Γιάννης Χατζηθεοδοσίου (ΕΕΑ): «Στήριξη στους μικρομεσαίους, την ατμομηχανή της οικονομίας»

Ανάγκη μείωσης των έμμεσων φόρων και εντατικοποίηση ελέγχων στις μεγάλες πολυεθνικές – Ποια προβλήματα απαιτούν λύσεις 

Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΣΜΕΤΑΤΟΥ

Η παρατεταμένη ακρίβεια που πλήττει τα εισοδήματα των καταναλωτών, άρα και την αγορά, τα πολύ υψηλά λειτουργικά κόστη πολλών χιλιάδων επιχειρήσεων, η έλλειψη πρόσβασης των μικρομεσαίων σε χρηματοδότηση και οι βαριές οφειλές του παρελθόντος αποτελούν παράλληλα προβλήματα και δημιουργούν ένα «εκρηκτικό μείγμα» για την οικονομία.

Ο Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, πρόεδρος του ΕΕΑ (Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών) και επίτιμος διδάκτορας Πα.Πει., θίγει όλα τα επίκαιρα ζητήματα στη μεγάλη του συνέντευξη στην «DEALnews» και προτείνει άμεσες λύσεις, όπως η ανάγκη μείωσης των έμμεσων φόρων, με στόχο την πραγματική πτώση των τιμών.

Αποκαλεί τις ΜμΕ «ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας» και, ως εκ τούτου, θεωρεί βασική προτεραιότητα τη στήριξή τους, ενώ επισημαίνει ότι στην πιο δεινή ίσως θέση βρίσκονται ο κλάδος του εμπορίου, όπως και αυτός της εστίασης. 

Στον αντίποδα, υπάρχουν κατά την άποψή του πολλοί κλάδοι που μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στη βελτίωση του επιχειρηματικού και οικονομικού κλίματος, όπως ο τεχνολογικός και ο τουριστικός… 

– Οι παρεμβάσεις σας, κύριε πρόεδρε, είναι συχνές και αφορούν διάφορα θέματα της αγοράς. Σε ποιους κλάδους βλέπετε εσείς αυτή την εποχή να υπάρχουν τα μεγαλύτερα προβλήματα, ποια είναι αυτά και ποιες οι λύσεις τους;

Δεν θα ήμουν υπερβολικός αν έλεγα «στην πλειονότητα των κλάδων», και αυτό γιατί όλοι επηρεάζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την υφιστάμενη κατάσταση της αγοράς. Δηλαδή, από το πολύ υψηλό λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, την παρατεταμένη ακρίβεια, που αποτελεί και το μεγαλύτερο πρόβλημα για την κοινωνία, όπως δείχνουν και τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας της Pulse RC για λογαριασμό του ΕΕΑ, την έλλειψη εργαλείων χρηματοδότησης, το «αγκάθι» των οφειλών, που κουβαλούν από το παρελθόν πάρα πολλές επιχειρήσεις. Ισως σε πιο δεινή θέση να είναι ο κλάδος του εμπορίου, καθώς λόγω των αυξημένων τιμών στα τρόφιμα και του περιορισμένου εισοδήματος των νοικοκυριών για κατανάλωση, δεν υπάρχουν χρήματα για να κινηθεί γενικότερα η αγορά. Για τους ίδιους λόγους αντιμετωπίζει θέματα και η εστίαση. Μοναδική λύση είναι να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα της ακρίβειας, έτσι ώστε οι πολίτες να έχουν το διαθέσιμο εισόδημα με το οποίο θα στηρίξουν την κατανάλωση κι άλλων προϊόντων, πέραν των βασικών αγαθών. Ως Επιμελητήριο, έχουμε τονίσει την ανάγκη μείωσης των έμμεσων φόρων, καθώς θεωρούμε ότι είναι η μόνη δράση που μπορεί να οδηγήσει σε πραγματικές μειώσεις τιμών, ενώ είναι επιτακτική η ανάγκη να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι για να περιοριστούν δραστικά όποιες προσπάθειες αισχροκέρδειας, κυρίως από μεγάλες πολυεθνικές. 

– Να αντιστρέψουμε το ερώτημα τώρα: ποιοι κλάδοι πιστεύετε ότι θα πρωταγωνιστήσουν το 2024 για την ελληνική οικονομία; 

