Έκτακτο Πρόγραμμα Επενδύσεων και Απασχόλησης με «απλά και γενναία φορολογικά κίνητρα (π.χ. ορισμένες απαλλαγές από φόρους εισοδήματος, ακίνητης περιουσίας, κ.α.) και διάφορες διευκολύνσεις, (χωροταξικές, αδειοδοτικές, κ.α.), έτσι ώστε να δημιουργηθεί μία κρίσιμη μαγιά επενδύσεων για την ανόρθωση της οικονομίας» προτείνει ο ΣΕΒ.
Τα κίνητρα αυτά, όπως αναφέρει, είναι απαραίτητα, για να αντισταθμιστούν όλα τα εμπόδια που υφίστανται για να επενδύσει κανείς στην Ελλάδα (υψηλός κίνδυνος χώρας, ασταθές φορολογικό σύστημα, χρονοβόρες αδειοδοτήσεις εγκατάστασης και λειτουργίας, κλπ.), και για όσο χρόνο θα μας πάρει να φτιάξουμε ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον.
Και θα πρέπει να συνδυαστούν με προώθηση των κοινοτικών προγραμμάτων στήριξης της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, της περιφερειακής οικονομίας, της χρηματοδότησης υποδομών, αξιοποίηση του σχεδίου Γιούνκερ, κλπ. ενώ οι τυχόν απώλειες στα φορολογικά έσοδα θα εξουδετερωθούν από την πάταξη της φοροδιαφυγής και την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, προσθέτει.
Στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο ο ΣΕΒ τονίζει ακόμη ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου πρέπει να είναι «σταθερά προσανατολισμένη προς την ταχύτερη υλοποίηση του Προγράμματος Προσαρμογής, έτσι ώστε η 1η αξιολόγηση να είναι επιτυχημένη και να μπει η χώρα σε έναν ενάρετο κύκλο» τονίζοντας ακόμη ότι η αναδιάρθρωση του χρέους δεν θα επιτευχθεί παρά μόνον εάν είμαστε σε θέση να επιδείξουμε αξιοπιστία, με την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή του Μνημονίου.
«Κανείς», σημειώνει ο ΣΕΒ, «δεν ισχυρίζεται ότι είναι εύκολη η επίτευξη των στόχων του 3ου Μνημονίου, ή, με άλλα λόγια, ότι η ελληνική κοινωνία έχει τις αντοχές και την ωριμότητα που απαιτούνται για να μην ζήσουμε την απόλυτη κατάρρευση.
Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος που το ΔΝΤ επιζητεί με κάθε τρόπο την ελάφρυνση του χρέους, κάτι που, όπως φαίνεται, τελικά θα γίνει. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει χαλάρωση της προσπάθειας πριν ακόμη συμφωνηθεί κάποια επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους.»
Ο Σύνδεσμος χρησιμοποιεί τέλος σκληρή γλώσσα για το κράτος, θέτοντας το ερώτημα «Πώς θα ξεφύγουμε από την αθλιότητα ενός κράτους που, εν είδη μιας ιδιότυπης μαφίας, συνεχίζει να προσφέρει μία κακώς εννοούμενη «προστασία» σε διάφορα οργανωμένα συμφέροντα, κρατώντας την υπόλοιπη κοινωνία σε ομηρεία;»