Δύο στις δέκα επιχειρήσεις εγκαταλείπουν τη δραστηριότητα στη χώρα μας
Η απόφαση της οικογένειας Χατζηιωάννου, η Fulgor, η ΕΛΒΟ, η ΕΑΣ και η συρρίκνωση
«Καθρέφτης» της ελληνικής οικονομίας είναι τα λουκέτα και η οριακή κατάσταση πολλών επιχειρήσεων. Η κρίση φαίνεται πως έχει ξεφύγει πλέον από τα στενά όρια των μικρών εταιρειών, του μαγαζιού της γειτονιάς και έχει μπει στις «αυλές» της βιομηχανίας.
«Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της» είναι η κοινή παραδοχή των επιχειρηματικών φορέων της χώρας, καθώς πάνω από 1.500 επιχειρήσεις έχουν μεταναστεύσει σε γειτονικές χώρες την τελευταία διετία, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΣΕΕ, ενώ περίπου 50 κολοσσοί έχουν κατεβάσει «ρολά» τα τελευταία χρόνια.
Δύο στις δέκα επιχειρήσεις επίσης, όπως αποκαλύπτουν οι αριθμοί του ΕΒΕΑ έχουν ξεκινήσει από πέρυσι να σκέφτονται ή και να υλοποιούν την αποβιομηχάνιση με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την βιομηχανική παραγωγή της χώρας, αλλά και την απασχόληση.
Η απόφαση της οικογένειας Χατζηιωάννου, πριν από μια εβδομάδα, να διακόψει σταδιακά την παραγωγική της διαδικασία σε δύο παραδοσιακά ιστορικές της μονάδες στην Ξάνθη και στη Βουλγαρία είναι ένα ακόμη ισχυρό πλήγμα για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Οι μηχανές της παραγωγής στα εργοστάσια ενδύματος, καλσόν και καλτσών σβήνουν, καθώς οι απώλειες για τον όμιλο από την παραγωγική διαδικασία άγγιζαν τα 8-12 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, ενώ μόλις το 5,9% αυτής κάλυπτε τον συνολικό κύκλο εργασιών του ομίλου.
«Παραγωγικές μονάδες, ειδικά στον κλάδο της μεταποίησης δεν πρόκειται να μείνουν πολλές στην Ευρώπη, όσο εκτός από τις εθνικές κυβερνήσεις και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν τις προστατεύει, όχι κατ’ ανάγκη μέσω επιδοτήσεων, αλλά μιας πολιτικής οικονομικών δασμών.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν μπορούν να αντέξουν στον ανταγωνισμό του Μπαγκλαντές ή της Κίνας, όπου το εργατικό κόστος είναι μόλις 170 ευρώ, ενώ στην Ευρώπη στοιχίζει στον βιομήχανο 22.300 ευρώ τον χρόνο» θα πει ο επικεφαλής του ομίλου, Σ. Χατζηιωάννου.
Η υπόθεση Χατζηιωάννου δεν είναι η μόνη. Η γραφειοκρατία, όταν σε άλλες χώρες χρειάζεται μόλις μια βδομάδα, για να ξεκινήσει κάποιος μια επιχείρηση και στην Ελλάδα περνούν χρόνια ολόκληρα, το κλείσιμο της στρόφιγγας του τραπεζικού δανεισμού, οι συνεχείς αλλαγές του φορολογικού συστήματος φτάνοντας σε ένα σημείο οι ελληνικές εταιρείες να επιβαρύνονται κατά 40% περίπου, μόνο από τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, αλλά και η απουσία μιας συνολικής αναπτυξιακής πολιτικής στο πρόγραμμα των εκάστοτε κυβερνήσεων, που να δίνει κίνητρα στον Έλληνα επιχειρηματία, είτε να παραμείνει στην χώρα του ή και να αποφύγει το «λουκέτο» αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι ξένοι και Έλληνες επενδυτές επιλέγουν χώρες, όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος, ώστε να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους, εκεί όπου και το εργατικό κόστος είναι μικρότερο και φορολογικά κίνητρα τους δίνονται, ενώ δεν έρχονται αντιμέτωποι στην καθημερινότητά τους με την «γάγγραινα» της γραφειοκρατίας.
Το χειρότερο είναι πως το κύμα φυγής ή λουκέτων, αντί να περιοριστεί, διογκώνεται και το μέλλον πολλών ελληνικών βιομηχανιών παραμένει αβέβαιο για διαφορετικούς λόγους σε καθεμία από αυτές, ζωντανεύοντας τον εφιάλτη της αποβιομηχανοποίησης κάθε φορά.
Αδιέξοδο
Το οικονομικό αδιέξοδο, στο οποίο έχει περιέλθει η ιστορική βιομηχανία καλωδίων, η Fulgor στην Κόρινθο, όπου οι Ιταλοί μεγαλομέτοχοι έψαχναν εδώ και καιρό, για να την πουλήσουν και πολλά άτομα οδηγήθηκαν στην ανεργία, η ανασφάλεια για το μέλλον της ΕΛΒΟ και της ΕΑΣ, αλλά και οι τελικές αποφάσεις της μεγαλομετόχου ΑΤΕ Bank για την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, που βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας της, με τις φήμες μέχρι πέρυσι να κάνουν λόγο ακόμη και για κλείσιμο, είναι μόνο ορισμένα από τα κομμάτια του παζλ της αποβιομηχανοποίησης.
Ένα φαινόμενο, το οποίο παίρνει διαστάσεις και με τη φυγή ξένων επενδύσεων, όπως του γερμανικού κολοσσού Thyssen Krupp από τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά ή νωρίτερα της BP και της Shell, των Aldi, αλλά και πολλών ακόμη πολυεθνικών, που δημιούργησαν προσδοκίες επί ελληνικού εδάφους, οι οποίες τελικά ουδέποτε επιβεβαιώθηκαν.
Τέλος στη «μαύρη λίστα» των πιο πρόσφατων λουκέτων εντάσσεται και εκείνο στην κλωστοϋφαντουργία ΟΤΤΟ Έβρος, μια από τις εταιρείες του ομίλου Λαναρά, που αποδεικνύει όχι μόνο την οικονομική στενωπό, στην οποία βρέθηκε ο άλλοτε κραταιός επιχειρηματίας, αλλά και το σύνολο του κλάδου, ο οποίος χειμάζεται από την οικονομική κρίση και τον ανταγωνισμό από τις αθρόες εισαγωγές προϊόντων από χώρες του εξωτερικού.
Είπαν:
Κων/νος Μίχαλος Πρόεδρος ΕΒΕΑ
«Δύο στις δέκα επιχειρήσεις, ακόμη και κερδοφόρες σκέφτονται ή έχουν πραγματοποιήσει την απειλή τους, για να φύγουν από την Ελλάδα ή να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αποβιομηχανοποίηση της χώρας. Η φοροεισπρακτική πολιτική επιβαρύνει την κάθε εταιρεία με 40% επιπλέον έξοδα και χωρίς κανένα ίχνος αναπτυξιακής πρωτοβουλίας, πολλές δεν μπορούν να επιβιώσουν».
Νίκος Πέντζος Πρόεδρος ΣΒΒΕ
«Το 2011 θα είναι χειρότερο, θα μειωθεί κι άλλο η παραγωγή και θα ενταθούν τα προβλήματα επιβίωσης πολλών επιχειρήσεων. Θα μπορούσε να είναι καλύτερο, θα είναι πράγματι καλύτερο, αν υπάρξουν μέτρα για την πραγματική οικονομία»
«ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ» ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ
Οι ιστορικές παραγωγικές μονάδες που δεν επιβίωσαν
Η πορεία προς την αποβιομηχάνιση άρχισε να γίνεται αισθητή, πριν από τέσσερις δεκαετίες, όταν τρανταχτά ονόματα ελληνικών επιχειρήσεων της εποχής, όπως η Πειραϊκή Πατραϊκή, έβαλαν λουκέτο ανοίγοντας πληγές στις τοπικές κοινωνίες και οδηγώντας στην ανεργία εκατοντάδες εργαζομένους.
Την τύχη της ακολούθησαν και συνεχίζουν να ακολουθούν άλλες εταιρείες. Βιομηχανίες από ένα ευρύ φάσμα της παραγωγής έχουν βάλει λουκέτο. Ανάμεσά τους, η βιομηχανία ένδυσης Fanco, η κλωστοϋφαντουργία Τρικολάν, το εργοστάσιο της Ιdeal Standard στη Χαλκίδα, η Αλλαντοβιομηχανία Θράκης, η καπνοβιομηχανία Κεράνης, η μεταλλική Χάλυψ, η Βαμβακουργία Βόλου, το εργοστάσιο της Γιούλα στην Ελευσίνα, τα Σωληνουργεία Κορίνθου, τα ΔΕΚΑ Αλλαντικά, η Εριοκλωστοϋφαντουργία, η εταιρεία παραγωγής σαμπουάν ΙΝΚΟ, τα Ελληνικά Σιδηροκράματα. Όλες αποτελούν επιχειρήσεις, που άλλοτε «ζέσταιναν» την ατμομηχανή της τοπικής και ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της.
Τα αποτελέσματα των εξελίξεων επιβαρύνουν πολλές περιοχές, που βασίζονταν στη μεταποίηση. Ανάμεσά τους, ο Νομός Ροδόπης, στον οποίο ενώ το 2004 λειτουργούσαν 99 εργοστάσια, μέχρι το τέλος του 2009, είχαν απομείνει πλέον 45, εκ των οποίων, πάνω από τα μισά υπολειτουργούν.
Θα παράγαμε αυτοκίνητα
Πολλοί ήταν αυτοί που προσπάθησαν να κάνουν την Ελλάδα παραγωγό αυτοκινήτων. Δυστυχώς όμως, οι προσπάθειες που έγιναν τη δεκαετία του ’80 πνίγηκαν στην γραφειοκρατία και δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν. Το κλείσιμο των επιχειρήσεων TEOCAR (Θεοχαράκης), ο οποίος είχε ξεκινήσει τις διαδικασίες, για την ανέγερση εργοστασίου συναρμολόγησης αυτοκινήτων Nissan το 1978, ήταν η αρχή του κακού για τον μετέπειτα «χορό των λουκέτων».
Το 1980, το πρώτο αυτοκίνητο είχε βγει απ’ την γραμμή παραγωγής και ακολούθησαν 170.000 ακόμα Ι.Χ και επαγγελματικά. Δυστυχώς, το εργοστάσιο αυτοκινήτων έκλεισε το ’95, για φοροεισπρακτικούς λόγους εγκαταλείποντας την αξιόλογη προσπάθεια, η οποία δεν ευδοκίμησε.
Άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια ήταν αυτή της εταιρείας FARMA RENAULT με έδρα την Αθήνα. Η εταιρία MAVA (πρώην εισαγωγέας των αυτοκινήτων Renault στην Ελλάδα) είχε αναθέσει στα τέλη του 1970 στον Έλληνα βιομηχανικό σχεδιαστή αυτοκινήτων Γιώργο Μιχαήλ τη σχεδίαση ενός ελαφρού οχήματος μικτής χρήσης. Το Farma μετά από αίτηση της MAVA το αυτοκίνητο στέλνεται στην RENAULT στη Γαλλία, όπου μετά από εξονυχιστικούς ελέγχους και δοκιμές παίρνει έγκριση τύπου και μάλιστα με το όνομα της RENAULT.
Το αυτοκίνητο γίνεται επιτυχία και κατασκευάζεται σε πολλούς τύπους, όπως επιβατηγό – φορτηγό ακόμα και τύπου τζιπ. Εάν και το ’83 παρουσιάστηκε ως το «ελληνικό τζιπ» δύο χρόνια αργότερα, σταμάτησε η παραγωγή από τη MAVA ως αποτέλεσμα της αλλαγής του νόμου περί επαγγελματικών οχημάτων.
Και προσπάθειες, εάν και δεν εύρισκαν πρόσφορο έδαφος συνεχίζονταν… Μεταξύ άλλων ήταν ο τύπος GEN, ο οποίος κατασκευάστηκε από τον Αντώνη Τζεν, παλαιό οδηγό αγώνων, μηχανικό και ταυτόχρονα συλλέκτη αυτοκινήτων. Η πρώτη του δημιουργία ήταν το 1963 ένα κομψό σπορ αυτοκίνητο, σχεδιασμένο από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Π. Βαρουχάκη. Κτίστηκε πάνω σε πλαίσιο V.W. και μηχανικά μέρη της SAAB. Δεν προχώρησε σε βιομηχανική παραγωγή, λόγω αδυναμίας απόκτησης έγκρισης τύπου από τις ελληνικές κρατικές υπηρεσίες. Ο σχεδιαστής κατασκευαστής και μηχανικός, ο Βασίλειος Σκάβας, αποκτώντας εμπειρία από την εργασία του στην ΒΙΑΜΑΞ ξεκίνησε την πρώτη του σχεδίαση το 1969 κάνοντας σχεδόν τα πάντα όσον αφορά την κατασκευή του πρoτύπου. Το SCAVAS1 ήταν ένα σπορ αυτοκίνητο με κινητήρα N.S.U. 1200 και παρουσιάστηκε το 1973.
