Άκυρη, παράνομη και καταχρηστική, είναι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εργαζομένου, ο οποίος δεν έχει συναινέσει στη μείωση των αποδοχών του κατά 15% που του πρότεινε ο εργοδότης του.
Αυτό έκρινε το Πρωτοδικείο της Αθήνας, που δικαίωσε εργαζόμενο σε εταιρεία επίγειας εξυπηρέτησης αεροσκαφών, και υποχρέωσε την εταιρεία να καταβάλει στον εργαζόμενο το ποσό των 16.960 ευρώ συν τους νόμιμους τόκους για μισθούς υπερημερίας.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυση ήταν καταχρηστική, καθώς υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν «η καλή πιστή, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος» (άρθρο 281 Αστικού Κώδικά).
Και αυτό γιατί η μείωση των αποδοχών του εργαζόμενου όχι μόνο θα του προκαλούσε άμεση (υλική) ζημία, αλλά θα ανατρεπόταν και ο οικονομικός και οικογενειακός προγραμματισμός του, τη στιγμή μάλιστα που είχε πάρει και πλήρωνε στεγαστικό δάνειο.
Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, οι εργοδότες, στο πλαίσιο του διευθυντικού δικαιώματός τους, μπορούν να πραγματοποιούν επουσιώδεις μεταβολές των όρων εργασίας. Όμως κάθε άλλη τροποποίηση του περιεχόμενου της συμβάσεως εργασίας προϋποθέτει κατά κανόνα την αποδοχή του εργαζομένου.
Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του εργαζόμενου για επαναπρόσληψη, καθώς στην αγωγή που είχε καταθέσει δεν είχαν περιληφθεί τα αναγκαία εκείνα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη νομική θεμελίωση του αιτήματός του.
«…Στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών των εναγόντων δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας αυτής, καθόσον δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής στοιχεία απαραίτητα για τη νομική θεμελίωσή της», έκρινε το δικαστήριο.
Ειδικότερα, ο εργαζόμενος προσλήφθηκε από επιχείρηση επίγειας εξυπηρέτησης αεροσκαφών, στις 30/6/2009, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για να εργασθεί στο αεροδρόμιο της Ρόδου ως φορτοεκφόρτωτης αεροσκαφών. Οι μηνιαίες αποδοχές του είχαν καθοριστεί στα 1.100 ευρώ και οι νόμιμες σε 820,50 ευρώ. Στις 30/6/2012 η εταιρεία ζήτησε από τον εργαζόμενο να συναινέσει στη μείωση των μηνιαίων αποδοχών του κατά το ποσοστό του 15%.
Ο εργαζόμενος δεν συμφώνησε με την εργοδοτική πρόταση για μείωση των αποδοχών του, γιατί «η μείωση των αποδοχών του όχι μόνο θα του προκαλούσε άμεση (υλική) ζημία, αλλά θα ανατρέπονταν και ο οικονομικός και οικογενειακός προγραμματισμός του, δεδομένου ότι είχε οικογένεια και είχε προβεί στην αγορά πρώτης κατοικίας, αφού είχε δικαίωμα επιδότησης επιτοκίου από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.), για τη χορήγηση δανείου και επιβαρυνόταν μηνιαίως με την καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων τούτου στην Τράπεζα».
Παρ’ όλ’ αυτά η εταιρεία τον απέλυσε, εξαιτίας της άρνησής του να αποδεχθεί την πρόταση για μείωση των αποδοχών του, και του κατέβαλε την νόμιμη αποζημίωση.
Η εταιρεία υποστήριξε ότι «η προταθείσα τροποποίηση της συμβάσεως εργασίας ήταν επιβεβλημένη, διότι αφενός οι αποδοχές του ενάγοντος ήταν υπέρτερες των νομίμων και αφετέρου υπήρχαν «τεράστια» οικονομικά προβλήματα που μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και στο οριστικό κλείσιμο του σταθμού της» (στη Ρόδο).
Τέλος, το δικαστήριο έκρινε ότι ισχυρισμός της εταιρείας για καταχρηστική συμπεριφορά του επίμαχου εργαζόμενου «είναι αβάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτό ότι η καταγγελία υπερβαίνει προδήλως τα αξιολογικά όρια που θέτει η Α.Κ. 281 και ως εκ τούτου είναι άκυρη».