Αφορά στην προσφυγή για τα 17,5 εκατ. που είχαν θεωρηθεί αρχικά ως κρατική ενίσχυση
Δικαιωμένος βγήκε από το Ευρωδικαστήριο ο Όμιλος Μυτιληναίου ο οποίος είχε προσφύγει κατά του ποσού των 17,5 εκατ. ευρώ που είχε θεωρηθεί αρχικά ως κρατική ενίσχυση έναντι των παλαιών τιμολογίων που απολάμβανε η Βιομηχανία Αλουμίνιον της Ελλάδος από τη ΔΕΗ.
Η υπόθεση αφορά την περίοδο 2007 – 2008. Σημειώνεται ότι ο Όμιλος Μυτιληναίου έχει αποδώσει έντοκα το ποσό των 21 εκατ. ευρώ μετά την αρχική απόφαση που δικαίωνε τη ΔΕΗ.
Πέραν της σχετικής απόφασης γίνεται αντιληπτό ότι το πνεύμα της Ευρωζώνης αρχίζει να εκφράζεται με ευθυγράμμιση ως προς την ανταγωνιστικότητα και επιβίωση της παραγωγής και της βιομηχανίας που προϋπόθεση έχει το ελεγχόμενο κόστος στην ενέργεια.
Ιστορικό της διαφοράς
Το 1960 η Αλουμίνιον της Ελλάδος A.E. (στο εξής: ΑτΕ), την οποία διαδέχθηκε τον Ιούλιο του 2007 η προσφεύγουσα Αλουμίνιον Α.Ε. στον κλάδο της παραγωγής αλουμινίου στην Ελλάδα, σύναψε σύμβαση (στο εξής: σύμβαση) με την παρεμβαίνουσα Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε. (στο εξής: ΔΕΗ), η οποία προέβλεπε, ως προς την προσφεύγουσα, προτιμησιακό τιμολόγιο ηλεκτρικής ενεργείας (στο εξής: προτιμησιακό τιμολόγιο).
Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της συμβάσεως, όπως είχε κατά καιρούς τροποποιηθεί, προέβλεπε την ανά πενταετία ανανέωση της ισχύος της συμβάσεως, με την επιφύλαξη της καταγγελίας από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών δύο έτη προ της λήξεως με συστημένη επ’ αποδείξει παραλαβής επιστολή προς τον αντισυμβαλλόμενο.
Δυνάμει συμφωνίας μεταξύ ΑτΕ και Ελληνικού Δημοσίου, η οποία κυρώθηκε με νομοθετικό διάταγμα του 1969, η σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε, επρόκειτο να λήξει στις 31 Μαρτίου 2006, εκτός αν παρατεινόταν σύμφωνα με τους όρους της.
Με την απόφαση SG (92) D/867, της 23ης Ιανουαρίου 1992, ενίσχυση υπέρ της επιχειρήσεως A[τE], ενίσχυση NN 83/91, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκτίμησε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.
Τον Φεβρουάριο του 2004, η ΔΕΗ κοινοποίησε στην ΑτΕ καταγγελία της συμβάσεως (στο εξής: καταγγελία) και, από τα τέλη Μαρτίου του 2006, έπαυσε να εφαρμόζει ως προς αυτή το προτιμησιακό τιμολόγιο.
Η ΑτΕ αμφισβήτησε την καταγγελία της συμβάσεως ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων.
Με την απόφαση 80/2007 της 5ης Ιανουαρίου 2007, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αποφασίζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ανέστειλε προσωρινώς και ex nunc, τις συνέπειες της καταγγελίας, εν αναμονή της εκδόσεως της αποφάσεως επί της ουσίας (στο εξής: πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή επίμαχο μέτρο).
Με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών θεώρησε ότι η καταγγελία ήταν ανίσχυρη βάσει των όρων της συμβάσεως και του εφαρμοστέου εθνικού νομικού πλαισίου.
Η ΔΕΗ αμφισβήτησε την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δέχθηκε, ex nunc, την αίτησή της με την απόφαση 72/2008 του Μαρτίου 2008 (στο εξής: δεύτερη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων).
