Οι 500 κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Παρά την πίεση που άσκησε η μείωση του τζίρου τους κατά 1,3%, στα 140,1 δισ. ευρώ, το 2023, καταγράφουν αύξηση στα κέρδη EBITDA κατά 13,1%, φτάνοντας τα 24,4 δισ. ευρώ. Η έρευνα της ICAP CRIF υπογραμμίζει την αποτελεσματική διαχείριση των κόστους και την προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων αυτών σε ένα απαιτητικό επιχειρηματικό περιβάλλον.
Όπως είναι λογικό, βέβαια, διαφορετική ήταν η εξέλιξη στους επιμέρους τομείς δραστηριότητας, με τον τομέα των Λοιπών Υπηρεσιών να εμφανίζει ιδιαίτερα υψηλή διεύρυνση των κερδών του, σε αντίθεση με τον Βιομηχανικό τομέα που κατέγραψε μείωση.
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η ICAP CRIF, η ελληνική οικονομία κινήθηκε σε ανοδική τροχιά και το 2023 αλλά με επιβραδυνόμενο ρυθμό, καταγράφοντας αύξηση του ΑΕΠ (σε όρους όγκου) κατά 2,3%, έναντι 5,7% το 2022, με τη θετική πορεία της όμως να συνεχίζεται και το 2024 με ρυθμό 2%-2,5%.
Όπως σημειώνει η ICAP CRIF, τα γεγονότα και οι εξελίξεις που διαδραματίστηκαν τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο (ενεργειακή κρίση, έντονες πληθωριστικές πιέσεις) παρά την αποκλιμάκωσή τους το 2023, αποδυνάμωσαν τη δυναμική της εγχώριας οικονομίας και επηρέασαν τον ρυθμό ανάπτυξής της. Σίγουρα οι εξωγενείς κρίσεις και γεωπολιτικές εντάσεις δημιούργησαν πολλαπλά προβλήματα στη διεθνή αγορά. Οι εξελίξεις αυτές δεν άφησαν αλώβητο τον ελληνικό εταιρικό τομέα και αυτό αντανακλάται στα οικονομικά αποτελέσματα που εμφάνισε μία σημαντική “ομάδα” επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν βασικό πυλώνα της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
Το κριτήριο με βάση το οποίο γίνεται η κατάταξη των επιχειρήσεων (και ομίλων αντίστοιχα) είναι τα κέρδη EBITDA (Earnings Before Interest, Tax, Depreciation and Amortization), δηλαδή τα κέρδη της επιχείρησης από λειτουργικές δραστηριότητες πριν την επίδραση των χρηματοοικονομικών και έκτακτων εσόδων-εξόδων, καθώς και των αποσβέσεων επί των παγίων στοιχείων
Η συμμετοχή των 500 επιχειρήσεων της παρούσας κατάταξης στα συνολικά μεγέθη των ελληνικών επιχειρήσεων το 2023 είναι εντυπωσιακή.
Συγκεκριμένα, οι 500 πιο κερδοφόρες εταιρείες:
➢ κάλυψαν με τον κύκλο εργασιών τους το 61,0% του συνολικού κύκλου εργασιών όλων των εταιρειών για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμοι ισολογισμοί και για το τελευταίο έτος, στη βάση δεδομένων της ICAP CRIF3
➢ εμφάνισαν το 2023 συνολικά κέρδη EBITDA ποσού €24,4 δισ., καλύπτοντας το 76,4% των αντίστοιχων κερδών που προκύπτουν από το σύνολο των επιχειρήσεων με δημοσιευμένους ισολογισμούς
➢ κατέγραψαν συνολικά κέρδη προ φόρου της τάξης των €17,5 δισ. το 2023, καλύπτοντας το 80,0% των αντίστοιχων κερδών (τελικό καθαρό αποτέλεσμα) που προέρχονται από το σύνολο των 30.296 εταιρειών με διαθέσιμους ισολογισμούς.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι, το κατώτατο όριο κερδών EBITDA προκειμένου να συμπεριληφθεί μία επιχείρηση στις 500 πιο κερδοφόρες εταιρείες το 2023 διαμορφώθηκε σε €7,04 εκατ., μέγεθος υψηλότερο από το αντίστοιχο της περσινής έκδοσης (€6,94 εκατ.).
