Δεν ισχύοουν πλέον η ενδιάμεση εκπτωτική περίοδος κατά την περίοδο της Δ.Ε.Θ. καθώς και το άνοιγμα των καταστημάτων τις δύο Κυριακές της Δ.Ε.Θ., υπενθυμίζει ο Εμπορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.
Το καθεστώς των ενδιάμεσων εκπτωτικών περιόδων που ίσχυαν για τη Θεσσαλονίκη έχει αλλάξει.
Συγκεκριμένα,
– Καταργείται το δεκαήμερο της εκπτωτικής περιόδου που ίσχυε κατά την χρονική διάρκεια της ΔΕΘ και αυξάνεται η χρονική διάρκεια των ενδιάμεσων εκπτωτικών περιόδων του Νοεμβρίου και του Μαΐου από 10 σε 15 μέρες, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιφερειακές ενότητες της Ελλάδας, ενώ
– Καταργείται και το άνοιγμα των καταστημάτων του Δήμου Θεσσαλονίκης τις δύο Κυριακές της ΔΕΘ.
Εφ’ όσον οι εμπορικές επιχειρήσεις διαθέτουν εμπορεύματα τα οποία επιθυμούν να προσφέρουν σε χαμηλότερες τιμές, δίνεται η δυνατότητα να πραγματοποιήσουν προσφορές.
Διαδικασία προσφορών
– Οι προσφορές συγκεκριμένων προϊόντων ή προϊόντων ορισμένης κατηγορίας πραγματοποιούνται καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, εκτός από τις περιόδους των εκπτώσεων.
– Κατά τη διενέργεια των προσφορών θα πρέπει να αναγράφονται ευκρινώς η παλαιά και η νέα μειωμένη τιμή των προϊόντων και προαιρετικά το ποσοστό της μείωσης σε εμφανή σημεία του καταστήματος και οπωσδήποτε στα σημεία που πωλούνται τα προσφερόμενα προϊόντα.
– Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται η προσφορά ειδών των οποίων η ποσότητα υπερβαίνει το πενήντα (50%) του συνόλου των ειδών που διαθέτει το κατάστημα.
– Κατά τη διάρκεια των προσφορών πρέπει να εμφανίζεται η παλαιά και η νέα μειωμένη τιμή του προϊόντος προκειμένου η σύγκριση τους να είναι απλή και σαφής.
– Συμπληρωματικά μπορεί να αναφέρεται και το αντίστοιχο ποσοστό έκπτωσης στο χώρο πώλησης γενικά ή ανά προϊόν.
– Ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται και προβάλλεται η μειωμένη τιμή, πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια και να μην είναι ανακριβής.
– Σε περίπτωση ελέγχου, θα πρέπει οι υπεύθυνοι του καταστήματος να είναι σε θέση να αποδείξουν, με κάθε πρόσφορο τρόπο, ότι η παλαιά τιμή πώλησης που αναγράφεται στην πινακίδα, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
– Οι πρακτικές επικοινωνίας των προσφορών διενεργούνται υποχρεωτικά στην ελληνική γλώσσα και προαιρετικά σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα.