O συνεχιζόμενος απόηχος του πολυσυζητημένου σκανδάλου της βρετανικής θυγατρικής της, DePuy, φαίνεται ότι φέρνει το τέλος εποχής για τις «χρυσές» δουλειές της Johnson & Johnson στην Eλλάδα.
H προ ημερών επ αόριστον αναβολή της δίκης για υπερκοστολογήσεις ορθοπεδικού υλικού/εξοπλισμού σε δημόσια νοσοκομεία και φερόμενες μίζες 11,6 εκατ. ευρώ σε γιατρούς και υπαλλήλους, λόγω παρατυπιών (μη έγκυρη κλήση αλλοδαπών κατηγορουμένων) παρομοιάσθηκε με το «φιάσκο Siemens».
Aνεξάρτητα, όμως, από τον χρόνο έκδοσης των αποφάσεων για τις ποινές που θα επιβληθούν, η υπόθεση ερευνάται σε «βάθος» αρκετών ετών και δεν παύει να προκαλεί «πονοκέφαλο» στον αμερικανικό «κολοσσό». Γιατί, όσο ο «θόρυβος» δεν σταματά, αναπόφευκτα προκαλεί φθορά. Ήδη, μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, η «κάνουλα» των νοσοκομείων δείχνει να έχει κλείσει και πλέον προϊόντα όπως τα επίμαχα, «κινούνται» διστακτικά.
Στην ελληνική αγορά, η Johnson & Johnson βρίσκεται από το 1975 και κατάφερε με την πάροδο του χρόνου να εξασφαλίσει σημαντικά έσοδα από τους δυο κλάδους της, ιατρικό (χειρουργικά εργαλεία/προϊόντα, μηχανήματα, ορθοπεδικά κ.α.) και καταναλωτικό (προϊόντα υγιεινής, καλλυντικά για ενήλικες, παιδιά, βρέφη κ.α.).
Στο συγκεκριμένο timing, δεν θεωρείται τυχαία η στροφή που κάνει σε επίπεδο μητρικού ομίλου στον κλάδο του φαρμάκου, με τις επαφές της για την εξαγορά της ελβετικής εταιρίας βιοτεχνολογίας Actelion (αξίας 17 δισ. $), μετά το deal του Σεπτέμβρη για την Abbott Laboratories (αντί 4,33 δισ. $).
Mετά τις διεθνείς διαστάσεις που έλαβε το σκάνδαλο των δωροδοκιών στην Eυρώπη, επιβλήθηκε στην Johnson & Johnson πρόστιμο 75 εκατ.$ από τις αμερικανικές αρχές, ενώ, στην Eλλάδα, η DePuy φέρεται να δημιούργησε ανυπολόγιστη ζημιά στο δημόσιο (2000-2006), από τις υπερκοστολογήσεις (έως 35%) που οδήγησαν στο εδώλιο 24 κατηγορούμενους…
Από την Έντυπη Έκδοση