Τι δείχνουν τα μεγέθη της εγχώριας αγοράς κυβερνοασφάλειας, ποια η σύγκριση με ό,τι ισχύει σε παγκόσμια κλίμακα
Πόσο κόστισε η κυβερνοεπίθεση στα συστήματα του Ομίλου Φουρλής στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου (27/11/2024), δύο ημέρες πριν από την Black Friday, έγινε γνωστό μόλις στις… 8/4/2025, με τη δημοσίευση του ισολογισμού για την προηγούμενη χρήση. Δηλαδή, με καθυστέρηση 132 ημερών ή περίπου 4,5 μηνών.
Σε ποιο ύψος έφτασε η «λυπητερή» δημοσιοποιήθηκε μέσα από την 6η (επί συνόλου 19) σελίδα του ετήσιου απολογισμού της Fourlis, όπου αναφέρεται -μεταξύ πολλών άλλων- ότι η κακόβουλη εξωτερική επίθεση κυβερνοασφάλειας επηρέασε προσωρινά τα ψηφιακά συστήματα σε όλες τις χώρες λειτουργίας του και ναι μεν αντιμετωπίστηκε το συμβάν, αλλά εκτιμάται ότι επηρέασε τις πωλήσεις του ομίλου κατά περίπου 20 εκατ. ευρώ, με επίκεντρο τον Δεκέμβριο του 2024. Βέβαια, μια άλλη «λεπτομέρεια» η οποία επισημαίνεται είναι ότι «από τον Μάρτιο του 2025 όλα τα συστήματα και τα δεδομένα έχουν αποκατασταθεί πλήρως και οι εμπορικές συναλλαγές έχουν επιστρέψει σε κανονικές λειτουργικές επιδόσεις». Κυρίως επηρεάστηκαν ο κλάδος οικιακού εξοπλισμού και επίπλων (καταστήματα ΙΚΕΑ) και το κομμάτι του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Αν και η διοίκηση της Φουρλής τονίζει ότι «η ταχεία προσαρμογή του ομίλου στα κόστη και η ευελιξία του επέτρεψαν να απορροφήσει τον αντίκτυπο και μάλιστα να ξεπεράσει τις προβλέψεις κερδοφορίας του για το έτος», δεν παύει, πρώτον, να προκλήθηκε ζημία 15 εκατ. ευρώ και, δεύτερον, υπάρχει… η ομολογία πως το πρόβλημα συνεχίστηκε έως έναν βαθμό μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025! Όμως οι απώλειες αυξήθηκαν κατά ακόμη 5 εκατ. ευρώ μέσα στο τρέχον έτος.
Από μόνες τους οι συγκεκριμένες παραδοχές στέλνουν ένα νέο, ηχηρό σήμα SOS για το σύνολο των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, καθώς στη χώρα μας θεωρείται ότι δεν υιοθετούν με τους ίδιους ρυθμούς την εφαρμογή των κατάλληλων λύσεων στο cyber security για να προστατευτούν από τους διαρκώς αυξανόμενους κινδύνους σε επίπεδο κυβερνοεγκλήματος.
Πόσο μάλλον από την ώρα που δημιουργήθηκε και η υποχρέωση συμμόρφωσής τους με την οδηγία NIS2 της Ε.Ε.
Οι επενδύσεις σε επίπεδο κυβερνοασφάλειας τοποθετούνται πλέον στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος, ενώ αν ληφθεί υπόψη ότι επισήμως υπάρχουν κοντά στις 950.000 – 1 εκατ. ενεργές επιχειρήσεις κάθε μεγέθους, οφείλουν πλέον οι πάντες να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να μη βρεθούν προ απροόπτων.
Η τωρινή ενημέρωση εκ μέρους της Φουρλής για το μέγεθος της ζημίας και τη… διάρκεια των επιπτώσεων της κυβερνοεπίθεσης που δέχθηκε τον περασμένο Νοέμβριο αποτελεί μια προειδοποίηση για πολλούς, καθώς ναι μεν η συγκεκριμένη κατάφερε να αντέξει το «χτύπημα» και λόγω του μεγέθους της, αλλά δεν σημαίνει ότι μπορεί να συμβεί το ίδιο για όλους.
Υπενθυμίζεται ότι τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί σοβαρές κυβερνοεπιθέσεις στην Ελλάδα επιχειρήσεις όπως τα ΕΛ.ΤΑ., ο ΔΕΣΦΑ, η Vivartia κ.λπ.
Η αγορά των υπηρεσιών και των προϊόντων κυβερνοασφάλειας στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 200-300 εκατ. ευρώ και αναμένεται να πλησιάσει τα επόμενα χρόνια το φράγμα του 1 δισ. ευρώ, όταν παγκοσμίως αγγίζει τα 350 δις. ευρώ και «βλέπει» προς το… 1 τρισ. ευρώ!
Μ.Κ.
Κυβερνοασφάλεια: Διπλή προειδοποίηση από Kaspersky – Eurostat
Το «καμπανάκι» του κινδύνου χτυπούν για τις ελληνικές επιχειρήσεις leaders του κλάδου της κυβερνοασφάλειας, όπως η Kaspersky, αλλά και φορείς με την εμβέλεια της Eurostat.
Σε στοιχεία τα οποία είχε δημοσιοποιήσει πρόσφατα η ρωσική εταιρία (παγκοσμίου φήμης προμηθευτής συστημάτων προστασίας υπολογιστών από διάφορες απειλές, συμπεριλαμβανομένων ιών και λοιπών κακόβουλων λογισμικών, αυτόκλητων μηνυμάτων e-mail/spam, επιθέσεων δικτύου και χάκερ), η Ελλάδα διατηρούσε μέχρι και πριν από λίγο καιρό τουλάχιστον την αρνητική πρωτιά του πιο επικίνδυνου ιντερνετικού περιβάλλοντος στον κόσμο.
Ομως και η Eurostat, από την πλευρά της, τοποθέτησε στο «κόκκινο» τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες φαίνεται να αποδεικνύονται ανοχύρωτες σε κυβερνοεπιθέσεις.
Εν ολίγοις, επιβεβαίωσε ότι οι ελληνικές εταιρίες θεωρούνται «ουραγοί» της Ευρώπης στη λήψη μέτρων ασφαλείας έναντι κυβερνοπιθέσεων.
Στην Ελλάδα το ποσοστό των επιχειρήσεων που εφαρμόζουν τρία ή περισσότερα μέτρα κυβερνοασφάλειας ανέρχεται στο 52%, τοποθετώντας τη χώρα στην τελευταία θέση της λίστας. Παρόμοια ποσοστά καταγράφονται μόνο στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία (53%). Στον αντίποδα, οι επιχειρήσεις στη Φινλανδία (93%), στη Δανία (90%) και την Ολλανδία (87%) εμφανίζονται να πρωτοπορούν, εφαρμόζοντας εκτεταμένες πολιτικές ασφαλείας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 11/4/2025)