Η ποιότητα της ζωής στην Ελλάδα το έτος 2010, μέσα από τις απαντήσεις των πολιτών για κρίσιμα εθνικά και προσωπικά ζητήματα, είναι το αντικείμενο της έρευνας που πραγματοποιήθηκε από το τμήμα Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή και πρόεδρο του τμήματος, Επαμεινώνδα Ε. Πανά.
Η έρευνα με τίτλο «Ποιότητα ζωής στην Ελλάδα – Ερευνα 2010» εστιάζει στο πόσο ικανοποιημένοι δηλώνουν οι Ελληνες για τις εκφάνσεις του καθημερινού τους βίου, όπως αυτός διαμορφώνεται στις παρούσες δύσκολες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 6/12/2010 έως 12/12/2010 σε δείγμα πληθυσμού 1.462 ατόμων άνω των 18 ετών απ’ όλη τη χώρα, με τηλεφωνικές συνεντεύξεις και χρήση ερωτηματολογίου.
Πώς μετράται η ποιότητα της ζωής;
Παραθέτοντας μια σειρά αποσπασμάτων από απόψεις αρχαίων Ελλήνων και σύγχρονων προσωπικοτήτων για την έννοια της «ποιότητας ζωής» (όπως ο ορισμός της ευδαιμονίας κατά τον Αριστοτέλη και η επίτευξή της μέσα από την ικανοποίηση ορισμένων συνθηκών, ή η άποψη της Αμερικανίδας φιλοσόφου, Martha Nussbaum, που είπε ότι η βελτίωση των συνθηκών της ζωής δεν είναι συνυφασμένη με την αύξηση του ΑΕΠ), οι ερευνητές μάς εισάγουν στο κυρίως μέρος της έρευνας, συγκεκριμενοποιώντας το ερώτημα: «Ποια είναι η ποιότητα ζωής των Ελλήνων;».
Δίνεται, άραγε, μέσα από τα στοιχεία του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, των ρυθμών μείωσης του πληθωρισμού ή από άλλες μετρήσεις; «Ο όρος “ποιότητα ζωής” είναι μια πολυδιάστατη έννοια και μπορεί να οριστεί μέσω της περιγραφής τομέων ζωής που είναι αναγκαίοι για τη συμπεριφορά των ατόμων ως ανεξάρτητων και αυτόνομων όντων», αναφέρει ο καθηγητής Ε. Πανάς.
Στη συγκεκριμένη έρευνα η μέτρηση της ποιότητας ζωής πραγματοποιείται με τη βοήθεια υποκειμενικών δεικτών που αντικατοπτρίζουν τις αντιλήψεις των πολιτών για την εικόνα της ποιότητας ζωής: το δείκτη ατομικής ποιότητας ζωής (που μετράει τις απόψεις των πολιτών για την ικανοποίησή τους από τη ζωή τους) και το γενικό δείκτη ποιότητας ζωής (που έχει να κάνει με την ικανοποίηση των πολιτών από τη ζωή στην Ελλάδα).
Οπως σημειώνεται στη σύνοψη της μελέτης, η ελληνική κοινή γνώμη κατά το διάστημα διεξαγωγής της έρευνας αντιμετώπιζε έναν καταιγισμό αρνητικών γεγονότων -σκάνδαλο Βατοπεδίου, σκάνδαλο Siemens, οικονομική κρίση, διαφθορά, ατιμωρησία. «Αντιμετωπίζοντας καθημερινώς τη βροχή των σκανδάλων και του πανικού που υφίσταται ο κάθε Ελληνας πολίτης, οι ερωτηθέντες αποκαλύπτουν τις αληθινές συνιστώσες της ζωής στην Ελλάδα, συνιστώσες που, προφανώς, δεν τις αποκαλύπτουν διάφορα μεγέθη, όπως το ΑΕΠ, ο πληθωρισμός και άλλες οικονομικές παράμετροι».
Η προσωπική ποιότητα ζωής
Μάλλον «λιγότερη» ποιότητα ζωής νιώθουν πως έχουν το 2010 οι Ελληνες πολίτες, συμμετέχοντες στην έρευνα. Καθόλου ή λίγο ικανοποιημένο από τη ζωή του νιώθει το 29,2% των ερωτηθέντων, απαντώντας στο ερώτημα «πόσο ικανοποιημένος θα λέγατε ότι είστε γενικά».