Εφόσον ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την τόνωση και την ανάπτυξη του επιχειρείν, εκτιμώ ότι υπάρχουν πολλοί κλάδοι που μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στη βελτίωση του επιχειρηματικού και του οικονομικού κλίματος. Με τα σημερινά δεδομένα νομίζω ότι αισιόδοξες προοπτικές έχουν οι επιχειρήσεις τεχνολογίας, καθώς και όσες έχουν προχωρήσει στην ψηφιακή τους μετάβαση. Ο ρόλος της τεχνολογικής εξέλιξης είναι πλέον κομβικός και για το επιχειρείν, και αυτό νομίζω πως έχει γίνει κατανοητό από όλους. Επίσης, καθώς έχουμε μπροστά μας το καλοκαίρι, επενδύουμε ένα μεγάλο μέρος των ελπίδων μας και στο κομμάτι του τουρισμού. Επαναλαμβάνω, όμως, ότι αν θέλουμε να δούμε περισσότερους κλάδους να συμβάλλουν στην προσπάθεια ανάπτυξης της οικονομίας μας, θα πρέπει να γίνουν και οι κατάλληλες ενέργειες από πλευράς Πολιτείας για τη στήριξη αυτών των επιχειρήσεων και, κυρίως, των μικρομεσαίων, οι οποίες συνεχίζουν να αποτελούν την ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας.

– Η ελληνική οικονομία πάει καλύτερα, δεν υπάρχει αμφιβολία, σε σύγκριση με παλαιότερα χρόνια – αναπτύσσεται με τους ρυθμούς της, αλλά δεν λείπουν οι προκλήσεις. Πώς θα περιγράφατε συνολικά τη σημερινή κατάστασή της; Τα θετικά σημεία; 

Οι αριθμοί ευημερούν. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι ευημερούν και οι άνθρωποι. Αυτό, νομίζω, τα λέει όλα. Μπορεί οι δείκτες της οικονομίας μας να πηγαίνουν καλύτερα, όμως αυτό δεν αντανακλάται στην κατάσταση της κοινωνίας. Μην ξεχνάμε πως ερχόμαστε από μία μακρά περίοδο οικονομικής κρίσης, ενώ πρόσφατη είναι και η υγειονομική αλλά και η ενεργειακή κρίση. Οπότε μοιραία η οικονομία μας είχε φτάσει σε πολύ χαμηλό σημείο, άρα θα ήταν περισσότερες οι πιθανότητες ανόδου της. Ομως, οι πιέσεις που ασκούνται στα νοικοκυριά εξαιτίας της ακρίβειας είναι ασφυκτικές και οι πολίτες καλούνται να αντεπεξέλθουν σε πολύ υψηλά ανελαστικά βάρη, όπως τα ενοίκια, των οποίων οι τιμές έχουν εκτοξευθεί το τελευταίο διάστημα. Ως θετικό σημείο εκτιμώ τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό, όμως, ως προς τα αρνητικά, θα σταθώ στην εξόφθαλμη στήριξη που λαμβάνουν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις συγκριτικά με τις μικρότερες, με αποτέλεσμα να προκαλούνται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού στην αγορά. Και αυτό έχει άμεσες συνέπειες στην κοινωνία.

– Είπατε πρόσφατα ότι υποτίθεται πως θα υπήρχε στήριξη των ΜμΕ μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά οι μικρότερες επιχειρήσεις δεν μπορούν να υπαχθούν σε κάποιο πρόγραμμα. Πώς αναλύετε αυτό το πολύ σοβαρό ζήτημα και τι προτείνετε να αλλάξει στις διαδικασίες; 

Αυτή η επιπλέον στήριξη των μεγαλύτερων επιχειρήσεων που ανέφερα νωρίτερα αποδεικνύεται και από τον τρόπο χρηματοδότησης του επιχειρείν. Οι μικρομεσαίες είναι αποκλεισμένες, τόσο από τον τραπεζικό δανεισμό όσο και από τους κοινοτικούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Αν δούμε πώς κατευθύνονται αυτοί οι πόροι, θα διαπιστώσουμε και τη μεγάλη διαφορά στην αντιμετώπιση. Είχα την ευκαιρία πριν από λίγες ημέρες να θέσω το θέμα και στον Luc Tholoniat, διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG ECFIN), σε διαδικτυακή συνομιλία που είχαμε. Οπως τον ενημέρωσα, υποτίθεται πως θα υπήρχε μία στήριξη της μικρής και της μεσαίας επιχειρηματικότητας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, όμως, όπως έχουμε διαπιστώσει στην πράξη, με το υφιστάμενο καθεστώς οι μικρότερες επιχειρήσεις δεν μπορούν να υπαχθούν σε κάποιο πρόγραμμα. Είναι τυχαίο ότι περισσότερα από 10 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης κατευθύνθηκαν σε 350 επιχειρήσεις, στην πλειονότητά τους μεγάλες, και μόλις 1,5 δισ. κατέληξε σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις; Για την αντιμετώπιση του προβλήματος ρευστότητας έχουμε απευθύνει πολλές φορές προς την κυβέρνηση επίσημο αίτημα, με το οποίο ζητάμε να αλλάξουν οι όροι υπαγωγής στα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης, προκειμένου περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση στους κοινοτικούς πόρους. Παρόμοια ανάγκη υπάρχει και για τα προγράμματα του ΕΣΠΑ. 

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 

 

 

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