Σε επίπεδο επιχειρηματικών ομίλων το κατώτατο όριο κερδών EBITDA, για να συμπεριληφθεί ένας όμιλος εταιρειών στους 200 πιο κερδοφόρους ομίλους το 2023, διαμορφώθηκε σε €4,30 εκατ., μέγεθος χαμηλότερο από το αντίστοιχο της περσινής έκδοσης (€5,51 εκατ.).
Αναφορικά με τη σύνθεση της ομάδας των 500 πιο κερδοφόρων ελληνικών εταιρειών (βάσει κερδών EBITDA του έτους 2023), σημειώνεται ότι 99 από τις εταιρείες της φετινής κατάταξης διακρίνονται ανελλιπώς ως “Business Leaders in Greece”, από το 2014 έως και το 2023, αποτελώντας το “σκληρό πυρήνα” των πλέον κερδοφόρων επιχειρήσεων της χώρας. Επιπλέον, σημειώνεται ότι από τις 500 πιο κερδοφόρες εταιρείες του 2023 μόνο 55 εταιρείες είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Συγκρίνοντας τα βασικά οικονομικά μεγέθη των 500 εταιρειών της κατάταξης του 2023 σε σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη των ίδιων εταιρειών το 2022, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
➢ Σημαντική αύξηση της κερδοφορίας. Τα συνολικά EBITDA των 500 εταιρειών ενισχύθηκαν κατά 13,1% το 2023 ανερχόμενα σε €24,4 δισ., από €21,6 δισ. το 2022 (μεταβολή 2023/2022:+2,8 δισ.). Από τους έξι τομείς δραστηριότητας, οι τέσσερεις παρουσίασαν αύξηση των κερδών EBITDA το τελευταίο έτος, ενώ οι υπόλοιποι δύο εμφάνισαν μείωση. Ιδιαίτερα υψηλή ήταν η αύξηση του τομέα των Λοιπών Υπηρεσιών (κατά €1,8 δισ.) και των Τραπεζών – Εταιρειών Factoring (κατά €845,1 εκατ.). Αναφορικά με τον τομέα των Λοιπών Υπηρεσιών, από τους 24 συνολικά κλάδους οι 21 παρουσίασαν αύξηση και τρεις μείωση. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η αύξηση των κερδών EBITDA του κλάδου “Ενέργεια – Νερό” (κατά €467,1 εκατ.) και ακολούθησε ο κλάδος της “Ακίνητης Περιουσίας” (κατά €445,6 εκατ.). Οι συγκεκριμένοι κλάδοι κάλυψαν το 49,8% της συνολικής αύξησης του τομέα των Λοιπών Υπηρεσιών. Επίσης, τα υψηλότερα κέρδη EBITDA κατέγραψαν οι κλάδοι: “Ενέργεια – Νερό” (€2,4 δισ.), “Υπηρεσίες Μεταφορών” (€1,4 δισ.), “Ακίνητη Περιουσία” (€974,3 εκατ.) και “Τηλεπικοινωνίες” (€808,8 εκατ.). Οι παραπάνω τέσσερεις κλάδοι κάλυψαν το 61,9% των συνολικών κερδών EBITDA του τομέα των Λοιπών Υπηρεσιών.
Αναφορικά με τις Τράπεζες, σε απόλυτα μεγέθη, τα υψηλότερα κέρδη EBITDA κατέγραψε η ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.
