Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στους δείκτες απασχόλησης στην Ελλάδα, η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας παραμένει χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, μόνο το 53,4% των γυναικών συμμετέχει ενεργά στην αγορά εργασίας, ποσοστό που υπολείπεται κατά 7,2 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Γενική εικόνα της απασχόλησης
Η συνολική συμμετοχή του ελληνικού πληθυσμού στην εργασία αγγίζει το 61%, με την ανεργία να έχει μειωθεί στο 9,5%, σημαντικά κάτω από το 28% της περιόδου κορύφωσης της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν δυσκολίες στην αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας, καθώς πολλές θέσεις απαιτούν δεξιότητες που δεν διαθέτει σημαντικό μέρος των υποψηφίων.
Προβληματισμοί για νέες γενιές και επαγγελματική κατάρτιση
Τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής παρατηρούνται επίσης στους νέους 15-29 ετών, με τα αντίστοιχα νούμερα να υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η ανάγκη για καλύτερη σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με τις απαιτήσεις της αγοράς είναι επιτακτική. Αν και υπάρχουν θεσμικά εργαλεία για την προώθηση της επαγγελματικής κατάρτισης, ζητούμενο παραμένει η εφαρμογή τους στην πράξη.
Αναντιστοιχία δεξιοτήτων και ανάγκη για συνεχή επιμόρφωση
Πολλοί πτυχιούχοι απασχολούνται σε θέσεις που δεν ανταποκρίνονται στο επίπεδο των σπουδών τους, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη για μια νέα επαγγελματική παιδεία. Η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι ψηφιακές δεξιότητες αναδεικνύονται ως κρίσιμοι τομείς, με την Ελλάδα να βρίσκεται πίσω, καθώς μόνο το 20% των εργαζομένων χρησιμοποιεί αυτές τις τεχνολογίες.
Αναλυτικά:
Τα κενά στην αγορά εργασίας και η δυσκολία εύρεσης ικανού εργατικού δυναμικού βρέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησης κατά τη διάρκεια πάνελ του 10 Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, που διεξάγεται από τις 9 έως τις 12 Απριλίου.
Η Ειρήνη Ανδριοπούλου, Επικεφαλής της Μονάδας Ειδικών για την Απασχόληση, την Κοινωνική Ασφάλιση, την Ευημερία και τις Κοινωνικές Υποθέσεις, επισήμανε ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται βελτίωση στους δείκτες απασχόλησης, με τη συμμετοχή του ενεργού ελληνικού πληθυσμού να αγγίζει το 61%, έναντι 65% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Ωστόσο, σε επιμέρους ομάδες παρατηρούνται σημαντικότερα κενά. Ενδεικτικά, η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας ανέρχεται στο 53,4%, ποσοστό που υπολείπεται κατά 7,2 ποσοστιαίες μονάδες του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αντίστοιχα, χαμηλά ποσοστά συμμετοχής καταγράφονται και στις ηλικιακές ομάδες 15-24 και 25-29 ετών, οι οποίες επίσης κινούνται κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στα θετικά της πορείας της χώρας μας ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης, η κα Ανδριοπούλου ανέδειξε την αύξηση των θέσεων εργασίας, καθώς και τη σημαντική μείωση της ανεργίας, η οποία έχει υποχωρήσει στο 9,5%, από το 28% που είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της κρίσης. Εν τούτοις, παρατήρησε ότι, παρά την ύπαρξη κενών θέσεων εργασίας, δεν επιτυγχάνεται επαρκής σύζευξη με την αγορά εργασίας, καθώς υπάρχει αναντιστοιχία δεξιοτήτων. Πολλές από τις διαθέσιμες θέσεις απαιτούν υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων, το οποίο δεν διαθέτουν όλοι οι υποψήφιοι.
Πρόσθεσε, επίσης, ότι πολλοί απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απασχολούνται σε θέσεις που απαιτούν μεσαίου ή χαμηλού επιπέδου δεξιότητες. Παράλληλα, η αύξηση της παραγωγικότητας παραμένει αναιμική — όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης — με αποτέλεσμα, παρόλο που εργαζόμαστε περισσότερες ώρες, αυτό να μην μεταφράζεται απαραίτητα σε καλύτερη ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών.
