Με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας σκοντάφτει η επένδυση που επρόκειτο να γίνει στον Αστέρα Βουλιαγμένης, το οποίο μπλοκάρει με απόφασή του τη διαδικασία.
Το ΣτΕ έκρινε μη νόμιμη την κατασκευή 100 νέων κατοικιών στη Χερσόνησο του μικρού Καβουρίου.
Σημειώνεται ότι στο ΣτΕ είχε κατατεθεί, για νομοπαρασκευαστική επεξεργασία, το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος με το οποίο προβλέπεται η έγκριση «του ειδικού σχεδίου χωρικής ανάπτυξης δημοσίου ακινήτου (ΕΣΧΑΔΑ), η τροποποίηση του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως της Βουλιαγμένης στην έκταση του Αστέρα Βουλιαγμένης και ο καθορισμός χρήσεων γης και όρων δόμησης».
Αναλυτικά το Διάταγμα
Με το σχέδιο διατάγματος επιχειρήθηκε: 1) η έγκριση ειδικού σχεδίου χωρικής ανάπτυξης δημοσίου ακινήτου (ΕΣΧΑΔΑ) συνολικού εμβαδού 301.864,99 τ.μ. που βρίσκεται στο Μικρό Καβούρι Αττικής, 2) η τροποποίηση του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης της Βουλιαγμένης Αττικής στην έκταση του «Αστέρα Βουλιαγμένης», 3) ο καθορισμός χρήσεων γης και όρων δομήσεως κατά ζώνες, και 4) η έγκριση της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ).
Ειδικότερα, έκταση των 301.864,99 τετραγωνικών μέτρων του Αστέρα Βουλιαγμένης, σύμφωνα με το σχέδιο διατάγματος, χωρίζεται σε πέντε ζώνες και στην κάθε μια από αυτές καθορίζονται διαφορετικές χρήσεις.
Η πρώτη ζώνη, που έχει το μεγαλύτερο επιχειρηματικό ενδιαφέρον, έχει έκταση 201.425 τ.μ. και χαρακτηρίζεται ως περιοχή τουρισμού, αναψυχής και παραθεριστικής κατοικίας.
Από τα 201.425 τ.μ., επιτρέπεται να δομηθούν τα 56.500 τ.μ., εκ των οποίων στα 17.000 τ.μ. θα αναγερθούν αποκλειστικά ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, στα 39.500 τ.μ. θα αναγερθούν κατά κανόνα αυτοτελείς πολυτελείς κατοικίες, αλλά και άλλες εγκαταστάσεις. Ο συντελεστής δόμησης καθορίζεται 0,2 και ο συντελεστής κάλυψης 0,1.
Στην υπόλοιπη έκταση της ζώνης αυτής (161.345 τ.μ.) προβλέπεται η ανέγερση διαφόρων κατασκευών.
Στην ζώνη αυτή θα κατασκευαστούν ελικοδρόμια για την εξυπηρέτηση όλης της τουριστικής μονάδας, χωρίς όμως να προσδιορίζεται πόσα θα κατασκευαστούν.
Ακόμη, επιτρέπεται η κατεδάφιση (ολική ή μερική), η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός των υπαρχόντων ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων σε επτά αστέρων θέρετρα, αλλά και η κατασκευή δύο νέων υπερπολυτελών που θα σπανίζουν διεθνώς και παρόμοια δεν υπάρχουν στον Ελληνικό χώρο. Τα ξενοδοχεία θα έχουν ανώτερη κάλυψη 17.000 τ.μ. και ύψος τα 19 μέτρα, ενώ είναι υποχρεωτική διάσπαση των όγκων ανά 4.500 τ.μ.
Στην ίδια πρώτη ζώνη θα κατασκευαστούν δύο εστιατόρια (σε χώρους εκτός των ξενοδοχείων) με επιφάνεια μέχρι 800 τ.μ. το καθένα και αναψυκτήρια η έκταση των οποίων δεν μπορεί να ξεπερνά τα 1.300 τ.μ. Παράλληλα, είναι δυνατή η διατήρηση -μετά από τις αναγκαίες ανακαινίσεις- των υπαρχόντων αναψυκτηρίων, όπως είναι δυνατή η κατεδάφισή τους ή η κατασκευή νέων με μέγιστο ύψος τα 7,5 μέτρα.