Μικρότερο ποσοστό ικανοποίησης, μάλιστα, παρουσιάζεται στις γυναίκες και στις ηλικίες 45-59, την ώρα που πιο ικανοποιημένοι απ’ όλους εμφανίζονται οι νέοι κάτω των 29 ετών. Η αίσθηση ευαρέσκειας φαίνεται να σχετίζεται με το επίπεδο εκπαίδευσης (όσο υψηλότερο είναι τόσο πιθανότερο να παρατηρείται μεγαλύτερη ικανοποίηση) και με την οικονομική κατάσταση κάθε ερωτηθέντος.
Σε ό,τι αφορά το επίπεδο διαβίωσης, φαίνεται πως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είναι κατά τι περισσότερο ικανοποιημένοι από τους νεότερους. Εξι στους 10, δε, δηλώνουν γενικά ικανοποιημένοι από την υγεία τους, αν και το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν «μη ικανοποιημένοι» ξεπερνά το 16% -αυξημένο σημαντικά σε σχέση με το αντίστοιχο του 2009, που ήταν στο 9%. Το 54,3% των ερωτηθέντων δηλώνει ευχαριστημένο με ό,τι έχει πετύχει στη ζωή του (στη σχετική ερώτηση την απάντηση «πολύ» έδωσε το 12,7% και «αρκετά» το 41,6%), ενώ το 17,5% εμφανίζεται μη ικανοποιημένο. Το ποσοστό των «μη ικανοποιημένων» αυξήθηκε σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση, που ήταν στο 11%.
Απαισιόδοξοι για το μέλλον τους δηλώνουν οι ερωτηθέντες σε ποσοστό 52%, σημειώνοντας αύξηση 20 μονάδων σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση του 2009 – τότε ήταν στο 32%. Ποσοστό 29,3% δεν νιώθουν ούτε αισιοδοξία ούτε απαισιοδοξία, ενώ οι μόνοι… οπτιμιστές (σε ποσοστό 18%) είναι, φυσικά, οι οικονομικώς πιο ευκατάστατοι.
Θετικά μηνύματα, εν τούτοις, φέρνει η ερώτηση για την ελευθερία της έκφρασης πνευματικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, αφού το 65% του δείγματος δηλώνει ικανοποιημένο, ειδικά οι νεότεροι σε ηλικία.
Σε ό,τι αφορά τις προσωπικές σχέσεις, περισσότερο ικανοποιημένοι παρουσιάζονται οι πολίτες 30-44 ετών, ενώ το βαθμό ικανοποίησης επιτείνει το ανεβασμένο μορφωτικό επίπεδο και η οικονομική άνεση.
Η αίσθηση ασφάλειας που νιώθει το 41% των πολιτών δεν είναι ικανοποιητική -με τις γυναίκες να δηλώνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό ότι νιώθουν λιγότερο ασφαλείς- ενώ, μάλιστα, το 60% των ερωτηθέντων πιστεύει πως στο μέλλον θα αισθάνεται μάλλον ανασφαλές. Πάντως, πολλοί ερωτηθέντες (το 34% του δείγματος) αισθάνονται «ενεργά και αποδεκτά μέλη» της κοινότητας στην οποία ανήκουν -σημειώνεται ότι στην προηγούμενη έρευνα το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 45%.
Από τα ποσοστιαία δεδομένα που εξήχθησαν από τις απαντήσεις «ικανοποίησης» των συμμετεχόντων στην έρευνα (με βάση το φύλο, την ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης, κλπ) αναδείχθηκε ένας «δείκτης» ποιότητας ζωής, ο οποίος κινείται σε μια νοητή κλίμακα μεταξύ 0 και 100 -όπου τιμή μεγαλύτερη από το 50 δείχνει θετική στάση, ενώ τιμή μικρότερη από το 50 δηλώνει το αντίθετο.
