Οι ελληνικές εξαγωγές, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, μειώθηκαν φέτος κατά 8% το πρώτο εξάμηνο.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, η έλλειψη ρευστότητας στην ελληνική αγορά και ο σκόπελος των κεφαλαιακών ελέγχων προκαλούν σοβαρές δυσχέρειες. Όμως, κάποιοι αντιστέκονται δημιουργικά, όπως η εταιρεία παραγωγής αναψυκτικών της Green Cola.
Μπήκε στην ελληνική αγορά το 2012, όταν η ύφεση στην ελληνική οικονομία άρχισε να δείχνει έντονα τα σημάδια της. Γρήγορα κατέκτησε το ελληνικό κοινό και θέλησε να ανοίξει τα φτερά της στο εξωτερικό. Στην αρχή με τη βοήθεια της εταιρείας “Greekys”, που έχει ως στόχο την προώθηση καινοτόμων προϊόντων στις γερμανόφωνες χώρες, πραγματοποιεί τις πρώτες εξαγωγές στη Γερμανία και εν συνεχεία δημιουργεί ξεχωριστά μια αμιγώς γερμανική εταιρεία για τη διανομή της Green Cola στη γερμανική αγορά.
«Μέσω της εταιρείας “Greekys” θελήσαμε να χτίσουμε μία γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας κι ένα κλίμα εμπιστοσύνης», αναφέρει ο Λεωνίδας Στόικoς, διευθυντής της Green Cola Germany GmbH. Μπαίνοντας πρώτα στα 24ωρα μίνι μάρκετ, το ελληνικό αναψυκτικό πλέον πρωταγωνιστεί στα ράφια των γνωστών γερμανικών αλυσίδων σούπερ-μάρκετ αλλά και στα καταστήματα γαστρονομίας.
Πέρα από τη δημιουργία της εταιρείας στη Γερμανία, η δραστηριότητα της Green Cola παρουσιάζει και ένα άλλο αξιοσημείωτο: η πρώτη ύλη παράγεται στην Ελλάδα αλλά η τελική εμφιάλωση γίνεται στη Γερμανία. Δυσκολίες; «Οι πολλές εργατοώρες και η ιδιαιτερότητα του προϊόντος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Στόικος. Το φετινό καλοκαίρι δεν είχε ιδιαίτερες διακοπές γι’αυτόν, μιας και «’ξεκλειδώνουν’ και άλλες περιοχές για την πώληση του προϊόντος».
Η γερμανική αγορά υποδέχθηκε ένθερμα το ελληνικό προϊόν. Οι λόγοι; Η πρωτοτυπία και τα συστατικά του. Όπως επισημαίνει ο κ. Ούλριχ Λοσλ, συνεργάτης της Green Cola για τη διανομή του προϊόντος στο κρατίδιο της Βάδης-Βυτεμβέργης, «δεν υπάρχει κάποιο άλλο παρόμοιο προϊόν στην κατηγορία του στη Γερμανία. Το βασικό του πλεονέκτημα είναι η ίδια του η συνταγή: οι σχεδόν μηδενικές θερμίδες, οι φυσικές γλυκαντικές ύλες, όπως η στέβια, που όμως δίνουν μία γευστική και δροσιστική εμπειρία στον καταναλωτή».
Παρ’ όλες τις δυσκολίες τα ελληνικά προϊόντα συνεχίζουν να χαίρουν υψηλής εκτίμησης στο γερμανικό καταναλωτικό κοινό. Κατά τον κύριο Λοσλ, δεν παρατηρούνται αρνητικές στερεοτυπικές συμπεριφορές για κάποιο προϊόν λόγω της ελληνικής του προέλευσης: «Προϊόντα υψηλής ποιότητας, όπως για παράδειγμα το ελαιόλαδο, εκτιμώνται ιδιαίτερα. Αποφασιστικό ρόλο για την πετυχημένη πορεία τους στη γερμανική αγορά παίζει η αυθεντικότητα της προέλευσής τους».
Την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο κ. Στόικος: «Δεν υπάρχει κάποια διάθεση διάκρισης ή υποτίμησης για τα ελληνικά προϊόντα στη Γερμανία. Όπου αυτό συμβαίνει, πιστεύω γίνεται δικαίως για λόγους χαμηλής ποιότητας ή υψηλών τιμών». Ο ίδιος πιστεύει πως οι Έλληνες εξαγωγείς πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειες τους και ότι η γερμανική αγορά αποτελεί εύφορο έδαφος. «Αρκεί να κάνουν προσεκτική έρευνα αγοράς και να κινούνται με επαγγελματισμό», όπως επισημαίνει, σε όλα τα στάδια της επιχειρηματικής τους δράσης, από την παραγωγή ως το ράφι. Όπως τονίζει, κλειδί της επιτυχίας «είναι η συνέργεια μεταξύ μικρών και μεγαλύτερων παραγωγών αλλά και εξειδικευμένου προσωπικού», όπως και «η συνεργασία με το δυναμικό της δεύτερης και τρίτης γενιάς των Ελλήνων του εξωτερικού, που μπορεί να τους ωφελήσει σε μεγάλο βαθμό».