Κατά συνέπεια, αφενός, κατά το διάστημα μεταξύ της καταγγελίας της συμβάσεως και της πρώτης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, όπως και μετά τη δεύτερη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η ΔΕΗ δεν εφάρμοζε το προτιμησιακό τιμολόγιο. Αφετέρου, μεταξύ της πρώτης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων και της δεύτερης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων (στο εξής: επίμαχο χρονικό διάστημα) η ΑτΕ και, στη συνέχεια, η προσφεύγουσα χρεώνονταν βάσει του προτιμησιακού τιμολογίου.
Τον Ιούλιο του 2008 υποβλήθηκαν στην Επιτροπή καταγγελίες σχετικά με κρατικές ενισχύσεις που φέρονταν να έχουν χορηγηθεί στην προσφεύγουσα, οι οποίες συνίσταντο, ιδίως, στην εφαρμογή του προτιμησιακού τιμολογίου.
Με έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2010 η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όσον αφορά, ιδίως, το προτιμησιακό τιμολόγιο, με την οποία κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας).
Η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 16 Απριλίου 2010 (ΕΕ C 96, σ. 7).
Με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το αν το προτιμησιακό τιμολόγιο που εφάρμοζε η ΔΕΗ έναντι της ΑτΕ και, στη συνέχεια, της προσφεύγουσας κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα ήταν του αυτού επιπέδου με το τιμολόγιο που ίσχυε για τους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενεργείας υψηλής τάσεως, δεδομένου ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο έπρεπε να καταργηθεί τον Μάρτιο του 2006, πλην όμως διατηρήθηκε με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων.
Οι παρατηρήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας περιήλθαν στην Επιτροπή στις 31 Μαρτίου 2010.
Παρατηρήσεις υπέβαλαν στην Επιτροπή η προσφεύγουσα στις 12 Μαΐου 2010, στις 3 Μαρτίου 2011 και στις 4 Μαΐου 2001, καθώς και η ΔΕΗ στις 17 Μαΐου 2010. Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις αυτές στην Ελληνική Δημοκρατία, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή της επ’ αυτών, όπως και έγινε στις 16 Ιουλίου 2010, στις 6 Αυγούστου 2010 και στις 16 Μαΐου 2011.
Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από τις ελληνικές αρχές την 1η Δεκεμβρίου 2010. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στο αίτημα αυτό με έγγραφο της 11ης Φεβρουαρίου 2011.
Άλλες παρατηρήσεις της προσφεύγουσας περιήλθαν στην Επιτροπή στις 31 Μαΐου 2011 και στις 4 Ιουλίου 2011.
Στις 13 Ιουλίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2012/339/ΕΕ σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.26117 — C 2/2010 (πρώην NN 62/2009) που εφάρμοσε η Ελλάδα υπέρ της ΑτΕ και της προσφεύγουσας (ΕΕ L 166, σ. 93, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).
Με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή αποφάσισε ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε χορηγήσει στην ΑτΕ και στην προσφεύγουσα, η οποία τη διαδέχθηκε, κρατική ενίσχυση 17,4 εκατομμυρίων ευρώ με την εφαρμογή του προτιμησιακού τιμολογίου κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ήτοι από τον Ιανουάριο του 2007 μέχρι τον Μάρτιο του 2008, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.
Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά και διέταξε την Ελληνική Δημοκρατία να την ανακτήσει από την προσφεύγουσα (βλ. άρθρα 1 και 2, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως).
Σκεπτικό
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δέκα λόγους προς αμφισβήτηση, καταρχάς, του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου ως νέας ενισχύσεως (πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος ακυρώσεως), δεύτερον και επικουρικώς, του χαρακτηρισμού του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενισχύσεως (πέμπτος, έκτος, έβδομος και όγδοος λόγος) και, τρίτον και όλως επικουρικώς, της υποχρεώσεως ανακτήσεως της νέας ενισχύσεως που προκύπτει από το επίμαχο μέτρο (ένατος και δέκατος λόγος).
Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως σχετικά με πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την ύπαρξη νέας ενισχύσεως.
Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως νέας ενισχύσεως, η Επιτροπή εκτίμησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα εξής:
Η [ΑτΕ] ιδρύθηκε το 1960, με ορισμένα προνόμια που της παραχώρησε το ελληνικό κράτος, μεταξύ των οποίων παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε μειωμένη τιμή. Σύμφωνα με τους όρους του καταστατικού στο οποίο καθορίζονται τα προνόμια, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε μειωμένη τιμή επρόκειτο να λήξει τον Μάρτιο του 2006, εφόσον η ΔΕΗειδοποιούσε εγκαίρως την [ΑτΕ] δύο έτη ενωρίτερα. Στις 26 Φεβρουαρίου 2004 (ήτοι δύο έτη και πλέον προ της λήξεως του προνομίου), η ΔΕΗ διαβίβασε εγκαίρως την εν λόγω ειδοποίηση στην [ΑτΕ] και εν συνεχεία διέκοψε την εφαρμογή [του προτιμησιακού τιμολογίου] στο τέλος του Μαρτίου 2006.
Συνεπώς, από τον Μάρτιο του 2006 έως τον Ιανουάριο του 2007, η [ΑτΕ] [τιμολογούνταν βάσει του συνήθους τιμολογίου].
Ωστόσο, η [ΑτΕ] προσέβαλε [δικαστικώς] την καταγγελία [της σχετικής με το προτιμησιακό τιμολόγιο συμβάσεως] και, τον Ιανουάριο του 2007, ένα πρωτοδικείο διέταξε, ως προσωρινό μέτρο, την επανεφαρμογή [του προτιμησιακού τιμολογίου] εν αναμονή δικαστικής απόφασης επί της ουσίας. Εν συνεχεία η ΔΕΗ άσκησε έφεση κατά της προσωρινής αυτής απόφασης η οποία ακυρώθηκε τον Μάρτιο του 2008 (εξακολουθεί να εκκρεμεί δικαστική απόφαση επί της ουσίας).
Οι δικαστικές αποφάσεις είχαν, στην πράξη, ως συνέπεια να εφαρμοστεί εκ νέου [το προτιμησιακό τιμολόγιο] στην [ΑτΕ και, κατόπιν στην προσφεύγουσα], από τον Ιανουάριο του 2007 έως τον Μάρτιο του 2008. Κατά [το επίμαχο διάστημα], σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι ελληνικές αρχές, η [ΑτΕ και, κατόπιν, η προσφεύγουσα] [κατέβαλαν] 17,4 εκατ. ευρώ λιγότερα από όσα θα [κατέβαλλαν] δυνάμει [του] “συνήθους” [τιμολογίου].
στ) Το [επίμαχο μέτρο] συνιστά παράνομη ενίσχυση
[Η προσφεύγουσα] υποστηρίζει ότι η πρώτη [απόφαση ασφαλιστικών μέτρων] δεν στοιχειοθετούσε ουσιαστική τροποποίηση της αρχικής προνομιακής σύμβασης […]. Επομένως, σύμφωνα με την [προσφεύγουσα], η απόφαση δεν [της] χορήγησε νέα ενίσχυση και το μέτρο της προνομιακής τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας παρέμεινε ως υφιστάμενη ενίσχυση.
Η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί το επιχείρημα της [προσφεύγουσας]. Οι αρχικοί όροι [του προτιμησιακού τιμολογίου], που συνιστούσε υφιστάμενη ενίσχυση, προέβλεπαν ότι η ενίσχυση θα έληγε τον Μάρτιο του 2006 υπό την προϋπόθεση έγκαιρης προειδοποίησης εκ μέρους της ΔΕΗ. Αφ’ ης στιγμής εκπληρώθηκε ο όρος αυτός, η υφιστάμενη ενίσχυση έπαψε να ισχύει, όπως απαιτείτο σύμφωνα με τους όρους της αρχικής χορήγησης της προνομιακής τιμής. Συνεπώς, κάθε χορήγηση μειωμένης τιμής ηλεκτρικού ρεύματος που ανταποκρίνεται στον ορισμό της κρατικής ενίσχυσης (όπως συμβαίνει εδώ) αποτελεί νέα ενίσχυση, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι όροι της μπορούν να είναι παρεμφερείς με εκείνους της προγενέστερης υφιστάμενης ενίσχυσης. Η νομολογία του Δικαστηρίου ορίζει ρητά ότι η παράταση υφιστάμενης ενίσχυσης συνιστά νέα ενίσχυση και πρέπει να κοινοποιείται [αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1973, Επιτροπή κατά Γερμανίας, 70/72, Συλλογή, EU:C:1973:87, σκέψη 14, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C 197/99 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:2003:444, σκέψη 109]. Κατά μείζονα λόγο, τούτο ισχύει επίσης όταν μια περατωθείσα υφιστάμενη ενίσχυση επανενεργοποιείται μερικούς μήνες αργότερα.
