Στην πλέον κρίσιμη περίοδο που θα καθορίσει την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετεκλογικά έχει εισέλθει η χώρα από της ανακοινώσεως της ημερομηνίας διεξαγωγής των εκλογών. Για την επιχειρηματικότητα η ανάδειξη μιας κυβέρνησης που θα προχωρήσει ακόμα πιο γρήγορα, ακόμα πιο τολμηρά, ακόμα πιο αποφασιστικά τις τομές στην οικονομία, προβάλει αδήριτη.
Ο επιχειρηματικός κόσμος απεύχεται το ενδεχόμενο ακυβερνησίας για «Χ διάστημα», που θα επιδρούσε αρνητικά στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά και θα μας εξέθετε «ανεξέλεγκτα» στις διαθέσεις των αγορών, οι οποίες τώρα έχουν στρέψει το ενδιαφέρον στην τροπή που θα λάβει η εκλογική διαδικασία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η ανακοίνωση των εκλογών έφερε πτώση 1,2% στο χρηματιστήριο και γενικότερα μια ανησυχία στην επιχειρηματικότητα. Ούτε βεβαίως οι ταυτόχρονες θετικές ανακοινώσεις της Goldman Sachs για ταχύτερη επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα και της Moody’s για εμπιστοσύνη στις ελληνικές τράπεζες.
Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός μεγάλου στοιχήματος, η απώλεια του οποίου θα θέσει την οικονομική σταθερότητα σε κίνδυνο με ότι μπορεί να συνεπάγεται για ένα πισωγύρισμα σε συνθήκες από τις οποίες ο κόσμος του επιχειρείν θέλει να τις διαγράψει ακόμη και από την μνήμη του. Για την ελληνική οικονομία, η αυτοδυναμία δεν προβάλει ως κομματική σκοπιμότητα, αλλά ως εθνική αναγκαιότητα. Είναι προφανές ότι σε έναν ασταθή κόσμο, η Ελλάδα χρειάζεται σιγουριά. Η νέα κυβέρνηση, θα πρέπει να κινείται συντονισμένα και γρήγορα για να ενδυναμώσει την οικονομία αλλά και να εκπέμψει στις αγορές ένα δυνατό μήνυμα σταθερότητας που θα καλλιεργήσει περαιτέρω το θετικό επενδυτικό κλίμα για την προσέλκυση επενδυτών από το εσωτερικό και εξωτερικό της χώρας. Δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής το γεγονός ότι η δημιουργία του αναγκαίου επενδυτικού κλίματος, ώθησε τους επενδυτές να τοποθετηθούν, αναλαμβάνοντας την αναζωογόνηση του ναυπηγικού τομέα της χώρας η σημασία του οποίου για την οικονομία, τις ναυτιλιακές δραστηριότητες αλλά και για την άμυνα της χώρας, ενώ δεν πρέπει επίσης να διαλάθει και το γεγονός ότι γιγαντιαίες εταιρίες του ψηφιακού τομέα εμπιστεύθηκαν την Ελλάδα τοποθετούμενες στρατηγικά.
Αν κοιτάξουμε γύρω μας σε πολλές άλλες χώρες που υπάρχουν κυβερνήσεις συνασπισμού, διαπιστώνονται πολύ μεγάλες δυσκολίες στη συνεννόηση μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων. Στην παρούσα φάση αυτό το ενδεχόμενο θα ήταν, για την ελληνική οικονομική πραγματικότητα από προβληματικό έως και καταστροφικό, καθώς θα καθυστερούσαν με διαπραγματεύσεις για την εύρεση της «χρυσής τομής» αντί της «άμεσης λύσης» σε σημαντικές αποφάσεις. Ταχύτητα, αμεσότητα και αποφασιστικότητα σε ένα τομέα μείζονος σημασίας, όπως η οικονομία είναι απολύτως απαραίτητα. Η ελληνική κυβέρνηση απέναντι σε όποια κρίση πρέπει να μπορεί να αντιδρά με ένα σαφές μήνυμα και η πολιτεία να βρίσκεται δίπλα στον πολίτη σε πραγματικό χρόνο. Επίσης πρέπει να συνεχίσει να μειώνει φορολογικά βάρη, όπως τον ΕΝΦΙΑ κατά 35% και άλλους 50 φόρους, την ανεργία κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες και να υψώνει αναχώματα στην εισαγόμενη ακρίβεια, ώστε τα χειρότερα του πληθωρισμού να μείνουν πίσω μας, όπως τώρα που ήδη βρισκόμαστε στις χαμηλότερες θέσεις της Ευρώπης.
Μέχρι την διάλυση της Βουλής η παρούσα κυβέρνηση οφείλει να κάνει ένα σπριντ προκειμένου να ψηφιστούν νομοσχέδια που έχουν συζητηθεί στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής όπως η περίπτωση του νομοσχεδίου για την ενίσχυση των επενδύσεων, τις ρυθμίσεις οφειλών και την προστασία των καταναλωτών. Στο δρόμο για τις κάλπες για την οικονομία το θέμα είναι ένα, εάν θα κατοχυρώσουμε όσα πετύχαμε και δεν θα κυλήσουμε πίσω. Το 2019 η χώρα μας ήταν ουραγός στην ανάπτυξη στην Ευρώπη, ενώ σήμερα η ανάπτυξη είναι υπερδιπλάσια του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Ψήφος εμπιστοσύνης στη δυναμική της οικονομίας ήταν η προσφορά των 19 δις ευρώ στην έξοδο για 5ετες ομόλογο 2,5 δις ευρώ με λογικό επιτόκιο 3,9%. Είναι λοιπόν στο χέρι μας να διατηρήσουμε αυτή τη «ροπή» της ελληνικής οικονομίας απέναντι στο πολιτικό ρίσκο, ώστε στο «υπηρεσιακό» μεσοδιάστημα των 40 ημερών να μην πάει χαμένος ο κόπος της τελευταίας τετραετίας.