Ο Νίκος Μηλαπίδης, Γενικός Γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων, Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, επισήμανε ότι, με την υποχώρηση της κρίσης και της ανεργίας, έρχονται πλέον στην επιφάνεια τα διαρθρωτικά προβλήματα της αγοράς εργασίας. Η κατάσταση αυτή καθιστά επιτακτική την ανάγκη για ουσιαστικές τομές, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι χρόνιες παθογένειες του συστήματος. Σχολίασε, ακόμη, ότι πλέον παρατηρείται μια αντιστροφή της τάσης στην αγορά εργασίας, καθώς δεν είναι τα άτομα που αναζητούν εργασία, αλλά οι εργοδότες που βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση προσωπικού. Τόνισε, επίσης, την ανάγκη κάλυψης του επενδυτικού κενού, τη σημασία της παροχής ποιοτικών θέσεων εργασίας, καθώς και τη διασφάλιση πολιτικής σταθερότητας.
Η Βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, Ιωάννα Λυτρίβη, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην επαγγελματική κατάρτιση, υπογραμμίζοντας ότι εδώ και μία πενταετία υπάρχει το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο για τη σύζευξη του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας. Παράλληλα, αναφέρθηκε στη δυνατότητα εξ αποστάσεως κατάρτισης, επισημαίνοντας την ανάγκη επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, καθώς και την επανεκκίνηση των γραφείων σταδιοδρομίας και επαγγελματικού προσανατολισμού.
Ο Δρ. Χρήστος Ιωάννου, Οικονομολόγος – Σύμβουλος Διοικητικού Συμβουλίου, Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), επισήμανε την ανάγκη συνδυασμού της παραγωγικής δραστηριότητας με την απασχόληση, υπογραμμίζοντας τη σημασία να ληφθούν υπόψη όχι μόνο οι απαιτήσεις της παρούσας βιομηχανικής επανάστασης, αλλά και εκείνες του μέλλοντος. Τόνισε ότι είναι αναγκαία η διαμόρφωση μιας νέας επαγγελματικής παιδείας, ικανής να παρέχει στους εργαζόμενους τα εφόδια για συνεχή μάθηση και προσαρμογή. Επιπλέον, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με την παραγωγικότητα, επισημαίνοντας πως η Ευρωπαϊκή Ένωση υπολείπεται κατά 30% των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται κάτω και από αυτό το επίπεδο, φτάνοντας σε μόλις 30% σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ο Κωνσταντίνος Πουλιάκας, Ειδικός σε Δεξιότητες και Αγορές Εργασίας, Cedefop, σχολίασε ότι το 30% των Ευρωπαίων εργαζομένων ήδη χρησιμοποιεί την Τεχνητή Νοημοσύνη στο εργασιακό του περιβάλλον, ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 20%. Παράλληλα, επεσήμανε πως πολλοί Έλληνες εργαζόμενοι αναγνωρίζουν την ανάγκη να εκπαιδευτούν σε αυτήν τη νέα τεχνολογική καινοτομία, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις εξελισσόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.
Ο Χρήστος Γούλας, Γενικός Διευθυντής, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ), αναρωτήθηκε αν θα υπάρξουν νέες ευκαιρίες απασχόλησης στην αγορά εργασίας και απάντησε ότι, αν ληφθούν υπόψη οι ταχύτατοι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ελλάδα και το γεγονός ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα σταματήσουν σύντομα, η κατάσταση δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Τόνισε ότι, παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει στην αγορά εργασίας, δεν έχει επιτευχθεί ακόμα η απαιτούμενη ποιότητα, ενώ υπάρχουν σοβαρές απειλές, όπως η επιβολή πιο αυστηρών δασμών. Χαρακτήρισε την αγορά εργασίας ως «μεγάλο ασθενή» και υπογράμμισε πως το πρόβλημα δεν είναι το διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό, αλλά οι θέσεις που προσφέρονται. Κλείνοντας, ανέφερε ότι η χώρα μας βρίσκεται στην τελευταία θέση της ΕΕ αναφορικά με το ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων και επισήμανε την ανάγκη για επενδύσεις στην επιμόρφωση και κατάρτιση προσωπικού.