Δεδομένου ότι η νέα αυτή ενίσχυση δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 108 της ΣΛΕΕ, είναι παράνομη.»
Κατά την προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διότι, πρώτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η σύμβαση έληξε τον Μάρτιο του 2006, ενώ η σύμβαση προέβλεπε επίσης την ανανέωση της ισχύος της ανά πενταετία, με την επιφύλαξη της καταγγελίας της με καθορισμένη προθεσμία και τύπο, πράγμα που σημαίνει ότι η σύμβαση δεν έπαυσε αυτοδικαίως να ισχύει τον Μάρτιο του 2006.
Η καταγγελία της συμβάσεως είναι, πάντως, αντίθετη προς την εθνική νομοθεσία, η οποία προβλέπει υποχρέωση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, και συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.
Δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διότι η Επιτροπή εκτίμησε ότι με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων παρατάθηκε η ισχύς του προτιμησιακού τιμολογίου, παρά το γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση δεν αποτελεί πρόκριμα για την επί της ουσίας κρίση και παράγει δεδικασμένο μόνο στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, με μόνη έννομη συνέπεια την ex nunc αναστολή των συνεπειών της καταγγελίας.
Τρίτον, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διότι η Επιτροπή θεώρησε ότι η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων είχε «ακυρωθεί» από τη δεύτερη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ενώ, κατά τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, με τη δεύτερη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων «ανακλήθηκε» η πρώτη, χωρίς, δηλαδή, αναδρομικό αποτέλεσμα.
Τέταρτον, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διότι η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο ελήφθη στο πλαίσιο νομικού καθεστώτος «παρεμφερούς» σε σχέση με εκείνο της υφισταμένης ενισχύσεως, ενώ το επίμαχο μέτρο διατήρησε το ίδιο προτιμησιακό τιμολόγιο, οπότε το μέτρο αυτό δεν μπορούσε να συνιστά νέα ενίσχυση.
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση κατέδειξε ότι η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων συνιστούσε νέα ενίσχυση, η οποία έπρεπε να της κοινοποιηθεί, ώστε να μη χαρακτηριστεί παράνομη.
Συγκεκριμένα, πρώτον, η σύμβαση όντως έληξε τον Μάρτιο του 2006, σύμφωνα με όσα όριζε, αντιθέτως προς όσα συνάγονται από την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου.
Δεύτερον, η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αποτελούσε, βεβαίως, μέτρο προσωρινό και, εν προκειμένω, de facto χρονικά περιορισμένο, πλην όμως δημιούργησε δικαιώματα, παράγοντας αποτελέσματα ex nunc, με συνέπεια να αποτελεί νέο μέτρο.
Τρίτον, ενώ δέχεται ότι ο τρόπος υπολογισμού του προτιμησιακού τιμολογίου δεν μεταβλήθηκε, η Επιτροπή προβάλλει εντούτοις διάφορα επιχειρήματα για να αποδείξει ότι επρόκειτο περί νέας ενισχύσεως και, συγκεκριμένα, πρώτον, ότι η έννομη και συμβατική βάση της ενισχύσεως κατέστη δικαστική· δεύτερον, ότι η ουσιαστική βάση της ενισχύσεως δεν προκύπτει πλέον από συμφωνία μεταξύ των μερών, αλλά επιβάλλεται μονομερώς από τη δικαιούχο επιχείρηση στο κράτος εμμέσως (εξ αντανακλάσεως), στο πλαίσιο ιδιωτικής διαφοράς· τρίτον, ότι οι λόγοι γενικού συμφέροντος που υφίσταντο το 1960 δεν υφίστανται πλέον και ότι το μόνο που διακυβεύεται είναι η κερδοφορία της δικαιούχου επιχειρήσεως και, τέταρτον, ότι η διάρκεια της ενισχύσεως είναι ασαφής και, εν πάση περιπτώσει, άσχετη με την οικονομική λογική η οποία πρυτάνευε κατά τον ορισμό της αρχικής διάρκειας ισχύος της συμβάσεως.
Εξ αυτού προκύπτει, βάσει της νομολογίας, ότι, διατηρώντας το προτιμησιακό τιμολόγιο σε ισχύ, η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αποτέλεσε μέτρο νέας ενισχύσεως.
Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η παρεμβαίνουσα επικαλείται διάφορα στοιχεία προς στήριξη των επιχειρημάτων της Επιτροπής.
Αφενός, διατείνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι όροι της συμβάσεως της παρείχαν τη δυνατότητα καταγγελίας αυτής από τις 31 Μαρτίου 2006, όπως τούτο προκύπτει από τη δεύτερη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία είναι οριστική όσον αφορά τη χορήγηση προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Αφετέρου, κατά την παρεμβαίνουσα, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο παρέτεινε υφιστάμενη ενίσχυση, πράγμα που ισοδυναμεί με χορήγηση νέας ενισχύσεως.
Προκαταρκτικώς, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, κάθε νέο σχέδιο ενισχύσεως πρέπει να κοινοποιείται, πριν την εφαρμογή του, στην Επιτροπή και ότι είναι παράνομη κάθε ενίσχυση που χορηγείται χωρίς την έγκριση της Επιτροπής.
Αφετέρου, κατά το άρθρο 1, στοιχεία γ΄ και β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), ως νέα ενίσχυση ορίζεται «κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων» και ως υφιστάμενη ενίσχυση «κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]».
Συνεπώς, ως νέες ενισχύσεις πρέπει να θεωρηθούν τα ληφθέντα μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης μέτρα τα οποία σκοπούν στη θέσπιση ή στην τροποποίηση ενισχύσεων, με τη διευκρίνιση ότι οι τροποποιήσεις αυτές αφορούν ενδεχομένως υφιστάμενες ενισχύσεις (απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Todaro Nunziatina & C., C 138/09, Συλλογή, EU:C:2010:291, σκέψη 46).
Εν προκειμένω, η Επιτροπή παραδέχθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο που είχε συμφωνηθεί με τη σύμβαση του 1960, δηλαδή πριν την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, συνιστούσε υφιστάμενη ενίσχυση, τουλάχιστον έως τη λήψη του επίμαχου μέτρου, δηλαδή πριν την έκδοση της πρώτης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων.
Αντιθέτως, με την ίδια αιτιολογική σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δέχθηκε ότι το επίμαχο μέτρο παρατείνει την ισχύ της υφιστάμενης ενισχύσεως, διά της τροποποιήσεως της διάρκειας της συμβάσεως και, συνεπώς, του πλεονεκτήματος που συνίσταται στο προτιμησιακό τιμολόγιο.
Βεβαίως, από τη νομολογία προκύπτει ότι παράταση υφιστάμενης ενισχύσεως θεσπίζει νέα ενίσχυση διακρινόμενη από την παραταθείσα και ότι η τροποποίηση της διάρκειας ισχύος μιας υφιστάμενης ενισχύσεως θεωρείται νέα ενίσχυση (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C 111/10, Συλλογή, EU:C:2013:785, σκέψη και Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C 121/10, Συλλογή, EU:C:2013:784, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Τ 127/99, T 129/99 και T 148/99, Συλλογή, EU:T:2002:59, σκέψη 175)
Ωστόσο, έχει επίσης κριθεί ότι, για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, η εμφάνιση νέας ενισχύσεως ή η τροποποίηση υφισταμένης ενισχύσεως εκτιμάται σε συνάρτηση με τις διατάξεις που προβλέπουν τη θέσπισή της, τον τρόπο χορηγήσεώς της και τα όριά της (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Αυγούστου 1994, Namur-Les assurances du crédit, C 44/93, Συλλογή, EU:C:1994:311, σκέψη 28). Επομένως, μόνον όταν η μεταβολή επηρεάζει την ίδια την ουσία του αρχικού καθεστώτος, μετατρέπεται το καθεστώς αυτό σε νέο καθεστώς ενισχύσεων (βλ., συναφώς, απόφαση Todaro Nunziatina & C., EU:C:2010:291, σκέψεις 46 και 47).
Εν προκειμένω, πάντως, δεν αμφισβητείται ότι η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ανέστειλε τις έννομες συνέπειες της καταγγελίας της συμβάσεως δυνάμει της οποίας ίσχυε το προτιμησιακό τιμολόγιο, οπότε, εκ των πραγμάτων, η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων διατήρησε προσωρινά σε ισχύ το προτιμησιακό τιμολόγιο κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα. Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η παρέμβαση αυτή του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα την ουσιώδη μεταβολή της υφιστάμενης ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή ούτε τροποποίησε τις σχετικές με το προτιμησιακό τιμολόγιο συμβατικές ή νομοθετικές διατάξεις ούτε τροποποίησε τον τρόπο εφαρμογής ή τα όρια του εν λόγω τιμολογίου, αλλά εμπεριέχει μόνο τη δικαστική εκτίμηση της νομιμότητας της καταγγελίας της συμβάσεως.
Επομένως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν χορήγησε νέα ενίσχυση, όπως δέχθηκε η Επιτροπή, αλλά περιορίστηκε στην προσωρινή επίλυση της διαφοράς που τέθηκε στην κρίση του, όσον αφορά το αν η σύμβαση βάσει της οποίας θεσπίστηκε το προτιμησιακό τιμολόγιο έπαυσε να παράγει αποτελέσματα. Εξ αυτού συνάγεται, κατά λογική αναγκαιότητα, ότι η αναστολή της καταγγελίας της συμβάσεως κατόπιν της πρώτης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν θεωρείται νέο πλεονέκτημα διακριτό από την υφιστάμενη ενίσχυση.
Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων συνιστά θέσπιση ή τροποποίηση ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.
Εάν γινόταν δεκτή η αντίθετη γνώμη, το εθνικό δικαστήριο που αποφασίζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επί διαφοράς με αντικείμενο σύμβαση, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, θα ήταν υποχρεωμένο, εκ των πραγμάτων και εκ του νόμου, να κοινοποιήσει στην Επιτροπή και να υποβάλει στον προληπτικό της έλεγχο όχι μόνον τις νέες ενισχύσεις ή τις τροποποιήσεις ενισχύσεων υπέρ επιχειρήσεως που επωφελείται από υφιστάμενη ενίσχυση, αλλά και κάθε μέτρο το οποίο επηρεάζει την ερμηνεία και την εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως και έχει, ενδεχομένως, συνέπειες όσον αφορά τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τον ανταγωνισμό ή απλώς τη διάρκεια ισχύος, επί ορισμένο χρονικό διάστημα, ενισχύσεων οι οποίες εξακολουθούν καταρχήν να υφίστανται, και μάλιστα χωρίς η Επιτροπή να έχει εκδώσει απόφαση εγκρίσεως των ενισχύσεων αυτών ή χαρακτηρισμού τους ως μη συμβατών με τη Συνθήκη.
Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη νομιμότητας, εξαιτίας του χαρακτηρισμού, από την Επιτροπή, του επίμαχου μέτρου, ως νέας ενισχύσεως.
Τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα με τα υπομνήματά τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αναιρούν τη διαπίστωση αυτή.