Η μέγιστη επιτρεπόμενη δόμηση των εμπορικών καταστημάτων που θα είναι εκτός των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, προβλέπεται σε 500 τ.μ., ενώ το κάθε κατάστημα δεν μπορεί να είναι πάνω από 200 τ.μ. Και πάλι ως μέγιστο ύψος των καταστημάτων θα είναι τα 7,5 μέτρα.
Ακόμη, το σχέδιο διατάγματος προέβλεπε την συνένωση των υπαρχόντων υπαρχόντων καμπανών ή την δημιουργία νέων πολυτελών καμπανών, την μετατροπή τους σε κατοικίες.
Πάντως, ο συνολικός αριθμός των καμπανών δεν μπορεί να ξεπερνά τις 100. Επίσης, επιτρέπεται και η κατασκευή νέων μεμονωμένων αυτοτελών πολυτελών κατοικιών, με μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος τα 7,5 μέτρα.
Στην υπόλοιποι επιφάνεια της πρώτης ζώνης, προβλέπονται συνεδριακά κέντρα, πολιτιστικές εγκαταστάσεις, αθλητικές εγκαταστάσεις με γήπεδα τένις, γκολφ και άλλων αθλημάτων, αποδητήρια και γραφεία των αθλητικών εγκαταστάσεων, παιδικοί σταθμοί, στεγασμένα Parking για αυτοκίνητα, πούλμαν και αυτοκίνητα μέχρι 3,5 τόνους.
Παράλληλα, τα 49.080 τ.μ. της πρώτης ζώνης χαρακτηρίζονται ως περιοχή πρασίνου, στην οποία απαγορεύεται η κάθε μορφής δόμηση. Στην περιοχή αυτή επιτρέπεται μόνο η δημιουργία μονοπατιών περιπάτου και αναψυχής.
Από τις εγκαταστάσεις της δεύτερης ζώνης (61.505 τ.μ.), άλλες θα διατηρηθούν, άλλες θα ανακαινισθούν και σε άλλες θα γίνει αποκατάσταση των υπαρχόντων κτιρίων, χωρίς όμως να αυξηθεί η υπάρχουσα δόμηση.
Στην τρίτη ζώνη, έκτασης 25.845 τ.μ. απαγορεύεται η δόμηση. Αντίθετα επιτρέπεται η διατήρηση, ανακαίνιση και αποκατάσταση των υφισταμένων εγκαταστάσεων, χωρίς καμία αύξηση δόμησης.
Περιοχή αγκυροβολίου σε προστατευόμενο όρμο» χαρακτηρίζεται η τέταρτη 4η ζώνη (ΙV ζώνη), επιφάνειας 3.000 τ.μ. Στην ζώνη αυτή απαγορεύεται μεν δόμηση, αλλά επιτρέπονται τα έργα υποδομής για την μετατροπή του υπάρχοντος αγκυροβολίου σκαφών μικρού μεγέθους σε τουριστική-λιμενική εγκατάσταση (διάβαζε ελλιμενισμός mega yachts).
Η πέμπτη (V) και τελευταία ζώνη των 10.260 τ.μ. χαρακτηρίζεται «περιοχή προστασίας αρχαιολογικού χώρου» και απαγορεύεται η δόμηση. Επιτρέπονται μόνο έργα προστασίας, αποκατάστασης και ανάδειξης των αρχαιοτήτων μετά από ειδικές μελέτες, οι οποιες θα εγκρίνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες και γνωμοδοτικά όργανα του υπουργείου Πολιτισμού.
Οι σύμβουλοι επικρατείας επεξεργάστηκαν το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος και με την υπ΄ αριθμ. 28/2015 γνωμοδότηση του Ε΄ Τμήματος με πρόεδρο την αντιπρόεδρο του Ανωτάτου Ακυρωτικού Αγγελική Θεοφιλοπούλου και εισηγητή τον πάρεδρο Δημήτρη Βασιλιάδη, έκριναν μη νόμιμο το επίμαχο διάταγμα.
Οι δικαστές αφού ερμήνευσαν το άρθρο 24 του Συντάγματος για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, επισημαίνουν ότι «έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη (τυπικό ή κανονιστικό) να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, την φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής».
Κριτήρια για την χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών, σημειώνεται στην γνωμοδότηση, είναι «η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων».
Κατ’ ακολουθίαν, «απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν την επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και την υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του προβλεπόμενου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος».