Περίπου μία στις πέντε εταιρείες εκτιμάται ότι θα οδηγηθεί σε πτώχευση ή θα βρεθεί σε κατάσταση φοβερής ασυνέπειας μέσα στο επόμενο έτος, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η ICAP, κατά τη διάρκεια του 9ου Συνεδρίου Credit Risk Management.
Βάσει έρευνας για την εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2015 μόλις το 0,29% των εταιρειών αξιολογείται ως χαμηλού ρίσκου και το 9,6% περιορισμένου ρίσκου, έναντι 10% χαμηλού ρίσκου και 52,34% μετρίου ρίσκου το 2009. Από κει και πέρα, το 27,3% είναι σχετικά υψηλού ρίσκου και το 62,8% πολύ υψηλού ρίσκου, από 31,56% και 6,17% αντίστοιχα το 2009.
Επίσης, σήμφωνα με δημοσίευμα της Ναυτεμπορικής, συνεχίστηκε και στο τέλος του 2015 η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των εταιρειών, καθώς η αναλογία αναβαθμίσεων προς υποβαθμίσεις ήταν μία προς 2,34.
Συνεχιζόμενη τάση μείωσης των όρων πίστωσης
Ένα ακόμη σημαντικό συμπέρασμα που παρουσίασε η Icap αφορά τη συνεχιζόμενη τάση των επιχειρήσεων να μειώνουν του όρους πίστωσης με τους οποίους συναλλάσσονται.
Η τάση αυτή είχε αρχίσει να διαφαίνεται από το 2015, που σημαντικό μέρος της αγορά είχε μετατοπιστεί σε συναλλαγές χωρίς πίστωση (μετρητά). Το 2016 οι συναλλαγές με μετρητά αποτελούν πλέον τον δεύτερο πιο συνηθισμένο όρο συναλλαγής με 21%, συνέπεια του κλίματος αβεβαιότητας που υπάρχει στην αγορά.
Επίσης το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων (69%) αποπληρώνει τις υποχρεώσεις του με καθυστέρηση, πέραν των προσυμφωνημένων όρων πίστωσης, με τον μέσο όρο ημερών καθυστέρησης να υπολογίζεται στις σαράντα ημέρες πέραν των όρων. Από αυτές το 52% αποπληρώνει με καθυστέρηση από μία έως εξήντα ημέρες, δηλαδή η καθυστέρηση δεν ξεπερνά τους δύο μήνες.
Χθες, η ICAP παρουσίασε και τα πρώτα συγκεντρωτικά αποτελέσματα για την πορεία του 2015 για 7.896 Α.Ε. και ΕΠΕ, για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις και των πέντε τελευταίων κλεισμένων διαχειριστικών χρήσεων. Για τις εταιρείες αυτές, ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε στα 105,1 δισ. ευρώ από 109,2 δισ. ευρώ το 2014, μειωμένος κατά 3,9%.
Αντίστοιχα, η λειτουργική κερδοφορία EBITDA για τις ίδιες επιχειρήσεις διαμορφώθηκε σε 9,8 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 17% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ για πρώτη φορά εμφανίστηκαν κέρδη 1,9 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί πως, αν και θεωρείται θετικό το γεγονός της επανεμφάνισης της κερδοφορίας έπειτα από μια πενταετία, η μείωση του τζίρου δεν είναι καλός οιωνός, αφού ο τζίρος συνδυάζεται με την ανάπτυξη κι έτσι η πτωτική πορεία του δείχνει ότι η ανάκαμψη δεν πλησιάζει.
Σχετικά με τις συνθήκες χρηματοδότησης, οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων αυξήθηκαν από 107,2 δισ. ευρώ το 2014 σε 108 δισ. ευρώ το 2015, ωστόσο ο τζίρος μειώθηκε. H αναλογία βραχυπρόθεσμου προς μακροπρόθεσμο το 2012 είχε τη μέγιστη τιμή (1,5 προς 1), σταδιακά μειώθηκε και το 2014 έφτασε το 1,27 προς 1, αλλά το 2015 αυξήθηκε πάλι στο 1,45:1, καθώς τη συγκεκριμένη χρονιά δεν γίνονταν αναχρηματοδοτήσεις και νέες πιστώσεις.
Εκτιμάται, πάντως, πως το 2016 η σχέση θα βελτιωθεί υπέρ των μακροπρόθεσμων δανείων, καθώς οι τράπεζες ξεκίνησαν και πάλι διαδικασίες αναδιάρθρωσης δανείων.
Η σχέση των ξένων προς τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων μειώθηκε στη διάρκεια της ίδιας περιόδου και διαμορφώθηκε από 2,86 προς 1 σε 2,49 προς 1.
Αρνητικό ισοζύγιο ιδρύσεων – διαγραφών
Όσον αφορά τη δημιουργία νέων εταιρειών, η μείωση του αριθμού ιδρύσεων νέων επιχειρήσεων συνεχίστηκε για μια ακόμα χρονιά.
Έτσι με βάση τα στοιχεία του εννεαμήνου 2016 σημειώνεται μείωση των νέων ιδρύσεων κατά 10,41%, σε 21.657 από 24.174 το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2015. Για πρώτη φορά εμφανίζεται αρνητικό ισοζύγιο μεταξύ των ιδρύσεων και των διαγραφών επιχειρήσεων (21.657 εγγραφές – 24.350 διαγραφές).
Οι ΙΚΕ συνεχίζουν την αυξητική πορεία τους αποσπώντας μερίδιο από τις λοιπές νομικές μορφές με ποσοστό 43,35%, οι ατομικές επιχειρήσεις μειώθηκαν το 2016 σε 14.335 από 17.359 το εννεάμηνο 2015, ενώ αυξήθηκαν οι διαγραφές τους σε 16.587 το 2016 έναντι 12.331 το αντίστοιχο διάστημα του 2015.
Οι δε ανώνυμες εταιρείες που διέκοψαν τη λειτουργία τους ανέρχονται σε 636, έναντι 474 το αντίστοιχο διάστημα του 2015, ενώ οι ΕΠΕ που διεγράφησαν το εννεάμηνο του 2016 ήταν 1.474 επιχειρήσεις, έναντι 831 το αντίστοιχο διάστημα του 2015.