Συγκεκριμένα, πρώτον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής (EU:T:2002:59), το Γενικό Δικαστήριο όντως αποφάνθηκε ότι, μολονότι το επίμαχο πλεονέκτημα συνίσταται απλώς στην παράταση της ισχύος μέτρου που αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση, πρέπει εντούτοις να γίνει δεκτό ότι, λόγω της μεταβολής της διάρκειας της επίμαχης ενισχύσεως, το μέτρο αυτό πρέπει επίσης να θεωρηθεί νέα ενίσχυση.
Ομοίως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Ιταλία κατά Επιτροπής (Τ 53/08, Συλλογή, EU:T:2010:267), η οποία αφορούσε την παράταση της ισχύος προτιμησιακού τιμολογίου υπέρ επιχειρήσεως, το Γενικό Δικαστήριο όντως αποφάνθηκε ότι η εν λόγω παράταση συνιστά «νέα» ενίσχυση.
Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στις διαπιστώσεις αυτές διότι οι προαναφερθείσες παρατάσεις όχι μόνο δεν επέρχονταν αυτοδικαίως, αλλά απαιτούσαν νομοθετικές παρεμβάσεις προκειμένου να τροποποιηθεί το αρχικώς καθορισθέν πλεονέκτημα (αποφάσεις Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:T:2002:59, σκέψεις 11 έως 20, και Ιταλία κατά Επιτροπής, EU:T:2010:267, σκέψη 70).
Ωστόσο, εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι δεν υπήρξε νομοθετική παρέμβαση για την τροποποίηση του προτιμησιακού τιμολογίου και ότι η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ουδόλως μετέβαλε το αρχικό εθνικό νομικό πλαίσιο.
Περαιτέρω, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής (T 394/08, T 408/08, T 453/08 και T 454/08, Συλλογή, EU:T:2011:493), το Γενικό Δικαστήριο όντως έκρινε ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν επί νομικής βάσεως ουσιωδώς διαφορετικής από το καθεστώς ενισχύσεων το οποίο είχε εγκριθεί με την εγκριτική απόφαση πρέπει να θεωρηθούν νέες ενισχύσεις.
Ωστόσο, στην τελευταία αυτή υπόθεση, η αρχική ενίσχυση είχε μεν εγκριθεί από την Επιτροπή, πλην όμως η νέα ενίσχυση χορηγήθηκε με νέα κανονιστική πράξη, αντίθετη προς την εγκριτική απόφαση της Επιτροπής (απόφαση Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, EU:T:2011:493, σκέψεις 175 έως 177).
Εν προκειμένω, πάντως, δεν μπορεί βασίμως να αμφισβητηθεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν είχε ως αντικείμενο την τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου του προτιμησιακού τιμολογίου σε σχέση με το εγκεκριμένο με απόφαση της Επιτροπής, ανεξαρτήτως του αν στην υπό κρίση υπόθεση ασκεί επιρροή η απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 1992 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), σχετικά με υφιστάμενη ενίσχυση, όχι όσον αφορά το αν πρόκειται για υφιστάμενη ενίσχυση, αλλά όσον αφορά το γεγονός ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης.
Τέλος, εν προκειμένω, η νομική και η συμβατική βάση της ενισχύσεως δεν υποκαταστάθηκε από την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, αλλά εξακολούθησαν να αποτελούνται από τη σύμβαση και τις οικείες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν προσωρινώς με την πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ανεξαρτήτως του ισχύοντος κατά τη σύναψη της συμβάσεως οικονομικού πλαισίου καθώς και της ευχέρειας και της νομιμότητας της καταγγελίας, για την οποία δεν είχε ακόμη εκδοθεί, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δικαστική απόφαση επί της ουσίας.
Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι της προσφυγής ή το αίτημα της προσφεύγουσας σχετικά με τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.
Επί των δικαστικών εξόδων
Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδά της, καθώς και σε αυτά στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτής.
Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Ακυρώνει την απόφαση 2012/339/ΕΕ της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.26117 — C 2/2010 (πρώην NN 62/2009) που χορήγησε η Ελλάδα στην Αλουμίνιον της Ελλάδος Α.Ε.
2) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Αλουμίνιον A.E.
3) Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε. (ΔΕΗ) φέρει τα δικαστικά της έξοδα.