Έτσι, ο πιο υψηλός δείκτης ικανοποίησης είναι εκείνος της ελευθερίας έκφρασης (69,9 μονάδες), ενώ ακολουθεί ο δείκτης της υγείας (65,3) και ο δείκτης των προσωπικών σχέσεων (64,2). Στον αντίποδα, ο χαμηλότερος δείκτης είναι εκείνος της μελλοντικής αίσθησης ασφάλειας (29,7) και ο δείκτης της αισιοδοξίας (36,1). Ο συνολικός δείκτης («γενική ικανοποίηση») είναι στο 50,9, βρίσκεται δηλαδή στο μέσον της κλίμακας.
Όπως συμπεραίνουν οι ερευνητές, όλοι ανεξαιρέτως οι δείκτες παρουσιάζουν πτώση σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση, με το δείκτη της αισιοδοξίας να κατακρημνίζεται κατά 10,5 μονάδες από το 2009 και κατά 16,4 μονάδες σε σύγκριση με το 2008.
Σε σχέση με τον εθνικό δείκτη
Η ποιότητα της ζωής στην Ελλάδα, με βάση το μέσο όρο ικανοποίησης στις σχετικές θεματικές ενότητες (οικονομική κατάσταση, φυσικό περιβάλλον, κυβέρνηση, κ.λπ.) πέφτει αρκετά κάτω από το 50 στη σχετική κλίμακα 0-100, ενώ η μεγαλύτερη δυσαρέσκεια εκφράζεται για την οικονομική κατάσταση της χώρας και την επιχειρηματική πορεία. Ολοι οι δείκτες, βέβαια, παρουσιάζουν πτώση σε σχέση με τη μέτρηση του 2009.
Δυσαρεστημένο για την οικονομική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα δηλώνει αθροιστικά το 88,3% των ερωτηθέντων («καθόλου» ικανοποιημένο δηλώνει το 70,2% και «λίγο ικανοποιημένο» το 18,1%), συνολικό ποσοστό το οποίο αυξήθηκε κατά 11 μονάδες σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση.Οι 8 στους 10 ερωτηθέντες υποστηρίζουν πως δεν είναι ικανοποιημένοι με την κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, και οι νεότεροι ηλικιακά εμφανίζονται πιο δυσαρεστημένοι. Οι πιο ευάλωτοι οικονομικά, οι γυναίκες και οι πιο μεγάλοι στην ηλικία είναι και οι πλέον ενοχλημένοι από τις συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία (συνολικά το ποσοστό των ενοχλημένων ανέρχεται στο 81,6%).
Ενδιαφέρον προκαλεί η μέτρηση που έχει να κάνει με το βαθμό ικανοποίησης από την κυβέρνηση: στην ερώτηση «πόσο ικανοποιημένοι νιώθετε από την κυβέρνηση» το 75,4% των πολιτών επέλεξε να απαντήσει είτε «καθόλου» είτε «λίγο» -το 2009 το ποσοστό των ίδιων αρνητικών απαντήσεων ήταν μικρότερο από 55%.
Μέτρια ικανοποιημένο από την παρούσα κυβέρνηση είναι το 13,9% ενώ εκείνοι που δηλώνουν «πολύ ικανοποιημένοι» δεν αγγίζουν ούτε τις τρεις ποσοστιαίες μονάδες (2,8%). Πιο δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση είναι οι πολίτες άνω των 60 ετών, οι οικονομικά ασθενέστεροι και οι εκπρόσωποι του γυναικείου φύλου.
Προβληματικό φαίνεται να είναι το πεδίο της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα, κάτι που επισημαίνουν με τις απαντήσεις τους οι πολίτες -το 84% φτάνουν οι δυσαρεστημένοι με την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, ενώ περίπου το ίδιο ποσοστό καταλαμβάνουν και οι μη ικανοποιημένοι από την κοινωνική ασφάλιση.
Καθόλου ή λίγο ικανοποιημένο δηλώνει το 77,5% σχετικά με την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και, τέλος, αναφορικά με το βαθμό ικανοποίησης από τη ζωή στην Ελλάδα προκύπτει ότι έξι στους δέκα δεν είναι ευχαριστημένοι, με τους χαμηλόμισθους, τις γυναίκες και τους νέους έως 44 ετών να εκφράζουν τη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια.