«ΜΙΝΙ ΚΡΑΧ» ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ
Στα 4,2 δισ. από 5,4 δισ. ευρώ πέρυσι υποχώρησε ο τζίρος λιανεμπορίου και καταναλωτικών προϊόντων
– Πτώση -6% – 8% τον Δεκέμβριο, -8% τον Γενάρη και πάνω από 10% τον Φλεβάρη
– Μειωμένος στα 5 δισ. ευρώ ο κύκλος εργασιών της φετινής χειμερινής εκπτωτικής περιόδου
– «Βουτιά» 11% – 15% στον κλάδο του οικιακού εξοπλισμού το τελευταίο τρίμηνο
– 10% η μείωση και στην ένδυση – υπόδηση
Εικόνα «μίνι- κραχ» παρουσιάζει η αγορά το τρίμηνο Δεκεμβρίου – Φεβρουαρίου. Πάνω από 1 δισ. ευρώ «έκανε φτερά» από το λιανεμπόριο και τον κλάδο καταναλωτικών προϊόντων μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, με τον συνολικό τζίρο να υποχωρεί από τα 5,4 δισ. ευρώ πέρυσι στα 4,2 δισ. ευρώ φέτος.
Η προεκλογική περίοδος, η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού της χώρας και το κλίμα παρατεταμένης αβεβαιότητας που προκάλεσαν τα σενάρια περί Grexit και η αγωνία για το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων της νέας κυβέρνησης με τους δανειστές μας για το αν θα επέλθει ή όχι συμφωνία «πάγωσαν» την εμπορική κίνηση και την κατανάλωση, όπως τονίζουν εκπρόσωποι του εμπορικού κέντρου. Λειτούργησαν δε, ως αντίβαρο τόσο της εορταστικής περιόδου, όσο και των χειμερινών εκπτώσεων που παραδοσιακά δίνουν σημαντικές «ανάσες» στην αγορά και τις επιχειρήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό πως η κάμψη της εφετινής εκπτωτικής περιόδου υπολογίζεται από εκπροσώπους του εμπορίου και της ΕΣΕΕ στο -5% με -8%, με τον κύκλο εργασιών να αγγίζει τα 5 με 5,1 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Η φθίνουσα πορεία της αγοράς τους τελευταίους τρεις μήνες επιβεβαιώνεται και από τους αριθμούς. Η μείωση έφτασε στο -6% με -8% τον Δεκέμβριο, στο -8% με -10% τον Ιανουάριο και πάνω από 10% τον Φεβρουάριο.
Μεγάλες χαμένες είναι για ακόμη μια φορά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για ορισμένες από τις οποίες η πτώση των πωλήσεών τους κινήθηκε ακόμη και πάνω από 25%. Στον αντίποδα, οι μεγάλες δυνάμεις του λιανεμπορίου, οι οποίες είδαν τον τζίρο τους να αυξάνεται κοντά στο ίδιο ποσοστό.
Μια αγορά δηλ. δύο ταχυτήτων με τους μεγαλύτερους ομίλους να καρπώνονται τα μεγαλύτερα οφέλη.
Αφενός λόγω της μεγαλύτερης ποικιλίας προϊόντων που προσφέρουν, της ευελιξίας που διαθέτουν για να μειώνουν τις τιμές ακόμη και αν συμπιέζονται τα περιθώρια κέρδους τους, αλλά και του πιο «γερού» ταμείου τους που τους επιτρέπει επενδυτικά ανοίγματα, αλλά και περισσότερα σημεία πώλησης.
Από την άλλη πλευρά, οι μικρομεσαίοι αισθάνονται πιο έντονα τη «θηλιά» της κρίσης και της έλλειψης ρευστότητας γύρω από τον λαιμό τους. Τα λειτουργικά τους κόστη είναι αυξημένα, οι πωλήσεις «αιμορραγούν» και πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως έρχονται και νέα λουκέτα- με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για επιπλέον 40.000- αν δε γίνει κάτι άμεσα για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας από τη στιγμή που η συρρίκνωση των εισοδημάτων των καταναλωτών και οι φορολογικές επιβαρύνσεις έχουν γονατίσει το αγοραστικό κοινό και κατ’ επέκταση τον εμπορικό κόσμο.
Ακόμη όμως, και στην περίπτωση των μεγάλων ομίλων, η αγορά ανησυχεί πως ίσως η ανοδική κίνηση των τελευταίων μηνών αποτελεί μία «φούσκα» που σιγά- σιγά θα ξεφουσκώσει. Με την έννοια ότι, ο κόσμος, όπως υποστηρίζουν εκπρόσωποί τους, το διάστημα αυτό με τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν από τη νέα κυβέρνηση για νέες ρυθμίσεις φορολογικές και όχι μόνο, δεν πλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις του, έβγαλε λεφτά από τις τράπεζες και τα «έριξε» στην κατανάλωση.
Όμως, κρατούν επιφυλάξεις αν αυτή η ευφορία συνεχιστεί και για πόσο.
«Αγκάθι» αποτελεί και το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν έχουν ανοίξει τον κρουνό της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Όπως και ότι στο εξωτερικό πολλές εταιρίες αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους προμηθευτές τους, οι οποίοι απαιτούν την αποπληρωμή τους με μετρητά και δε δέχονται εύκολα τις εγγυητικές επιστολές των ελληνικών τραπεζών.
Μέσα σε αυτό το «σκηνικό» η ασφυξία του εμπορικού κόσμου εντείνεται.
ΟΙ ΚΛΑΔΟΙ
Η «βουτιά» στην κατανάλωση έχει επηρεάσει κυρίως τους κλάδους της ένδυσης και της υπόδησης- πλην ελάχιστων εξαιρέσεων που αφορούν τα πολυκαταστήματα και τα εμπορικά κέντρα- με τη μεσοσταθμική πτώση να φτάνει το -10% περίπου. Βαρύ είναι το πλήγμα και για την αγορά του οικιακού εξοπλισμού με τη μείωση των πωλήσεων να φτάνει το 11%- 15%, όπως υποστηρίζουν εκπρόσωποι του κλάδου, ενώ και στα καλλυντικά η πορεία είναι πτωτική.
Αντιθέτως, ανοδική τάση κυρίως τον μήνα Δεκέμβριο κατέγραψε η αγορά των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών σε ποσοστό 10% περίπου.
Πιέσεις όμως, φαίνεται να δέχτηκε και το λιανεμπόριο τροφίμων, το οποίο μέχρι πρότινος αποτελούσε το πιο ανθεκτικό «οχυρό», καθώς οι καταναλωτές πρώτα «κόβουν» τις περιττές δαπάνες και όχι αυτές για τα τρόφιμα. Βέβαια, στον συγκεκριμένο κλάδο το ποσοστό της μείωσης -αν και μικρό- δεν έχει ποσοτικοποιηθεί ακόμη.
«ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ» 25%
«Τρύπα» 13 δισ. ευρώ μέσα σε πέντε χρόνια
Οι απώλειες του 1 δισ. ευρώ του τελευταίου τριμήνου έρχονται να προστεθούν στην… τρύπα των 13 δισ. ευρώ που έχει δημιουργηθεί στην αγορά και σε βασικούς κλάδους της οικονομίας την τελευταία πενταετία (2009- 2014). Οι πωλήσεις έχουν υποχωρήσει κατά 25% περίπου την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Χαρακτηριστικό είναι πως ο κλάδος των βιβλίων έχει χάσει 20 εκατ. ευρώ από τον συνολικό τζίρο των 150 εκατ. ευρώ που κατέγραφε το 2009. Περί τα 100 εκατ. ευρώ έχασε ο κλάδος της αθλητικής ένδυσης το ίδιο διάστημα (450 εκατ. ευρώ σήμερα), αν και οι εκπρόσωποί του θεωρούν πως έχει φτάσει στον… πάτο.
«Βουτιά» 50% και για τον κλάδο παρασκευής και εμπορίας κοσμημάτων, ενώ οι πωλήσεις της ένδυσης γενικότερα έχουν φτάσει στα 12 δις. ευρώ από 15 δισ. ευρώ προ πενταετίας. Εν τω μεταξύ από 1,2 δισ. ευρώ που ξόδευε για την περιποίησή του ο Έλληνας και η Ελληνίδα πριν από την κρίση, σήμερα η αγορά καλλυντικών αγγίζει τα 800 εκατ. ευρώ. Τρία δισ. ευρώ είναι οι απώλειες και για τον κλάδο του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων από το 2009 έως το 2014 (από τα 11,5 δισ. ευρώ στα 8,5 δισ. ευρώ), ενώ 2 δισ. ευρώ έχουν χάσει τα περίπτερα. Τέλος, πάνω από 70% κυμαίνονται οι απώλειες για τον κλάδο του επίπλου και των ειδών οικιακής χρήσης.
ΟΜΙΛΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗ
«Υπάρχει αβεβαιότητα, αλλά αντέχουμε»
«Ο κλάδος των καλλυντικών παρουσιάζει πτώση τζίρου συνολικά και είναι από εκείνους τους κλάδους που από τις αρχές του έτους έχει υποχωρήσει, όμως, ο όμιλος Σαράντη κινείται ανοδικά παρά το κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί. Είμαστε καλά θωρακισμένοι απέναντι σε όποιο τυχόν αρνητικό γεγονός μπορεί να συμβεί- αν συμβεί στο μέλλον. Το ισχυρό μας «όπλο» είναι η υγιής οικονομική θέση της εταιρίας που συμβάλλει στο να μην έχουμε αντιμετωπίσει προβλήματα με τους συνεργάτες μας στο εξωτερικό, αλλά και η διαρκής ανανέωση του χαρτοφυλακίου των προϊόντων μας με αποτέλεσμα να αυξάνουμε διαρκώς τα μερίδια αγοράς σε σχέση με τον ανταγωνισμό».
ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΡΛΑΦΕΚΑΣ (ΛΟΥΞ)
«Αρρυθμία -12% τον Γενάρη»
«Το ρευστό τοπίο επηρέασε περισσότερο τον κλάδο των αναψυκτικών τον Γενάρη, με την αγορά να κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα ως προς τις ποσότητες. Ακόμη και η Λουξ ήταν η πρώτη φορά που κινήθηκε καθοδικά με -12% τον συγκεκριμένο μήνα, όμως, αυτή η μείωση καλύφθηκε από τους μήνες Δεκέμβριο- Φλεβάρη με αποτέλεσμα συνολικά στο τρίμηνο να «τρέχουμε» με ανάπτυξη 14%. Το κλίμα ανασφάλειας επηρεάζει άλλωστε, όχι μόνο τις επιχειρήσεις, αλλά και την ψυχολογία των καταναλωτών και αυτό έγινε φανερό τον πρώτο μήνα του χρόνου. Αισιοδοξούμε και ελπίζουμε πάντως, πως συνολικά το 2015 θα κινηθεί σε καλύτερους ρυθμούς».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΟΓΙΑΤΖΑΚΗΣ (ΟΜΙΛΟΣ ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΥ)
«Απώλειες 3% στην αγορά»
Η αγορά κινήθηκε πτωτικά την χρονική περίοδο του Δεκεμβρίου 2014 – Φεβρουαρίου 2015 καταγράφοντας απώλειες έως και 3%. Οι πολιτικές εξελίξεις επηρέασαν γενικότερα το κλίμα και την ψυχολογία των καταναλωτών και ως εκ τούτου οι αγορές και το καλάθι του καταναλωτή μειώθηκαν αντίστοιχα. Το θετικό είναι ότι ο όμιλος Μαρινόπουλου δεν παρασύρθηκε από το γενικότερο κλίμα με τα νούμερά της να παρουσιάζουν – και τους τρεις μήνες – θετικό πρόσημο. Όπως δηλαδή χαρακτηριστικά κινήθηκε και στο σύνολο της η περασμένη χρονιά.
«ΗΜΕΡΕΣ 2012» ΞΑΝΑΖΟΥΝ ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
«Ασφυξία» από τις απαιτήσεις για προπληρωμές εμπορευμάτων
Έντονες «αναταράξεις» έχουν προκληθεί στην αγορά και από την… ασφυξία στα ταμεία των επιχειρήσεων, η οποία επιτείνεται από το ότι οι τράπεζες είναι φειδωλές στη χορήγηση δανείων, αλλά και από το ότι το τελευταίο τρίμηνο έχει ενταθεί το κλίμα δυσπιστίας στο εξωτερικό απέναντι στην Ελλάδα.
«Ημέρες 2012» βιώνουν ξανά πολλές ελληνικές επιχειρήσεις, κυρίως εισαγωγικές, των οποίων οι συναλλαγές τους με τους ξένους προμηθευτές και αντιπροσώπους τους πραγματοποιούνται μετ’ εμποδίων. Οι τελευταίοι ζητούν οι όποιες συναλλαγές να γίνονται τοις μετρητοίς καθώς εμφανίζονται επιφυλακτικοί στο να αποδεχτούν εγγυητικές επιστολές των ελληνικών τραπεζών ακόμη και ως cash collateral (ενεχυρίαση μετρητών ή τίτλων).
Και μπορεί το φαινόμενο να μην έχει πάρει τις διαστάσεις που είχε προ τριών ετών, τότε που μιλούσαμε σχεδόν για ολοκληρωτικό οικονομικό αποκλεισμό των επιχειρήσεων αν δεν προπλήρωναν τα προϊόντά τους ή τις πρώτες ύλες, όμως, έστω και σε μικρότερο βαθμό επιδεινώνει τη λειτουργία τους.
Ειδικά κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και μέχρι την επίτευξη συμφωνίας στο τρίτο Eurogroup με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, το φαινόμενο έλαβε μορφή «χιονοστιβάδας». Ακόμη και όμιλοι με υγιή ταμεία και ισολογισμούς βρέθηκαν με την… πλάτη στον τοίχο, καθώς οι συνεργάτες τους απαιτούσαν προπληρωμή για την προμήθεια προϊόντων ή πρώτων υλών. Κάτι τέτοιο έφερε σε πολύ πιο δύσκολη θέση μικρότερες σε μέγεθος εταιρίες, οι οποίες υποχρεώθηκαν να ακυρώσουν παραγγελίες τους, καθώς δε διέθεταν την δυνατότητα να εξοφλήσουν με μετρητά.
Όμως, ακόμη και μετά τη συμφωνία- γέφυρα με τους δανειστές, πολλοί ξένοι συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν με αβεβαιότητα την επόμενη ημέρα για την χώρα και την οικονομία της, αφού ο δρόμος των διαπραγματεύσεων είναι ακόμη μακρύς και εξακολουθούν να εφαρμόζουν την ίδια πρακτική, η οποία είχε μετριαστεί από το Φθινόπωρο του 2013.
«Ακόμη και από περιοχές της Αφρικής πέραν των πληρωμών σε μετρητά ζητούν και εγγυήσεις καλής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα να επιβαρυνόμαστε πολύ περισσότερο» τονίζει στην “Deal” γνωστός επιχειρηματίας από τον κλάδο της ένδυσης, ο οποίος αναγκάστηκε να ακυρώσει παραγγελία που είχε δώσει προ δύο μηνών μετά την απαίτηση του εδώ και χρόνια συνεργάτη του να προπληρώσει.
«Χρειάζεται μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, ειδάλλως θα γονατίσουν ακόμη και υγιείς εξαγωγικές και εισαγωγικές επιχειρήσεις» αναφέρει ο ίδιος. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο ασφυκτική για τις επιχειρήσεις λόγω και της έλλειψης χρηματοδότησης από τις τράπεζες. Και αυτό επειδή για να ανταποκριθούν στην εξαγωγική δραστηριότητά τους, οι υγιείς όμιλοι ξοδεύουν μέχρι σήμερα από το «λίπος» τους κυρίως, χωρίς να έχουν άλλη χρηματοδοτική βοήθεια. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται έλλειμμα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τους Ευρωπαίους και άλλους ξένους αντιπάλους τους.