Ο τομέας της Βιομηχανίας παρουσίασε μείωση στα κέρδη EBITDA κατά €349,9 εκατ. το 2023/2022. Ειδικότερα, από τους 21 συνολικά κλάδους του τομέα οι 17 παρουσίασαν αύξηση, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερεις (4) εμφάνισαν πτώση. Αξιοσημείωτη ήταν η μείωση των κερδών EBITDA του κλάδου της Βιομηχανίας “Προϊόντα Πετρελαίου και Άνθρακα” (κατά €909,0 εκατ.), γεγονός που επηρέασε αρνητικά και σε μεγάλο βαθμό τα συνολικά αποτελέσματα του τομέα. Θα πρέπει να τονισθεί επίσης ότι, σε απόλυτα μεγέθη, τα υψηλότερα κέρδη εμφανίζει η Βιομηχανία Πετρελαιοειδών Προϊόντων (€2,0 δισ.) καλύπτοντας το 35% περίπου των συνολικών κερδών του Βιομηχανικού τομέα το 2023.
Όσον αφορά στον Εμπορικό τομέα, από τους 18 συνολικά κλάδους οι 16 κατέγραψαν αύξηση στα κέρδη EBITDA. Τη μεγαλύτερη αύξηση κερδών κατέγραψε ο κλάδος “Σούπερ Μάρκετ – Πολυκαταστήματα” (κατά €164,2 εκατ.), ο οποίος μάλιστα εμφανίζει (και σε απόλυτα μεγέθη) τα υψηλότερα κέρδη το 2023 (€777,5 εκατ.).
➢ Μικρή αύξηση του τελικού καθαρού αποτελέσματος. Τα συνολικά προ φόρου κέρδη ανήλθαν σε €17,5 δισ. το 2023, από €16,7 δισ., το προηγούμενο έτος καταγράφοντας άνοδο 4,7% (ή κατά €789,3 εκατ.). Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι, ο ρυθμός αύξησης των συνολικών κερδών επηρεάστηκε, σε σημαντικό βαθμό, από τη μείωση του καθαρού αποτελέσματος του Βιομηχανικού τομέα, ο οποίος κατέγραψε συνολικά καθαρά (προ φόρου) κέρδη €4,2 δισ., το 2023, από €5,3 δισ., το προηγούμενο έτος (μείωση κατά €1,1 δισ.). Τη μεταβολή αυτή “τροφοδότησε” η μείωση του καθαρού αποτελέσματος της Βιομηχανίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων (κατά €916,9 εκατ.).
➢ Από την άλλη όμως πλευρά, αξιοσημείωτη είναι η αύξηση των (προ φόρου) κερδών των Τραπεζών (+€801,7 εκατ.), των Λοιπών Υπηρεσιών (+€704,9 εκατ.) και του Εμπορίου +€565,8 εκατ.). Με βάση το τελικό καθαρό αποτέλεσμα (κέρδη προ φόρου – 2023), από τις 500 εταιρείες της κατάταξης η μεγάλη πλειοψηφία, το 95,6% ήταν κερδοφόρες.
➢ Συρρίκνωση (κατά 1,3%) παρουσίασε ο συνολικός κύκλος εργασιών των 500 εταιρειών του δείγματος. Συγκεκριμένα, η μεταβολή αυτή οφείλεται στη σημαντική μείωση: α) του τομέα της Βιομηχανίας (κατά €4,9 δισ.) και ειδικότερα του κλάδου της Βιομηχανίας Πετρελαιοειδών Προϊόντων ο οποίος κατέγραψε απώλειες στον κύκλο εργασιών του κατά €4,6 δισ. το 2023/2022. β) του τομέα των Λοιπών Υπηρεσιών (κατά €4,6 δισ.). Η αρνητική αυτή εξέλιξη οφείλεται στη σημαντική πτώση του κύκλου εργασιών του κλάδου “Ενέργεια – Νερό” (κατά €7,7 δισ.). Όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι κλάδοι του τομέα κατέγραψαν αύξηση στον κύκλο εργασιών τους το 2023/2022. Από την άλλη πλευρά όμως, κατακόρυφη ήταν η αύξηση του κύκλου εργασιών των Τραπεζών (κατά €6,5 δισ.), γεγονός που μετρίασε, σε σημαντικό βαθμό, τις συνολικές απώλειες της ομάδας των 500 εταιρειών. Παράλληλα, αύξηση κατέγραψαν και οι υπόλοιποι τομείς δραστηριότητας (Ασφάλειες, Τουρισμός, Εμπόριο).
➢ Αύξηση κατά 10,1% εμφάνισαν τα ίδια κεφάλαια των 500 πιο κερδοφόρων επιχειρήσεων το 2023 σε σχέση με το 2022.
Από πλευράς πλήθους εταιρειών, οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον τομέα των Λοιπών Υπηρεσιών και στον Βιομηχανικό τομέα κυριαρχούν ανάμεσα στις top 500 πιο κερδοφόρες το 2023, καλύπτοντας μερίδιο 35,4% και 30,6% αντίστοιχα, επί του συνόλου των εταιρειών.
Τομεακή κατανομή εταιρειών και κερδών
Σχετικά με τις επιδόσεις των τομέων το 2023 επισημαίνονται τα εξής: 140.067.876
• Η συμμετοχή του τομέα των Λοιπών Υπηρεσιών στην κερδοφορία είναι εντυπωσιακή, αποσπώντας το υψηλότερο μερίδιο τόσο στα κέρδη EBITDA με 37,0% όσο και στα καθαρά κέρδη (προ φόρου) με 32,9%. Ο τομέας ήταν τρίτος στην σειρά κατάταξης με βάση τον κύκλο εργασιών με ποσοστό 23,5%.
• Ο τομέας της Βιομηχανίας κατατάσσεται δεύτερος βάσει κερδών EBITDA με 23,6% ενώ βάσει καθαρών (προ φόρου) κερδών βρίσκεται στην τρίτη θέση με 24,3%. Ωστόσο, με βάση τον κύκλο εργασιών ο Βιομηχανικός τομέας καταλαμβάνει την πρώτη θέση με ποσοστό 35,3%.
• Ο τομέας του Εμπορίου αποσπά την δεύτερη θέση βάσει κύκλου εργασιών το 2023 με μερίδιο 28,4%. Αναφορικά με την κερδοφορία, ο εμπορικός τομέας κατέλαβε την τέταρτη θέση τόσο με βάση τα EBITDA (μερίδιο 10,6%) όσο και με βάση τα κέρδη προ φόρου (ποσοστό 9,5%).
• Ο τομέας των Τραπεζών – Εταιρειών Factoring κατέλαβε την τρίτη θέση με βάση τα EBITDA (με ποσοστό 22,9%) και τη δεύτερη θέση με βάση τα καθαρά (προ φόρου) κέρδη (μερίδιο 28,7%).
Το “top 20” των κερδοφόρων ετιαρειών
Η συμμετοχή των πρώτων 20 εταιρειών της κατάταξης στα συνολικά μεγέθη είναι αρκετά σημαντική, εφόσον μόνον αυτές απέσπασαν (το 2023) μερίδιο 51,5% επί των συνολικών κερδών EBITDA και 41,7% στο συνολικό κύκλο εργασιών των 500 εταιρειών της κατάταξης.
Εξετάζοντας την κορυφή της κατάταξης των πιο κερδοφόρων εταιρειών, προκύπτουν τα εξής:
• Η πλειοψηφία των εταιρειών στην πρώτη εικοσάδα (TOP 20) παρέμεινε ως επί το πλείστο σταθερή, με τις 15 από τις 20 εταιρείες να εμφανίζονται και το 2022, ενώ 11 από αυτές κατείχαν μία θέση στις πρώτες 20 εταιρείες και το 2021. Κορυφαία κερδοφόρα εταιρεία αναδείχθηκε το 2023 η ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε., κατακτώντας την πρώτη θέση της κατάταξης, ύστερα από την 4η θέση που απέσπασε το 2022. Συγκεκριμένα, τα κέρδη EBITDA της Τράπεζας παρουσίασαν αξιόλογη άνοδο, καθώς διαμορφώθηκαν σε €1,549 δισ. το 2023 από €1,231 δισ. το 2022.
• Την δεύτερη θέση κατέλαβε η ΜΟΤΟΡ ΟΙΛ (ΕΛΛΑΣ) ΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΡΙΝΘΟΥ Α.Ε., από την 3η το 2022.
• Την πρώτη πεντάδα της κατάταξης συμπληρώνουν οι εταιρείες ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε. (3η), EUROBANK ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε. (4η), και ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε. (5η).
Όσον αφορά τους 200 πιο κερδοφόρους ομίλους εταιρειών στην Ελλάδα, η κατάταξη των ομίλων έγινε με βάση τα κέρδη EBITDA. Σημειώνεται ότι, 21 νέοι όμιλοι παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην έκδοση και συγκεκριμένα στην κατάταξη των 200 πλέον κερδοφόρων ομίλων εταιρειών. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, με βάση το δείγμα της παρούσας έρευνας, 46 Όμιλοι διακρίνονται ανελλιπώς ως “Business Leaders in Greece”, από το 2014 έως και το 2023.
Ομοίως και σε επίπεδο επιχειρηματικών ομίλων, διαπιστώνεται η καθοριστική συμμετοχή μιας μικρής ομάδας στο σύνολο, εφόσον οι 20 πιο κερδοφόροι όμιλοι κάλυψαν (από κοινού) το 74,3% των κερδών EBITDA, το 63,2% του κύκλου εργασιών καθώς και το 80,9% των (προ φόρου) κερδών που πραγματοποίησαν οι 200 όμιλοι της κατάταξης, το 2023.
Συμπερασματικά, η δυναμική του ελληνικού εταιρικού τομέα, στο σύνολό του, αποδυναμώθηκε το 2023, επηρεαζόμενη κυρίως από τις διεθνείς οικονομικές συγκυρίες. Σαφώς, η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας κατά τη διάρκεια του 2023 και η μείωση των τιμών των πετρελαιοειδών προϊόντων επηρέασαν ανάλογα τους αντίστοιχους κλάδους του επιχειρηματικού τομέα. Θα πρέπει να τονισθεί ότι, στους συγκεκριμένους κλάδους δραστηριοποιούνται ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας, οι οποίες συγκαταλέγονται στην ομάδα των 500 πιο κερδοφόρων εταιρειών και, κατ’ επέκταση, η μεταβολή των (υψηλών) οικονομικών μεγεθών τους επηρεάζει και διαμορφώνει τα τελικά συνολικά αποτελέσματα του εταιρικού τομέα.
Πιο αναλυτικά, οι 500 πιο κερδοφόρες εταιρείες της χώρας κατέγραψαν μείωση των συνολικών πωλήσεών τους το 2023 σε σχέση με το 2022. Ωστόσο, κατάφεραν να διευρύνουν τη (συνολική) κερδοφορία τους, γεγονός που υποδηλώνει καλή διαχείριση του κόστους και των δαπανών τους.
Όσον αφορά στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως σημειώνει η ICAP CRIF, παραμένουν θετικές, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην τελευταία της έκθεση (Νοέμβριος 2024) εκτιμά ότι η ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας θα διαμορφωθεί σε 2,1% το 2024, ενώ προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3% το 2025 και 2,2% το 2026. Ωστόσο, διάφορες εξωγενείς κρίσεις προερχόμενες κυρίως από το διεθνές περιβάλλον ελλοχεύουν κινδύνους οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν τον ρυθμό ανάπτυξης της εγχώριας οικονομίας.
Ως εκ τούτου, οι πλέον δυναμικές ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να προσαρμόζονται στο εκάστοτε μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον, αξιοποιώντας τυχόν ευκαιρίες για την περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους, δημιουργώντας παράλληλα μεγαλύτερες προοπτικές για το μέλλον. Οι επιχειρήσεις αυτές, οι οποίες αποτελούν τον “πυρήνα” του ελληνικού επιχειρηματικού τομέα, μπορούν να συμμετάσχουν καθοριστικά στην ταχύτερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου εταιρειών ICAP CRIF, Νικήτας Κωνσταντέλλος, δήλωσε: “Σε ανοδική τροχιά κινήθηκε η Ελληνική οικονομία και το 2023, αλλά με επιβραδυνόμενο ρυθμό, καθώς το ΑΕΠ της χώρας ενισχύθηκε κατά 2,3% το 2023 μετά από αύξηση 5,7% το προηγούμενο έτος. Οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια σε διεθνές επίπεδο και ειδικότερα η ενεργειακή κρίση και κατ’ επέκταση η σημαντική αύξηση του πληθωρισμού, παρά την αποκλιμάκωσή του το 2023, αποδυνάμωσαν τον ρυθμό ανάπτυξης της εγχώριας οικονομίας, η οποία ωστόσο εξακολουθεί να κινείται σε θετική τροχιά.
