Στο ελληνοτουρκικό φόρουμ που πραγματοποιείται σήμερα μίλησε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, κάνοντας λόγο για σταθερά ανοδική πορεία στις σχέσεις των δύο χωρών τα τελευταία χρόνια.
«Με ιδιαίτερη χαρά συμμετέχω στις εργασίες του Ελληνο-Τουρκικού Επιχειρηματικού Φόρουμ. Μιας διοργάνωσης που αποτελεί πεδίο επαφής μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων επιχειρηματιών και διευκολύνει την αναζήτηση ευκαιριών συνεργασίας.
Η διεύρυνση και η ενίσχυση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποτελούν διαχρονικά όχημα προσέγγισης, ειρηνικής συνύπαρξης και φιλίας μεταξύ των δύο χωρών. Μεταξύ δύο λαών που ζουν για αιώνες στην ίδια «γειτονιά», μοιράζονται κοινές παραδόσεις και βιώματα.
Είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι διμερείς σχέσεις παρουσιάζουν σταθερά ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια. Κατά την περίοδο 2010 – 2013 ο όγκος του διμερούς εμπορίου σχεδόν διπλασιάστηκε, κάνοντας ένα άλμα από τα 2,2 δισ ευρώ στα 4,3 δισ ευρώ.
Η Τουρκία αποτελεί σήμερα μια από τις κορυφαίες αγορές για τις ελληνικές εξαγωγές. Το 2013 οι τουρκικές εισαγωγές από την Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 15,2% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, φθάνοντας σε αξία τα 3,17 δισ ευρώ.
Ένας άλλος σημαντικός τομέας οικονομικών σχέσεων με τη γειτονική χώρα, είναι αυτός των επενδύσεων, όπου τα τελευταία χρόνια είδαμε τις ελληνικές επιχειρήσεις να αξιοποιούν τις ευκαιρίες από την ταχύτατη ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας.
Σήμερα, το ύψος των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία ανέρχεται σε 6,6 δισ δολάρια, με περίπου 500 εταιρείες ελληνικών συμφερόντων να δραστηριοποιούνται σε τομείς όπως αυτοί των τραπεζικών υπηρεσιών, των τροφίμων και της ενέργειας.
Ο τουρισμός αναδεικνύεται επίσης σε σημαντικό πεδίο ενίσχυσης των διμερών σχέσεων. Είναι γνωστό ότι η Τουρκία αποτελεί έναν κορυφαίο τουριστικό προορισμό παγκοσμίως, με τις αφίξεις επισκεπτών να έχουν υπερδιπλασιαστεί στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.
Ωστόσο, εξίσου εντυπωσιακή είναι και η αύξηση του εξερχόμενου τουρισμού από την Τουρκία. Την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των Τούρκων που ταξιδεύουν στο εξωτερικό έχει σχεδόν διπλασιαστεί: από 4 εκατ. το 2004 σε 7 εκατ. το 2014. Και, όπως όλα δείχνουν, η Ελλάδα αποτελεί επιλογή προτίμησης για ένα μεγάλο μέρος των επισκεπτών από τη γειτονική χώρα. Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις, η Ελλάδα θα έχει δεχθεί μέχρι το τέλος του 2014 πάνω από 1 εκατομμύριο Τούρκους τουρίστες.
Από όλα αυτά τα στοιχεία προκύπτει ότι οι εκατέρωθεν επιχειρηματικές κοινότητες έχουν ήδη δημιουργήσει ένα ισχυρό υπόβαθρο συνεργασιών και συμπράξεων. Υπάρχουν ωστόσο ακόμη πολλά περιθώρια για την περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των σχέσεων, με αμοιβαίο όφελος τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τις οικονομίες των δύο χωρών.
Οι συνθήκες ευνοούν αυτή την προσπάθεια. Από τη μια, η ελληνική οικονομία επιστρέφει σε θετικό έδαφος μετά από 6 χρόνια ύφεσης, στηριζόμενη στην εξωστρέφεια και στην ανάπτυξη διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Από την άλλη, η Τουρκία παραμένει μια ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα. Μια γειτονική αγορά με ευνοϊκά δημογραφικά χαρακτηριστικά, με πληθυσμό 76 περίπου εκατ. δυνητικών καταναλωτών, το 10% των οποίων ανήκει ήδη στη μεσαία και υψηλή εισοδηματική τάξη.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν ευκαιρίες για διεύρυνση και ενίσχυση των συνεργασιών σε μια σειρά από τομείς.
Ένας από αυτούς είναι βεβαίως, οι εξαγωγές, με έμφαση σε κλάδους όπου η Ελλάδα αναπτύσσει ποιοτική και καινοτόμο παραγωγή, όπως τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα, τα φάρμακα και τα καλλυντικά, τα δομικά υλικά, τα πλαστικά και τα υλικά συσκευασίας.
Υπάρχουν επίσης σημαντικές προοπτικές στη δημιουργία κοινοπραξιών και επιχειρηματικών συνεργιών, με στόχο τη δραστηριοποίηση σε αγορές των Βαλκανίων, της Μαύρης Θάλασσας, της Κασπίας και του Καυκάσου.
Ευκαιρίες υπάρχουν και σε τομείς όπως οι κατασκευές και η ανάπτυξη υποδομών, η αγορά ακινήτων, το λιανεμπόριο, η ενέργεια και βεβαίως ο τουρισμός, με συνέργιες και κοινά πακέτα για την προσέλκυση επισκεπτών από τις μακρινές αγορές της Άπω Ανατολής, της Βόρειας και της Λατινικής Αμερικής.
Η Ελλάδα και η Τουρκία διαθέτουν σημαντικές δυνατότητες και πλεονεκτήματα που προκύπτουν από τη στρατηγική τους θέση μεταξύ τριών ηπείρων. Αυτές οι δυνατότητες μπορούν να αξιοποιηθούν αποτελεσματικότερα, με συνένωση δυνάμεων και δημιουργικές συμπράξεις.
Γι’ αυτό θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική τη διατήρηση της επικοινωνίας και της συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρηματικών κοινοτήτων. Και είναι καθοριστική προς αυτή την κατεύθυνση η συμβολή τόσο των Συμβουλίων Συνεργασίας, όσο και των διμερών Επιμελητηρίων, με δραστηριότητες που διευκολύνουν τη γνωριμία, τη δικτύωση, την ανάπτυξη κοινών πρωτοβουλιών.
Είμαι βέβαιος ότι και η αποψινή εκδήλωση θα υπηρετήσει αποτελεσματικά αυτούς τους στόχους».