Με επιτυχία ολοκληρώθηκε η ομολογιακή έκδοση ύψους 250 εκατ. ευρώ που πραγματοποίησε η Wind Hellas, με αναδόχους τις JP Morgan και η Citi.
Η τηλεπικοινωνιακή εταιρεία (μέσω της μητρικής της Crystal Almond S.à r.l.) πέτυχε τον κύριο στόχο, να αντλήσει μέσω των διεθνών αγορών κεφάλαια 250 εκατ. ευρώ, ένα από τα μεγαλύτερα ποσά μεταξύ των ελληνικών εταιρειών που προχώρησαν σε ομολογιακές εκδόσεις από την αρχή του έτους.
Αν και η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να προκαλεί ανησυχία στους επενδυτές, το κλίμα για τη Wind στις διεθνείς αγορές ήταν εξ αρχής πολύ διαφορετικό. Η όποια ανησυχία των επενδυτών αντισταθμίστηκε από την υγιή χρηματοοικονομική εικόνα της εταιρείας τα τελευταία χρόνια – παρά την ύφεση της εγχώριας οικονομίας – αλλά και τις αναπτυξιακές προοπτικές που τους παρουσίασε η διοίκηση της.
Το εγχείρημα της Wind ήταν και για έναν επιπλέον λόγο επιτυχές καθώς είναι η μόνη ελληνική εταιρεία που πέτυχε να πάρει από τις διεθνείς αγορές ένα τόσο μεγάλο ποσό, έχοντας το 100% της δραστηριότητας και των εσόδων της στην ελληνική αγορά. Έτσι, το γεγονός ότι το κουπόνι του δανείου διαμορφώθηκε υψηλά, στο 10%, δεν αποτέλεσε έκπληξη καθώς επηρεάστηκε κατά κύριο λόγο από την εικόνα της χώρας στις αγορές.
Όπως αναφέρουν πηγές προσκείμενες στην εταιρεία, η διοίκηση της Wind απέσπασε πολύ θετικά σχόλια στη διάρκεια του roadshow που προηγήθηκε της έκδοσης του ομολογιακού και προχώρησε στο άνοιγμα του βιβλίου προσφορών την περασμένη Τρίτη με βεβαιότητα για το επενδυτικό ενδιαφέρον.
To θετικό κλίμα των αγορών απέναντι στη Wind ενισχύθηκε και από τις αξιολογήσεις των οίκων Standard & Poor’s και Fitch που βαθμολόγησαν με Β stable και Β- αντίστοιχα το ομόλογο της εταιρείας, βλεποντας σταθεροποίηση εσόδων, ενίσχυση ρευστότητας και αύξηση στα μελλοντικά έσοδα της τηλεπικοινωνιακής εταιρείας.
Το επενδυτικό πλάνο
Πέραν της ομολογιακής έκδοσης που υλοποιήθηκε, οι μέτοχοι της Wind Hellas προχωρούν παράλληλα και σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 25 εκατ. ευρώ, εκφράζοντας έμπρακτα την εμπιστοσύνη τους στην εταιρεία και στην διοίκηση.
Τα νέα κεφάλαια θα αποπληρώσουν πλήρως τον υφιστάμενο δανεισμό της Wind και τα υπόλοιπα, μαζί με ίδια κεφάλαια που παράγει η εταιρεία από τη λειτουργία της, θα κατευθυνθούν σε υποδομές νέας γενιάς, κυρίως δίκτυα υπέρ- υψηλών ταχυτήτων τόσο σε κινητή όσο και σταθερή, καθώς και στην παροχή περιεχομένου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη στρατηγική της Wind, τα 250 εκατ. ευρώ θα αξιοποιηθούν για να αποπληρώσουν υφιστάμενο δανεισμό ύψους 175 εκατ. ευρώ και για να ενισχύσουν το πλάνο ψηφιακής ανάπτυξης που ηδη υλοποιεί η εταιρεία και το οποίο θα ανέλθει στα 500 εκατ.ευρώ έως το 2020, χρηματοδοτούμενο από ίδια κεφάλαια, από ένα μέρος του δανείου καθώς και από τους μετόχους της, η οποίοι μέσω της ΑΜΚ θα εισφέρουν στα ταμεία της επιπλέον 25 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η ΑΜΚ έχει και σημαντικό συμβολικό χαρακτήρα για μια ελληνική εταιρεία καθώς οι μέτοχοι της Wind, αν και ξένα επενδυτικά κεφάλαια, έχουν πειστεί για τις αναπτυξιακές προοπτικές της και το ρόλο που θα διαδραματίσει στην ψηφιακή οικονομία και κοινωνία της χώρας. Η διοίκηση της Wind έχει πολλές φορές αναφερθεί στο όραμα της για την Ψηφιακή Ελλάδα του 2020, υποστηρίζοντας ότι η δημιουργία υποδομών υπερ- υψηλών ταχυτήτων στην κινητή και τη σταθερή τηλεφωνία είναι μονόδρομος όχι μόνο για την ανάπτυξη της Wind αλλά και για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι επενδύσεις της κατευθύνονται σε δίκτυα νέας γενιάς τόσο στην κινητή (4G, 4G+) όσο και στη σταθερή τηλεφωνία (οπτικές ίνες ως τον τελικό χρήστη), χτίζοντας νέες υποδομές με εντατικούς ρυθμούς. Χαρακτηριστικά, από την εταιρεία αναφέρεται ότι η εταιρεία κατόρθωσε στη διάρκεια της περυσινής χρονιάς να ανέβει απο το μηδέν στο 60% της πληθυσμιακής κάλυψης στο 4G, επίδοση ρεκόρ πανευρωπαϊκά. Στο τέλος του 2016 η πληθυσμιακή κάλυψη της Wind σε 4G θα φτάσει το 75% περίπου, με ορίζοντα να αγγίξει το 100% το 2018.
Παράλληλα, η εταιρεία διοχετεύει σημαντικά κεφάλαια στην ανάπτυξη του δικτύου οπτικών ινών που θα προσφέρει υπερ-υψηλές ταχύτητες(100-300 mbps) στη σύνδεση με το Internet, δηλαδή τχύτητες πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα και μάλιστα πάνω σε ιδιόκτητο δίκτυο. Σύμφωνα με πληροφορίες, είναι ήδη έτοιμα τα πιλοτικά δίκτυα οπτικών ινών σε κάποιους δήμους της Αθήνας και της περιφέρειας και σύντομα θα συνδεθούν οι πρώτοι πελάτες.