Οι εξωγενείς αυτές κρίσεις σαφώς δημιούργησαν σημαντικά προβλήματα στην αγορά και δεν άφησαν αλώβητες τις Ελληνικές επιχειρήσεις. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται στα οικονομικά αποτελέσματα που εμφανίζει ο Ελληνικός εταιρικός τομέας στο σύνολό του για το 2023 και, ως έναν βαθμό, σε μία ομάδα επιχειρήσεων οι οποίες συγκαταλέγονται στις πλέον κερδοφόρες της χώρας για το συγκεκριμένο έτος.
Αναλύοντας τους ισολογισμούς του έτους 2023 των 500 πιο κερδοφόρων Ελληνικών εταιρειών διαπιστώνεται αξιόλογη αύξηση της κερδοφορίας τους. Συγκεκριμένα, τα συνολικά κέρδη EBITDA ενισχύθηκαν κατά 13,1% το 2023 σε σχέση με το 2022 και ανήλθαν σε €24,4 δισ. Βεβαίως, διαφορετική ήταν η εξέλιξη στους επιμέρους τομείς δραστηριότητας. Ιδιαίτερα υψηλή ήταν η διεύρυνση των κερδών του τομέα των Λοιπών Υπηρεσιών, ενώ μείωση κατέγραψε ο Βιομηχανικός τομέας. Τα συνολικά προ φόρου κέρδη ενισχύθηκαν κατά 4,7% και διαμορφώθηκαν σε €17,5 δισ. το 2023, καλύπτοντας το 80% των κερδών του συνόλου των 30.296 Ελληνικών εταιρειών με διαθέσιμους ισολογισμούς για το 2023.
Ωστόσο, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών των 500 εταιρειών μειώθηκε κατά 1,3% το 2023 και διαμορφώθηκε σε €140,1 δισ. Η μεταβολή αυτή είναι απόρροια της αποκλιμάκωσης των τιμών της ενέργειας και της μείωσης των τιμών των πετρελαιοειδών προϊόντων, γεγονός που επηρέασε τους αντίστοιχους κλάδους του επιχειρηματικού τομέα. Παρ’ όλα αυτά, η ομάδα των 500 εταιρειών κατάφερε να διευρύνει την συνολική κερδοφορία της, υποδηλώντας καλή διαχείριση του κόστους και των δαπανών της.
Άξιο λόγου είναι το γεγονός πως από τις 500 εταιρείες της φετινής κατάταξης οι 99 διακρίνονται ανελλιπώς ως Business Leaders in Greece την τελευταία δεκαετία (2014-2023) και σίγουρα μπορούν να χαρακτηριστούν ως οι πρωταθλητές των πλέον κερδοφόρων επιχειρήσεων της χώρας.
Οι προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας για το 2024 παραμένουν θετικές καθώς, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,1%, ενώ για το 2025 προβλέπεται περαιτέρω άνοδος με ρυθμό 2,3%. Ωστόσο, διάφορες κρίσεις προερχόμενες κυρίως από το εξωτερικό περιβάλλον εγκυμονούν κινδύνους, οι οποίοι ενδέχεται να επιδράσουν αρνητικά στον ρυθμό μεγέθυνσης της Ελληνικής οικονομίας τα προσεχή έτη.
Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι η δυναμική αυτών των επιχειρήσεων και η στόχευσή τους σε υψηλές επιδόσεις μπορεί να συνδράμει καθοριστικά στην ταχύτερη ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας. Πρωταρχικός στόχος θα πρέπει να είναι η υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων, οι οποίες θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους και την άμεση προσαρμοστικότητά τους στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες του οικονομικού περιβάλλοντος.”