Ετήσια Μελέτη της ICAP Group – Τα στοιχεία για 12 κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας
Τα συγκεντρωτικά οικονομικά αποτελέσματα του Ελληνικού Εταιρικού Τομέα για τους 12 κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, με βάση τους ισολογισμούς και τα αποτελέσματα χρήσης 22.993 επιχειρήσεων για τη διετία 2013-2014, παρουσιάζει η ετήσια Μελέτη της ICAP Group, «Η Ελλάδα σε Αριθμούς»
Όπως σημειώνεται στο εισαγωγικό σημείωμα της μελέτης της ICAP, μετά από μία μακρά περίοδο ύφεσης (2008-2013) κατά την οποία το Α.Ε.Π. της χώρας παρουσίαζε συνεχή πτώση, το 2014 ορθά χαρακτηρίζεται ως έτος καμπής για την ελληνική οικονομία, δεδομένου ότι υπήρξε αρχικά αποκλιμάκωση και τελικά ανακοπή της υφεσιακής πορείας και επαναφορά σε θετικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ. Τα δημοσιονομικά μεγέθη εμφάνισαν σημαντική βελτίωση δημιουργώντας αισιόδοξες προσδοκίες, όμως στο μέτωπο της πραγματικής οικονομίας οι δυσκολίες δεν εξαλείφθηκαν και οι θετικές εξελίξεις ήταν μάλλον «αδύναμες». Στην παρούσα φάση, η δημοσιονομική θέση της χώρας παρουσιάζει και πάλι επιδείνωση και η οικονομία δοκιμάζεται για άλλη μια φορά από την επιβολή των capital controls και την ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας, γεγονότα που ανέκοψαν την όποια βελτίωση είχε καταγραφεί κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Οι συνθήκες που επικράτησαν στην αγορά το 2014 όπως ήταν φυσικό επηρέασαν άμεσα τη συνολική δραστηριότητα και τα αποτελέσματα του ελληνικού εταιρικού τομέα. Στο επίπεδο του κύκλου εργασιών, η συνεχής πτωτική πορεία που διέγραψε την προηγούμενη πενταετία ανακόπηκε, και το 2014 οι συνολικές πωλήσεις κατέγραψαν μικρή αύξηση, γεγονός οπωσδήποτε θετικό. Εν τούτοις, το συνολικό καθαρό αποτέλεσμα παρέμεινε για άλλη μία χρονιά ζημιογόνο, ωστόσο οι ζημίες συρρικνώθηκαν και πάλι.
Από την επεξεργασία των συγκεντρωτικών μεγεθών των 22.394 επιχειρήσεων, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται αυτές του χρηματοπιστωτικού τομέα, προκύπτει ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 2,3% το 2014, και διαμορφώθηκε σε €148,9 δισ. περίπου. Συγκεκριμένα, αύξηση εμφάνισαν οι πωλήσεις σε επτά από τους εννέα ευρύτερους κλάδους του εταιρικού τομέα (εξαιρουμένου του χρηματοπιστωτικού). Οι κλάδοι που εμφάνισαν την υψηλότερη αύξηση πωλήσεων (διψήφια ποσοστά) ήταν οι Κατασκευές, τα Ξενοδοχεία/Εστιατόρια και τα Ορυχεία-Λατομεία. Αντίθετα, υποχώρηση έστω και οριακή εμφάνισαν οι πωλήσεις στην Ενέργεια/Ύδρευση και τη Μεταποίηση.
Παράλληλα με την αύξηση των συνολικών πωλήσεων, η προσπάθεια περιορισμού του κόστους πωλήσεων είχε θετικό αντίκτυπο και οδήγησε σε αξιόλογη βελτίωση του μεικτού αποτελέσματος. Τα μεικτά κέρδη κατέγραψαν αύξηση της τάξης του 5%, ανερχόμενα σε €28,5 δισ., ενώ το σχετικό περιθώριο διευρύνθηκε σε 19,12%, από 18,64% το προηγούμενο έτος. Οι μεταβολές αυτές οδήγησαν σε εντυπωσιακή βελτίωση (τετραπλασιασμό) του λειτουργικού αποτελέσματος, μεταβολή η οποία όμως δεν ήταν αρκετή ώστε να οδηγήσει σε επαναφορά της κερδοφορίας.
Το συνολικό καθαρό (προ φόρων) αποτέλεσμα παραμένει για πέμπτο συνεχές έτος ζημιογόνο, ωστόσο οι ζημίες συρρικνώθηκαν (-42,1% σε ετήσια βάση) σε €467,2 εκ. το 2014, κυμαινόμενες δηλαδή σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τα πρώτα έτη της κρίσης (το 2011 και το 2010 είχαν καταγραφεί ζημίες ύψους €6,7 δισ. και €3,1 δισ. αντίστοιχα). Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η πλειοψηφία των εταιρειών (το 60,8%) ήταν κερδοφόρες το 2014, ωστόσο οι ζημίες των 8.783 ζημιογόνων εταιρειών υπερίσχυσαν και καθόρισαν το συνολικό αποτέλεσμα.
Η πλειοψηφία των κλάδων του μη χρηματοπιστωτικού εταιρικού τομέα εμφάνισε ζημίες, ενώ οι μόνοι κερδοφόροι κλάδοι το 2014 ήταν το Εμπόριο (παρότι η κερδοφορία του περιορίστηκε σημαντικά), ο κλάδος της Ενέργειας/Ύδρευσης και τα Ξενοδοχεία/Εστιατόρια. Στην άλλη πλευρά, ο πλέον ζημιογόνος κλάδος του εταιρικού τομέα ήταν οι «λοιπές υπηρεσίες».
Ο παράγοντας που συνέβαλε περισσότερο στη «βελτίωση» του συνολικού καθαρού αποτελέσματος (σημαντική περικοπή των ζημιών), ήταν κυρίως οι 2.710 επιχειρήσεις, οι οποίες από ζημιογόνες το 2013 μετατράπηκαν σε κερδοφόρες το 2014. Επιπλέον, υπήρξαν και 6.555 επιχειρήσεις, οι οποίες ήταν ζημιογόνες και τα δύο χρόνια ωστόσο περιόρισαν τις ζημιές τους το τελευταίο έτος.
Τα συνολικά κεφάλαια του μη χρηματοπιστωτικού εταιρικού τομέα σημείωσαν οριακή μόνο μεταβολή το 2014, σε συνέχεια των μειώσεων που είχαν καταγραφεί τα προηγούμενα έτη. Συγκεκριμένα, το συνολικό ενεργητικό αυξήθηκε κατά 0,9% και ανήλθε σε €236,9 δισ. περίπου, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη διεύρυνση του κυκλοφορούντος ενεργητικού και των διαθεσίμων, κατά 2,05% και 11,1% αντίστοιχα.
Από πλευράς παθητικού, τα ίδια κεφάλαια περιορίστηκαν ελαφρά (-1%) ανερχόμενα σε €90,4 δισ. Οι συνολικές υποχρεώσεις αυξήθηκαν κατά 2,1%, μεταβολή που χαρακτήρισε τόσο τις μακροπρόθεσμες, όσο και τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Έτσι, ο δείκτης ξένα προς ίδια κεφάλαια διαμορφώθηκε σε 1,57:1. Παράλληλα, οριακές ήταν οι αυξήσεις στους δείκτες ρευστότητας.
Ο δείκτης της αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων παρέμεινε αρνητικός (από το 2010 διατηρεί αρνητικό πρόσημο) και διαμορφώθηκε σε -0,5% το 2014. Σε κλαδικό επίπεδο, αρνητικούς δείκτες εμφάνισε η πλειοψηφία των τομέων το τελευταίο έτος, με δυσμενέστερο το δείκτη του κλάδου Γεωργίας-Αλιείας.
Διαφορετικές ήταν ωστόσο οι εξελίξεις όσον αφορά στην κατανομή της αποδοτικότητας κατά μέγεθος επιχείρησης. Το 2014 αξιόλογη βελτίωση της αποδοτικότητας καταγράφηκε μόνο στις μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις (με προσωπικό 10-49 και 50-249 ατόμων αντίστοιχα), ενώ στις πολύ μικρές και στις μεγάλες επιχειρήσεις ο δείκτης διατήρησε το αρνητικό πρόσημο.
Μεγέθη ανά τομέα
Σε τομεακό επίπεδο υπήρξαν σημαντικές διαφορές όσον αφορά στα αποτελέσματα των επιχειρήσεων.
Ο κύκλος εργασιών του κλάδου γεωργία-αλιεία αυξήθηκε το 2014/13, κατά 3,7%, σε €1,69 δισ., ταυτόχρονα δε οι συνολικές ζημιές των 279 επιχειρήσεων συρρικνώθηκαν και περιορίστηκαν σε €96,4 εκ. το 2014 (έναντι αντίστοιχων ζημιών €242 εκατ. το 2013). Τα συνολικά κεφάλαια του κλάδου υποχώρησαν κατά 3,2%, περιοριζόμενα σε €2,2 δισ., ενώ εντονότερη ήταν η μείωση των ιδίων κεφαλαίων (-6,9%).
Ο κύκλος εργασιών του μικρού κλάδου ορυχείων-λατομείων, αυξήθηκε για δεύτερη χρονιά, κατά 11,9%, ανερχόμενος στα €478,5 εκ. Ωστόσο, η δραστική επιδείνωση του μη λειτουργικού αποτελέσματος είχε σαν αποτέλεσμα τη διεύρυνση των ζημιών του κλάδου, σε €25,4 εκ. περίπου το 2014 (έναντι ζημιών €2,8 εκ. του προηγουμένου έτους). Τα συνολικά κεφάλαια του κλάδου ανήλθαν σε €1,3 δισ. περίπου, αυξημένα κατά 22,7% σε ετήσια βάση.
Η μεταποίηση, με 4.167 μονάδες, εμφάνισε οριακή μόνο επιδείνωση σε επίπεδο κύκλου εργασιών, εφόσον οι συνολικές πωλήσεις υποχώρησαν το τελευταίο έτος μόλις κατά 0,13%, διαμορφούμενες σε €47 δισ. περίπου. Ωστόσο, η συγκράτηση του κόστους πωλήσεων οδήγησε σε αξιόλογη αύξηση (3,4%) των μεικτών κερδών, γεγονός που επέτρεψε στο λειτουργικό αποτέλεσμα να ανακτήσει το θετικό πρόσημο, κυμαινόμενο όμως σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Τελικά οι ζημίες του κλάδου συρρικνώθηκαν (-62,7%) και διαμορφώθηκαν σε €243,8 εκ. περίπου το 2014. Θετικά αξιολογείται το γεγονός ότι, το ποσοστό των μεταποιητικών επιχειρήσεων που ήταν κερδοφόρες αυξήθηκε για δεύτερο συνεχές έτος, με συνέπεια να καλύπτει σχεδόν το 62% του συνόλου το 2014.
Περαιτέρω, το συνολικό ενεργητικό του μεταποιητικού κλάδου δεν εμφάνισε ουσιαστική μεταβολή και διαμορφώθηκε στα €53,7 δισ. περίπου το 2014. Τα ίδια κεφάλαια περιορίστηκαν κατά 3,3%, ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις αυξήθηκαν κατά 2,1%, μεταβολή προερχόμενη κυρίως από τη διεύρυνση των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε οριακή μεταβολή της δανειακής επιβάρυνσης, σε 0,63 το 2014, ενώ βελτιώθηκαν ελαφρά οι δείκτες ρευστότητας. Επίσης, το μεικτό περιθώριο βελτιώθηκε σε 14,78%, ενώ η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων παρέμεινε αρνητική, με το σχετικό δείκτη να εμφανίζει σχετική «βελτίωση».
Όπως προαναφέρθηκε, ο κλάδος της ενέργειας-ύδρευσης ήταν ο ένας εκ των τριών κερδοφόρων κλάδων του εταιρικού τομέα, ωστόσο η κερδοφορία του κατέγραψε σημαντική υποχώρηση το 2014. Συγκεκριμένα, οι συνολικές πωλήσεις των 741 επιχειρήσεων του κλάδου περιορίστηκαν σε €11,5 δισ., μειωμένες κατά 2,7% έναντι του προηγουμένου έτους. Παράλληλα όμως το κόστος παραγωγής αυξήθηκε σημαντικά, με συνέπεια την κάμψη των μεικτών κερδών (-13,9%). Τελικά, τα κέρδη προ φόρου περιορίστηκαν σε €267,3 εκ. το 2014, μειωμένα κατά 32,6% σε ετήσια βάση.
