Μενέλαος Τασόπουλος – Γιώργος Γκατζάρος – Η στρατηγική της Νο 1 σαπωνοποιίας και τα νέα προϊόντα: από τα αντισηπτικά της πανδημίας, στο επαναλανσάρισμα της σειράς «Αρκάδι».
Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΣΜΕΤΑΤΟΥ
Ενα από τα πιο πολυσυζητημένα αλλά και εντυπωσιακά turnaround stories της σύγχρονης ελληνικής επιχειρηματικής πραγματικότητας θεωρείται από πολλούς αυτό που πέτυχε η Παπουτσάνης μέσα στη «δίνη» της μακράς οικονομικής κρίσης.
Την εποχή της διοίκησης του Χάρη Δαυίδ, το παραδοσιακό brand «Καραβάκι» της κορυφαίας και αρχαιότερης συνάμα εγχώριας σαπωνοποιίας φάνηκε να οδηγείται «προς τα βράχια», σε μια πορεία η οποία άρχισε σταδιακά να αλλάζει από το 2010, όταν το… πηδάλιό του πέρασε στα χέρια δύο καλών, όπως αποδείχθηκε, «καπετάνιων»: των επιχειρηματιών Μενέλαου Τασόπουλου και Γιώργου Γκάτζαρου.
Η ιστορία λίγο πολύ γνωστή. Τα βασικά χαρακτηριστικά της νεότερης περιόδου, όμως, δεν αλλάζουν για τη Νο 1 ελληνική βιομηχανία παραγωγής σαπουνιών.
Σωστή και προσεκτική στρατηγική, ρίσκο όπου πρέπει, εξωστρέφεια, επενδύσεις και καλά αντανακλαστικά. Τα τελευταία βοηθούν, άλλωστε, στη διαφυγή από πιθανά αδιέξοδα σε δύσκολες στιγμές.
Ενα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η αντίδραση της ηγεσίας της εισηγμένης στο ξέσπασμα της πανδημίας του Covid-19.
Σε χρόνους ρεκόρ, τότε, η Παπουτσάνης πρόλαβε να δημιουργήσει μια νέα, ουσιαστικά, προϊοντική κατηγορία και να λανσάρει ένα ποιοτικό, ανταγωνιστικό και φθηνό σχετικά απολυμαντικό/αντισηπτικό, με την καθιερωμένη επωνυμία Natura, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τις σοβαρές ελλείψεις σε δημοφιλή είδη της κατηγορίας όπως το Dettol (οι πωλήσεις του οποίου παρουσίασαν αύξηση 1.000% τους πρώτους μήνες της πανδημίας, προτού εξαντληθούν τα αποθέματα), όπως ταυτόχρονα και την αισχροκέρδεια κάποιων.
Την άνοιξη του 2021, μάλιστα, το αντισηπτικό τζελ Natura της ελληνικής σαπωνοποιίας αναδείχθηκε «Προϊόν της Χρονιάς» και γενικότερα η κυκλοφορία του απέφερε τα απαιτούμενα έσοδα στην επιχείρηση.
Τέσσερα χρόνια αργότερα η υγειονομική κρίση δεν υπάρχει. Υπάρχουν, ωστόσο, τα καλά αντανακλαστικά της διοίκησης, που βοηθούν στη δημιουργία νέων προϊόντων. Φετινό παράδειγμα, η επανατοποθέτηση του σήματος «Αρκάδι» στην αγορά.
Η Παπουτσάνης ολοκλήρωσε την εξαγορά της ομώνυμης ιστορικής σαπωνοποιίας (ιδρυθείσας το 1946) στο τέλος Αυγούστου του 2022. Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποίησε την είσοδό της στους τομείς της φροντίδας ρούχων και των καθαριστικών γενικής χρήσεως, ενδυναμώνοντας το προϊοντικό της χαρτοφυλάκιο και την παρουσία της στην ελληνική αγορά. Το 2024 είναι πλέον η χρονιά που το «Αρκάδι» επανασυστήνεται στο καταναλωτικό κοινό, με την κυκλοφορία νέων υγρών απορρυπαντικών ρούχων και υγρών πιάτων.
Με νέο «όπλο» στο προϊοντικό portfolio της η Παπουτσάνης ανεβάζει τον πήχη των φετινών εσόδων της στα 70 εκατ. ευρώ για το σύνολο της χρήσης του 2024, με εκτιμώμενη αύξηση 12% σε σύγκριση με τα οικονομικά αποτελέσματα του 2023.
