Ακολουθώντας τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, η απανθρακοποίηση της βιομηχανίας αποτελεί κεντρικό ζητούμενο στην επόμενη φάση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Ήδη τα τελευταία χρόνια, με σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών όπως το αναθεωρημένο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (ΜΣΠΑ) καθώς και το Βιομηχανικό Σχέδιο της Πράσινης Συμφωνίας, η ΕΕ επιχειρεί να αντιμετωπίσει το σχεδόν στάσιμο ανθρακικό αποτύπωμα των βιομηχανιών της. Την ίδια στιγμή, η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην απανθρακοποίηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και τη διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητάς της έχει αναδειχθεί σε προτεραιότητα στον νέο θεσμικό κύκλο της ΕΕ.
Υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων, η έκθεση με τίτλο «Απανθρακοποίηση της ελληνικής βιομηχανίας: Σχέδια, προκλήσεις και προοπτικές» επιχειρεί να διερευνήσει την υφιστάμενη κατάσταση, τον σχεδιασμό των βιομηχανιών και της Πολιτείας αλλά και τις αντιλήψεις των εμπλεκόμενων φορέων που θα καθορίσουν το μέλλον της απανθρακοποίησης της ελληνικής βιομηχανίας. Η ανάλυση εστιάζει στους δύο πιο ρυπογόνους κλάδους, της παραγωγής τσιμέντου και της διύλισης πετρελαίου, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% των συνολικών βιομηχανικών εκπομπών την τελευταία δεκαετία. Παράλληλα, σε συνεργασία με εταιρεία κοινωνικών ερευνών, η έκθεση καταγράφει τις σχετικές θέσεις εκπροσώπων της Πολιτείας, της ελληνικής βιομηχανίας και της κοινωνίας των πολιτών σε σχέση με τις επικείμενες αλλαγές.
Η υφιστάμενη κατάσταση
Το ανθρακικό αποτύπωμα των δύο πιο ρυπογόνων κλάδων της ελληνικής βιομηχανίας διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2013-2023. Ειδικότερα:
Στην ελληνική τσιμεντοβιομηχανία παρατηρείται μια τάση ελαφράς μείωσης των εκπομπών. Ωστόσο, η Ελλάδα έχει την υψηλότερη ένταση άνθρακα (800 kg CΟ2/tn κλίνκερ) συγκριτικά με τις ευρωπαϊκές χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή τσιμέντου (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία).
Στα διυλιστήρια, τη στασιμότητα του ανθρακικού αποτυπώματος μεταξύ 2013 και 2020, διαδέχτηκε μια σημαντική αύξηση τα τελευταία τρία χρόνια (2021-2023). Από την άλλη μεριά, η ένταση άνθρακα των διυλιστηρίων στην Ελλάδα ακολουθεί προσεγγιστικά την πορεία του μέσου όρου της ΕΕ-27, ενώ το 2022 με 190 kg CΟ2/tn προϊόντος βρέθηκε χαμηλότερα από αυτόν (200 kg CΟ2/tn προϊόντος).
Αθροιστικά για την ίδια περίοδο και στο πλαίσιο της προστασίας των ευρωπαϊκών βιομηχανιών από τον κίνδυνο «διαρροής άνθρακα», η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία έλαβε από το ΣΕΔΕ 68,5 εκατ. δωρεάν δικαιώματα εκπομπών εκτιμώμενης αξίας € 1,66 δισ., ενώ τα ελληνικά διυλιστήρια έλαβαν 46,5 εκατ. δωρεάν δικαιώματα εκπομπών εκτιμώμενης αξίας € 1,25 δισ.
Οι απόψεις των ενδιαφερομένων μερών
Όλοι αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της απανθρακοποίησης. Ωστόσο, ορισμένοι εκπρόσωποι βιομηχανιών θεωρούν πολύ φιλόδοξους τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ και μεγάλη την ταχύτητα με την οποία προωθείται ο πράσινος μετασχηματισμός της βιομηχανίας. Αντίθετα, άλλοι εκπρόσωποι βιομηχανιών, όπως και της κοινωνίας των πολιτών, θεωρούν ότι οι δράσεις μετριασμού της κλιματικής κρίσης πρέπει να προχωρήσουν ακόμα ταχύτερα.
Επιφυλάξεις διατυπώθηκαν από εκπροσώπους των βιομηχανιών για τις δυνατότητες και το κόστος λειτουργίας των τεχνολογιών Δέσμευσης, Χρήσης και Αποθήκευσης Άνθρακα (CCUS), αλλά και σχετικά με την επάρκεια του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (ΜΣΠΑ) να θωρακίσει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών έναντι ανταγωνιστών από τρίτες χώρες.
Αναδεικνύεται ως κρίσιμη η αναθεώρηση των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΕ, ώστε να ενισχυθεί η στήριξη των «πράσινων» επενδύσεων και να διασφαλιστεί η ισοτιμία ανάμεσα στις βιομηχανίες κρατών μελών με διαφορετικές οικονομικές δυνατότητες.
Σχεδιασμός βιομηχανιών και Πολιτείας
Παρά τις επιφυλάξεις και τους προβληματισμούς τους, οι ελληνικές τσιμεντοβιομηχανίες και τα διυλιστήρια επιδεικνύουν στην πράξη γρήγορα αντανακλαστικά απέναντι στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται. Ειδικότερα:
Σχεδιάζουν και έχουν ήδη αρχίσει να υλοποιούν έργα που θα μειώσουν δραστικά το ανθρακικό τους αποτύπωμα έως το 2030 σε ευθυγράμμιση μάλιστα με τους στόχους και την πορεία μείωσης των βιομηχανικών εκπομπών που θέτει το ΕΣΕΚ.
Η μεγαλύτερη μείωση των εκπομπών θα επέλθει από το 2028 και μετά, οπότε και αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία τα μεγάλα έργα CCUS. Ειδικότερα, το σύνολο των μέτρων που σχεδιάζουν να υλοποιήσουν οι ελληνικές τσιμεντοβιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένου του CCS, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε μείωση των εκπομπών που προέρχονται από τις βιομηχανικές διεργασίες (Scope 1) κατά 73,3% το 2030 σε σχέση με το 2022, ενώ η αντίστοιχη μείωση στα διυλιστήρια εκτιμάται ότι θα είναι 26,8%.
«Οι μεγάλες βιομηχανίες της Ελλάδας δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται διεθνώς η ανταγωνιστικότητά τους συναρτάται άμεσα με τον πράσινο μετασχηματισμό των διεργασιών τους. Η Πολιτεία πρέπει να ενισχύσει περαιτέρω αυτή την προσπάθεια, διευκολύνοντας τον εξηλεκτρισμό των βιομηχανικών διεργασιών, διαμoρφώνοντας ένα κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για τις τεχνολογίες δέσμευσης, αποθήκευσης και χρήσης άνθρακα (CCUS) και προωθώντας έναν κεντρικό χρηματοδοτικό μηχανισμό σε επίπεδο ΕΕ για τη στήριξη πράσινων επενδύσεων στη βιομηχανία», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής του Green Tank.