Από πλευράς μεγεθών ισολογισμού, το ενεργητικό διευρύνθηκε κατά 3,7% το 2014, ανερχόμενο σε €30,6 δισ., εξέλιξη που οφείλεται στην αύξηση τόσο του κυκλοφορούντος όσο και των καθαρών παγίων. Τα ίδια κεφάλαια επίσης σημείωσαν μικρή αύξηση, ενώ διευρύνθηκαν και οι συνολικές υποχρεώσεις (2,9%), γεγονός που προήλθε αποκλειστικά από τις αυξημένες μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις. Η σχέση ξένων/ίδια κεφάλαια διαμορφώθηκε σε 1,28:1, ενώ βελτιώθηκαν οι δείκτες ρευστότητας. Το περιθώριο μεικτού κέρδους επιδεινώθηκε, σε 14,16% το 2014, η δε αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων υποχώρησε σε 2,1% το τελευταίο έτος.
Στον τομέα των κατασκευών, μετά την πολυετή κρίση που έπληξε με σφοδρότητα τον κλάδο, το 2014 καταγράφηκε σημαντική άνοδος του κύκλου εργασιών, με επακόλουθο την αισθητή βελτίωση των αποτελεσμάτων. Από τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα των 1.576 επιχειρήσεων του κλάδου, προκύπτει ότι οι πωλήσεις τους ανήλθαν σε €5,3 δισ. το 2014, αυξημένες κατά 26,1%, γεγονός που αποτελεί την κορυφαία επίδοση μεταξύ όλων των επί μέρους τομέων δραστηριότητας. Παράλληλα, καταγράφηκε εντυπωσιακή αύξηση των μεικτών κερδών (77,4%) και αναστροφή στα λειτουργικά αποτελέσματα (από ζημίες σε λειτουργικά κέρδη). Οι μεταβολές αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα τη θεαματική συρρίκνωση των ζημιών, από €497 εκατ. το 2013 σε €26,3 εκατ. το 2014.
Σχετικά με τη διαμόρφωση του ισολογισμού, το ενεργητικό διευρύνθηκε κατά 6,3%, ανερχόμενο σε €20,5 δισ. Αύξηση (3,3%) παρουσίασαν και τα συνολικά ίδια κεφάλαια, ανερχόμενα σε €8,3 δισ. το 2014, ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις αυξήθηκαν με αρκετά εντονότερο ρυθμό, κατά 8,2%, με συνέπεια ο δείκτης δανειακής επιβάρυνσης του κλάδου να διαμορφωθεί σε 0,59. Το περιθώριο μεικτού κέρδους εμφανίζει δραστική βελτίωση ανερχόμενο σε 15,22% το 2014 (έναντι αντίστοιχου δείκτη 10,82% το 2013), η δε αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων παρέμεινε οριακά αρνητική.
Όσον αφορά το εμπόριο, φαίνεται ότι υπήρξε ανάσχεση της πτωτικής πορείας το 2014 μετά από μία πενταετία υποχώρησης του κύκλου εργασιών, γεγονός οπωσδήποτε θετικό, ωστόσο δεν προκύπτει ξεκάθαρη εικόνα επαναφοράς σε αναπτυξιακή τροχιά. Ο κύκλος εργασιών των 6.756 επιχειρήσεων του κλάδου σημείωσε μικρή αύξηση, κατά 2,2% και ανήλθε σε €53,3 δισ. το 2014, ενώ αυξημένα ήταν και τα μεικτά κέρδη (4,1%) σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Σε επίπεδο καθαρών αποτελεσμάτων, όπως είχε ήδη καταγραφεί στην περσινή έκδοση, το 2013 ήταν το έτος που σηματοδότησε την επάνοδο του κλάδου στην κερδοφορία, μετά από τρία έτη καταγραφής ζημιογόνων αποτελεσμάτων. Το 2014 ωστόσο η συνολική κερδοφορία των εμπορικών επιχειρήσεων υποχώρησε (-40%), τα δε κέρδη προ φόρου περιορίστηκαν σε €658,6 εκατ. Επισημαίνεται ακόμη ότι, το τελευταίο έτος συνεχίστηκε η διεύρυνση του τμήματος των κερδοφόρων εταιρειών του κλάδου, οι οποίες κάλυψαν το 63,7% επί του συνόλου.
Από πλευράς ισολογισμού, τα συνολικά κεφάλαια του εμπορίου εμφανίζουν οριακή αύξηση (0,7%), ανερχόμενα σε €38,8 δισ. περίπου. Παράλληλα, τα μεν ίδια κεφάλαια μειώθηκαν κατά 3,4% ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις διευρύνθηκαν (2,6%), με συνέπεια την οριακή άνοδο της δανειακής επιβάρυνσης στο εμπόριο (0,66).
Το περιθώριο μεικτού κέρδους βελτιώθηκε ελαφρά, σε 19,7% το 2014, ενώ το περιθώριο καθαρού κέρδους και η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων περιορίστηκαν, σε 1,24% και 5,25% αντίστοιχα.
Εντυπωσιακή ήταν η βελτίωση των αποτελεσμάτων στον κλάδο ξενοδοχείων-εστιατορίων το τελευταίο έτος, με σημαντική αύξηση του κύκλου εργασιών και επάνοδο στην κερδοφορία. Συγκεκριμένα, οι συνολικές πωλήσεις των 2.668 επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 12,8%, σε €3,6 δισ. το 2014. Τα αντίστοιχα μεικτά κέρδη αυξήθηκαν με έντονο ρυθμό (23,6%), στοιχείο ενδεικτικό μεγάλης περικοπής του κόστους, γεγονός που οδήγησε σε αλματώδη άνοδο του λειτουργικού αποτελέσματος. Τελικά, οι μεταβολές αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα τη θεαματική αναστροφή του καθαρού αποτελέσματος, από ζημίες το 2013 σε σημαντικά κέρδη (προ φόρου) το 2014, τα οποία ανήλθαν σε €143,3 εκ. το τελευταίο έτος. Επίσης, οι κερδοφόρες επιχειρήσεις του κλάδου υπερίσχυσαν, κατέχοντας μερίδιο σχεδόν 56% επί του συνόλου.
Περαιτέρω, το συνολικό ενεργητικό του κλάδου αυξήθηκε μόλις κατά 0,8%, ανερχόμενο σε €13,4 δισ. το 2014, ενώ αξιόλογη αύξηση σημείωσαν τα ίδια κεφάλαια, τα οποία ανήλθαν σε €6,8 δισ. Σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς δείκτες, επισημαίνεται η βελτίωση του μεικτού περιθωρίου, από 29,15% το 2013, σε 31,94% το 2014. Το περιθώριο καθαρού κέρδους ανήλθε σε 3,99% και η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων σε 2,12%.
Ο κλάδος μεταφορών-επικοινωνιών βρέθηκε αντιμέτωπος με νέα επιδείνωση της κερδοφορίας. Οι συνολικές πωλήσεις των 963 επιχειρήσεων κατέγραψαν μικρή μόνο αύξηση (της τάξης του 2%), ανερχόμενες σε €11,9 δισ. το 2014. Η σημαντική περικοπή που σημειώθηκε στις χρηματοοικονομικές δαπάνες και τα έξοδα διοίκησης και διάθεσης, οδήγησαν σε αναστροφή των λειτουργικών αποτελεσμάτων (από ζημίες σε σημαντικά λειτουργικά κέρδη). Η θετική αυτή εξέλιξη όμως δεν ήταν αρκετή για να αποτρέψει το ζημιογόνο αποτέλεσμα και οι ζημίες χρήσεως υπερδιπλασιάστηκαν το 2014, ανερχόμενες σε €435,3 εκ., γεγονός που οφείλεται στη δυσμενή διαμόρφωση του μη λειτουργικού αποτελέσματος.
Από πλευράς ισολογισμού, το συνολικό ενεργητικό μειώθηκε κατά 0,8%, σε €40,1 δισ. Τα ίδια κεφάλαια περιορίστηκαν επίσης (-2,1%) το 2014, ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις κατέγραψαν οριακή μόνο μεταβολή. Ο δείκτης ξένα προς ίδια κεφάλαια διαμορφώθηκε σε 2,21:1. Οι δείκτες ρευστότητας ουσιαστικά παρέμειναν σταθεροί, ενώ το περιθώριο μεικτού κέρδους ανήλθε σε 36,8% το 2014.
Ο κλάδος των λοιπών υπηρεσιών είναι εκτεταμένος και πολυσύνθετος. Περιλαμβάνει 5.145 επιχειρήσεις που έχουν πολύ διαφορετικές δραστηριότητες όπως: διαχείριση ακινήτων, πληροφορική, ψυχαγωγία, υγεία, εκπαίδευση κ.ά. Ο συνολικός κύκλος εργασιών του κλάδου αυξήθηκε κατά 5,9%, σε €14,2 δισ. το 2014, ενώ ακόμη εντονότερη ήταν η αύξηση των μεικτών κερδών (11,4%). Ωστόσο, οι αυξημένες δαπάνες διοίκησης & διάθεσης υπερκάλυψαν τα μεικτά κέρδη, με αποτέλεσμα τη δραστική επιδείνωση του λειτουργικού αποτελέσματος. Το τελικό αποτέλεσμα παρέμεινε ζημιογόνο, οι δε ζημίες αυξήθηκαν σχεδόν κατά 3%, σε €709,2 εκ.
Και σε αυτόν τον κλάδο εντοπίζονται σημαντικές ενδοκλαδικές διαφορές. Μεταξύ των 10 υποκλάδων, πέντε αναδείχτηκαν κερδοφόροι το 2014, με τα υψηλότερα κέρδη να προέρχονται από τον κλάδο της «επιχειρησιακής μίσθωσης». Αντίθετα, ο πλέον ζημιογόνος υποκλάδος ήταν για μία ακόμη φορά η διαχείριση ακίνητης περιουσίας.
Όσον αφορά στον χρηματοπιστωτικό τομέα, εντυπωσιακή ήταν η ανατροπή που παρουσίασε ο κλάδος των τραπεζών. Πράγματι ο κλάδος αυτός είχε σημειώσει επάνοδο στην κερδοφορία το 2013, όμως η θετική αυτή εξέλιξη «ακυρώθηκε» το τελευταίο έτος. Συγκεκριμένα, το 2014 τα συνολικά έσοδα των 11 τραπεζών που περιλαμβάνονται στην έκδοση αυξήθηκαν κατά 1,3%, ανερχόμενα σε €10,8 δισ. Ωστόσο, η θεαματική πτώση (-85,8%) των «λοιπών λειτουργικών εσόδων» και τα πολύ υψηλά (συγκριτικά) λειτουργικά έξοδα, οδήγησαν και πάλι σε καταγραφή υπέρογκων ζημιών (ύψους €8,2 δισ. περίπου) το 2014, έναντι αντίστοιχων κερδών €1,29 δισ. του προηγουμένου έτους (κερδοφορία η οποία ωστόσο οφειλόταν κυρίως σε μη επαναλαμβανόμενα έσοδα, λόγω ενσωμάτωσης υπεραξίας που προέκυψε από εξαγορές).
Σχετική επιδείνωση παρουσίασε και ο κλάδος των ασφαλειών, η οποία όμως ήταν μικρής έκτασης και δεν συγκρίνεται με αυτή του τραπεζικού τομέα. Συγκεκριμένα, τα συνολικά έσοδα των 227 ασφαλιστικών επιχειρήσεων διαμορφώθηκαν σε €4 δισ. περίπου το 2014, μειωμένα κατά 13,1% έναντι του προηγουμένου έτους. Σε επίπεδο μεικτών και λειτουργικών κερδών η υποχώρηση ήταν λιγότερο έντονη. Τελικά, τα κέρδη προ φόρου εμφάνισαν μείωση (-13,7%) και διαμορφώθηκαν σε €452,9 εκ. το 2014, από €524,8 εκ. το 2013. Αξίζει να επισημανθεί ότι, η μεγάλη πλειοψηφία (75% περίπου) των επιχειρήσεων του κλάδου ήταν κερδοφόρες.
Περαιτέρω, τα συνολικά κεφάλαια δεν εμφάνισαν αξιόλογη μεταβολή, ανερχόμενα σε €16,3 δισ. Σημαντική ωστόσο ήταν η μεταβολή σε επίπεδο ιδίων κεφαλαίων, τα οποία αυξήθηκαν κατά 13,6%, σε €3 δισ. περίπου, ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις μειώθηκαν κατά 12,4%.
Τέλος, ζημιογόνος παραμένει ο σύνθετος κλάδος των λοιπών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, που περιλαμβάνει 361 επιχειρήσεις προερχόμενες από κλάδους συμμετοχών, χρηματοδοτικής μίσθωσης, χρηματιστηριακών συναλλαγών, factoring, κ.ά. Ο συνολικός κύκλος εργασιών κατέγραψε μικρή αύξηση (2%) και διαμορφώθηκε σε €1,5 δισ. περίπου το 2014, ωστόσο θεαματική ήταν η βελτίωση των αντίστοιχων μεικτών κερδών (51,9%). Τα λειτουργικά αποτελέσματα παρέμειναν αρνητικά λόγω των ιδιαίτερα υψηλών δαπανών διοίκησης & διάθεσης. Τελικά, οι ζημίες χρήσεως περιορίστηκαν σημαντικά (-36,4%) και διαμορφώθηκαν σε €508,2 εκ. το 2014, από €799 εκ. το 2013.
«Ενδείξεις ασθενούς ανάκαμψης και στο Α΄ εξάμηνο του 2015»
Δήλωση του Νικήτα Κωνσταντέλλου, Διευθύνοντος Συμβούλου Ομίλου ICAP:
«Σχετικά με το επιχειρηματικό – οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε τη συγκεκριμένη περίοδο, το 2014 σημειώθηκαν, για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης, θετικές επιδόσεις στην Ελληνική οικονομία, με τις ενδείξεις ασθενούς ανάκαμψης να διατηρούνται και στο Α΄ εξάμηνο του 2015. Στη συνέχεια όμως οι όποιες θετικές εξελίξεις ανατράπηκαν, με συνέπεια η χώρα να βρεθεί και πάλι σε περιβάλλον ύφεσης και το ΑΕΠ να υποχωρεί οριακά και πάλι.
Οι συνθήκες που επικράτησαν στην αγορά το 2014 όπως ήταν φυσικό επηρέασαν άμεσα τη συνολική δραστηριότητα και τα αποτελέσματα των ελληνικών επιχειρήσεων. Στο επίπεδο του κύκλου εργασιών, η συνεχής πτωτική πορεία που διέγραψε την προηγούμενη πενταετία ανακόπηκε, και το 2014 οι συνολικές πωλήσεις κατέγραψαν μικρή αύξηση, γεγονός οπωσδήποτε θετικό. Εν τούτοις, το συνολικό καθαρό αποτέλεσμα παρέμεινε για πέμπτο συνεχές έτος ζημιογόνο, γεγονός που χαρακτήρισε την πλειοψηφία των κλάδων του εταιρικού τομέα.
Θετικό στοιχείο ήταν βέβαια το γεγονός ότι στο μη χρηματοπιστωτικό τομέα οι ζημίες περιορίστηκαν για άλλη μια χρονιά σημαντικά. Ειδικότερα, οι ζημίες συρρικνώθηκαν κατά 42,1%, κυμαινόμενες δηλαδή σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τα πρώτα έτη της κρίσης (το 2011 και το 2010 είχαν καταγραφεί ζημίες ύψους €6,7 δισ. και €3,1 δισ. αντίστοιχα). Όσον αφορά στον χρηματοπιστωτικό τομέα, εντυπωσιακή ήταν η ανατροπή που παρουσίασε ο κλάδος των τραπεζών, ο οποίος είχε σημειώσει επάνοδο στην κερδοφορία το 2013, όμως η θετική αυτή εξέλιξη «ακυρώθηκε» το τελευταίο έτος. Είναι εμφανές ότι απαιτείται ακόμη πολύ μεγάλη προσπάθεια από όλες τις πλευρές (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) για την επάνοδο σε συνθήκες επαρκούς και διατηρήσιμης κερδοφορίας.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι στις παρούσες συνθήκες όπου η οικονομία δοκιμάζεται για άλλη μια φορά από την επιβολή των capital controls και την ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας, είναι θέμα ύψιστης προτεραιότητας η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών λειτουργίας στην «πραγματική» οικονομία, η προσέλκυση επενδύσεων και η επαναφορά της ρευστότητας στην αγορά, ώστε να επιστρέψουμε σε σταθερή και υγιή ανάπτυξη. Σε αυτήν την προοπτική, οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να εντείνουν τις προσπάθειές τους, επενδύοντας στο μέλλον με τόλμη και αποφασιστικότητα.»