Και είναι θέμα χρόνου να φανεί αν θα κερδηθεί και αυτό το «στοίχημα» για το ισχυρό δίδυμο των κ. Τασόπουλου και Γκάτζαρου. Φυσικά, η Παπουτσάνης προσδοκά σε μεγαλύτερα οφέλη από το deal του 2022, καθώς με τα σημερινά δεδομένα η αγορά των απορρυπαντικών και καθαριστικών, στην οποία εισήλθε μέσω της συγκεκριμένης εξαγοράς, αντιστοιχεί σε ετήσια βάση σε μια «πίτα» αξίας 250 εκατ. ευρώ.
Πέρσι, υπενθυμίζεται, η Παπουτσάνης είδε τις πωλήσεις της να μειώνονται για τη χρήση του 2023 στα 62,3 εκατ. ευρώ, έναντι 70,75 εκατ. ευρώ το 2022, με τις εξαγωγές να αναλογούν στο 55% του συνολικού κύκλου εργασιών της.
Στο εννεάμηνο του 2024 «έγραψε» έσοδα 49,6 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 5%, έναντι 47,4 εκατ. ευρώ του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος του 2023, αλλά με αισθητά μεγαλύτερη άνοδο της κερδοφορίας της (με EBITDA 8,1 εκατ. ευρώ, από 6,7 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 21% και καθαρά κέρδη 3,9 εκατ. ευρώ, από 2,8 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 41%),δείχνοντας έτσι ότι εξακολουθεί να διαθέτει το απαραίτητο know how και τα μέσα για να… καθαρίσει και την περσινή μίνι κρίση!
ΑΥΞΗΣΗ 550% ΣΕ 12 ΧΡΟΝΙΑ
Η ιστορία πάντα διδάσκει. Οι παλιές περιπέτειες ανήκουν στο παρελθόν και κανείς, προφανώς, δεν θέλει να θυμάται τους «κακούς καιρούς» που η Παπουτσάνης κινδύνεψε να φτάσει ακόμα και σε μια επώδυνη πτώχευση.
Αναποτελεσματικές αναδιαρθρώσεις, ζημίες και απεργίες συνέθεταν τις συνθήκες της πιο σοβαρής «τρικυμίας» στο «ταξίδι» των 154 χρόνων (1870-2024) για το «Καραβάκι» της. Το «γερό σκαρί» του άντεξε και από τον τζίρο των μόλις… 12.899.128 ευρώ της χρήσης του 2010, επί προεδρίας του Χαράλαμπου Δαυίδ, όταν άλλαξε η «ρότα», με τους νέους «καπετάνιους» του, εκτινάχθηκε στα 70.749.375 ευρώ του 2022. Πεντέμισι φορές πάνω σε 12 χρόνια, με αύξηση πωλήσεων 550%!
Οπως συνηθίζει να αναφέρει η σημερινή διοίκηση του ομίλου, η καινοτομία, τα φιλικά στο περιβάλλον προϊόντα και οι εξαγωγές αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της στρατηγικής ανάπτυξης της εταιρίας, παράλληλα με τον στόχο της διείσδυσης του σε νέες αγορές και στην ενίσχυση των branded προϊόντων, με βλέψεις για τη βελτίωση των περιθωρίων κέρδους.
Κύριοι τομείς εσόδων της μεγαλύτερης ελληνικής σαπωνοποιίας είναι τα επώνυμα καταναλωτικά προϊόντα, οι ξενοδοχειακές σειρές, η παραγωγή σαπουνιών για τρίτους και σαπωνόμαζες για βιομηχανίες.
Χρονιά-σταθμός για την πολυετή διαδρομή της Παπουτσάνης ήταν και το 2022, αφού «ανανεώθηκε, μεγάλωσε και επανασυστήθηκε» το «Καραβάκι», ένα από τα πιο εμβληματικά και αγαπημένα brands της εταιρείας, παρουσιάζοντας εκείνη την περίοδο τρεις νέες σειρές
προσωπικής φροντίδας, με αφρόλουτρα, σαμπουάν και κρεμοσάπουνα.
Για την παραγωγή των νέων προϊόντων του παραδοσιακού brand χρησιμοποιήθηκαν 95% συστατικά φυσικής προέλευσης, βιολογικά εκχυλίσματα βοτάνων και φυτών της ελληνικής φύσης και θάλασσας και περισσότερα από 90% βιοδιασπώμενα συστατικά.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 13/12/2024)