα, χωρίς σύνδεση με εξωνομικά ή με μη συναρτώμενα με τη συμπεριφορά του αιτούντος άδειας κρατουμένου κριτήρια.
»Επί του παρόντος, ο νόμος ουδεμία διάκριση κάνει όσον αφορά σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκληματιών ως δικαιουμένων ή μη σωφρονιστικής άδειας (άρθρο 55 Ν 2776/1999 όπως έχει τροποποιηθεί), ο δε θεσμός –από πολλών δεκαετιών γνωστός στο Δυτικό νομικό κόσμο- (α) αποτελεί εγγενές τμήμα έκτισης της στερητικής της ελευθερίας ποινής, (β) συμβάλλει ουσιωδώς στην επάνοδο του καταδίκου στην ανοικτή κοινωνία και στην άμβλυνση των δυσμενών συνεπειών του εγκλεισμού, ενώ (γ) επιστημονικά και δεοντολογικά δεν πρέπει να καθίσταται αντικείμενο κριτικής και συλλήβδην απόρριψης, με αφορμή μεμονωμένες μόνον περιπτώσεις της επικαιρότητας, χωρίς να συνεκτιμάται η γενικότερη σημασία του. Εάν, τέλος, ο νομοθέτης κρίνει ότι ο θεσμός χρήζει αναθεώρησης, έχει τη συνταγματική ευχέρεια να το πράξει, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι τυχόν τροποποιήσεις που θα επιφέρει δεν θα υπαγορεύονται από την πίεση της επικαιρότητας, αλλά θα αντικρύζουν τεκμηριωμένες δικαιοπολιτικές και εγκληματοπροληπτικές ανάγκες».
Υπενθυμίζεται πως ο κ. Δένδιας, κατά τη συνάντησή του χθες με τον κ. Κάρολο Παπούλια, είχε δηλώσει μεταξύ άλλων: «Η Ελληνική Αστυνομία έχει κάνει πολύ καλά τη δουλειά της. Έχει οδηγήσει στη Δικαιοσύνη δεκάδες τρομοκράτες τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς, πρέπει να πω: αρκετοί από αυτούς αυτή τη στιγμή είναι ελεύθεροι. Και έχουμε και σήμερα το πολύ δυσάρεστο περιστατικό με τον αδειοδοτηθέντα καταδικασθέντα για την τρομοκρατία. Ειλικρινά, είναι ιδιαίτερα στενάχωρο».
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος καταλήγοντας καλεί τους εκπροσώπους της Πολιτείας και των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας «να αντιδρούν με σώφρονα τρόπο όσον αφορά στα ζητήματα λειτουργίας και απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης, να ασκούν δε τη συναφή κριτική τους στο πλαίσιο που διαγράφει το Σύνταγμα, ο νόμος και τα πέραν αμφισβήτησης γνωστά δεδομένα της εκάστοτε υπόθεσης».