Το αυτοκίνητο μετά από έντονες πιέσεις του Κώστα Καββαθά, ιδιοκτήτη των 4 Τροχών, πήρε άδεια κυκλοφορίας, αλλά ποτέ άδεια έγκρισης για παραγωγή. Το δεύτερο μοντέλο ήταν το πανέμορφο SCAVAS 2, που παρουσιάστηκε το 1992 και προοριζόταν για παραγωγή.
Για μια ακόμα φορά το Ελληνικό κράτος του έδωσε άδεια κυκλοφορίας, αλλά όχι άδεια παραγωγής. Το SCAVAS 3, το 1996, δεν ξεπέρασε ποτέ το στάδιο σχεδίασης. Η φυγή των εταιρειών λίθος και interscala
Ή θα μεταφερόμασταν ή θα κλείναμε
Την ώρα που η Ελλάδα «τρώγεται» και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προβάλλουν τις απεργιακές κινητοποιήσεις, τα διεθνή ΜΜΕ διαφημίζουν τις γειτονικές μας χώρες, προβάλλοντας επιχειρηματικές ευκαιρίες.
Στο εξωτερικό, αναζητούν διέξοδο όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό, οι επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας, καθώς το εχθρικό οικονομικό περιβάλλον με την αυξημένη φορολογία, το γραφειοκρατικό κράτος και το υψηλό εργατικό κόστος λειτουργεί πιο αποτρεπτικά από ποτέ.
Δύο ενδεικτικά παραδείγματα, ανάμεσα στα δεκάδες άλλα, είναι αυτά των εταιρειών Λίθος από την Καστοριά και Interscala από τη Θεσσαλονίκη, που αποφάσισαν εν μέσω κρίσης να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους σε Αλβανία και ΠΓΔΜ αντίστοιχα, προκειμένου να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να μειώσουν τα κόστη τους. Την ίδια στιγμή, το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στα Τίρανα αναφέρει σημαντικά αυξημένο ενδιαφέρον ελληνικών επιχειρήσεων για δραστηριοποίηση επί αλβανικού εδάφους με διάφορες μορφές, ακόμα και με αυτή της μεταφοράς της παραγωγής τους.
Η τάση μετανάστευσης των ελληνικών επιχειρήσεων έρχεται να επιβεβαιωθεί και από στοιχεία της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), που εκτιμά ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχουν εγκαταλείψει τη χώρα με προορισμό γειτονικά κράτη περισσότερες από 1.500 επιχειρήσεις, ΑΕ και ΕΠΕ, από τους κλάδους της μεταποίησης και των υπηρεσιών.
“Ή θα το μεταφέραμε ή θα το κλείναμε”. Υπό το πιεστικό αυτό δίλημμα έλαβε την απόφαση η διοίκηση της εταιρείας ψηφιδωτών “Λίθος”, με έδρα την Καστοριά, να μεταφέρει ένα παραγωγικό τμήμα της στην Αλβανία και συγκεκριμένα στην Κορυτσά. Το πιεστικό φορολογικό περιβάλλον της Ελλάδας, σε συνδυασμό με το υψηλότερο εγχώριο εργασιακό κόστος σε σχέση με τους ανταγωνιστές έπεισε τη Λίθος να αναζητήσει διέξοδο στη γειτονική Αλβανία, λόγω και της εγγύτητας, αφού διερεύνησε, μεταξύ άλλων, και το σκοπιανό έδαφος.
«Λέω να γράψω ένα βιβλίο με τίτλο ‘Γιατί πήρα την παραγωγή μου από την Ελλάδα’». Τα λόγια αυτά, μεστά περιεχομένου και νοήματος, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, ανήκουν στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας δομικών υλικών Interscala, Χάρη Παναγιωτίδη, η οποία έχει την έδρα της στη ΒΙΠΕ Θεσσαλονίκης.
Εδώ και λίγο καιρό, η εταιρεία μετέφερε ένα κομμάτι της παραγωγής της στη Γευγελή, σε μια προσπάθεια να μειώσει το κόστος, να καλύψει το χαμένο έδαφος της ανταγωνιστικότητας και να βρεθεί σε ένα ευνοϊκότερο επιχειρηματικό περιβάλλον, με χαμηλότερη φορολογία και απλούστερες διαδικασίες. Η εταιρεία, με αντικείμενο τα δομικά υλικά με βάση το ξύλο, το μέταλλο και το γυαλί, απασχολούσε 60 άτομα στη Θεσσαλονίκη, εκ των οποίων κάποια έχουν μεταφερθεί σε άλλα τμήματα και κάποια απολύθηκαν, με τον αριθμό να περιορίζεται σε 25.
Διαβάστε στη DEALnews που κυκλοφορεί