Να παραμείνει και μετά την κρίση το πρόγραμμα αγορών κρατικών ομολόγων, γνωστό και ως ποσοτική χαλάρωση (QE), «ζητούν» στην πλειονότητά τους οι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι.
Σε έρευνα στελεχών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 68% των ακαδημαϊκών δήλωσαν ότι οι αγορές κρατικών ομολόγων πρέπει να παραμείνουν μέσο πολιτικής, ενώ περίπου το 11% απάντησαν ότι πρέπει να διατηρηθούν με κάποια τροποποιημένη μορφή.
Ο ενθουσιασμός των οικονομολόγων για το QE, που αφορά στην αγορά άλλου (μη κρατικού) χρέους, ήταν μικρότερος, αλλά και πάλι οι μισοί περίπου θεωρούν ότι και το μέσο αυτό πρέπει να περιλαμβάνεται στην εργαλειοθήκη.
Οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών, που συμμετείχαν σε μία αντίστοιχη έρευνα της ΕΚΤ, ήταν πιο επιφυλακτικοί όσον αφορά τη συνέχιση του QE. Μόνο το 41% θεωρούν ότι οι αγορές κρατικών ομολόγων πρέπει να παραμείνουν μέσο πολιτικής, ενώ το 21% θεωρούν ότι δεν πρέπει και το 38% απάντησαν ότι είναι νωρίς να υπάρξει απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διοικητές κεντρικών τραπεζών αναπτυγμένων οικονομιών είναι σαφώς πιο θετικοί στις κρίσεις τους, καθώς σε ένα ποσοστό 54% εκτιμούν ότι το QE (με αγορές κρατικών τίτλων) πρέπει να παραμείνει στην εργαλειοθήκη και μόνο το 8% θεωρούν ότι δεν πρέπει. Το κλίμα αναφορικά με τις αγορές άλλων (πλην των κρατικών) στοιχείων ενεργητικού είναι πιο αδύναμο, αλλά όχι ιδιαίτερα.
Οι δύο έρευνες έγιναν στο πλαίσιο μελέτης στελεχών της ΕΚΤ (working paper) – των Alan Blinder, Michael Ehrmann, Jakob de Haan και David-Jan Jansen – με τίτλο: “Η ανάγκη ως η μητέρα της επινόησης: Η νομισματική πολιτική μετά την κρίση”, για τα ζητήματα που απασχολούν σήμερα τη συζήτηση για τη νομισματική πολιτική. Η μία έγινε με την αποστολή ερωτηματολογίων σε 401 ακαδημαϊκούς οικονομολόγους, από τους οποίους απάντησαν οι 159. Η δεύτερη έγινε με την αποστολή αντίστοιχων ερωτημάτων με e-mail στους επικεφαλής 95 κεντρικών τραπεζών από τους οποίους απάντησαν οι 55.
Το QE έχει, επομένως, υποστηρικτές και επικριτές, σημειώνουν οι συντάκτες της μελέτης. “Πολλοί επικριτές, τόσο εντός όσο και εκτός της κοινότητας των κεντρικών τραπεζιτών, σημείωσαν έναν αριθμό πιθανών παράπλευρων αποτελεσμάτων. Τα χαμηλότερα επιτόκια, που συνδέονται με το QE, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους επενδυτές να “ψάχνουν για αποδόσεις”, αυξάνοντας έτσι την ανάληψη κινδύνου και βλάπτοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι χαμηλότερες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μειώνουν, επίσης, τις πιέσεις στις κυβερνήσεις να μειώσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Οι ανισότητες αυξάνονται με την αύξηση των τιμών των στοιχείων ενεργητικού. Υπάρχει ακόμη το ερώτημα, αν το QE ωθεί τις κεντρικές τράπεζες να εισέλθουν στη σφαίρα της πολιτικής. Μία δυσκολία στο να γίνουν κρίσεις για αυτά τα μειονεκτήματα σήμερα είναι ότι αυτά τα πιθανά παράπλευρα αποτελέσματα μπορεί να χρειασθούν χρόνο για να υλοποιηθούν. Μία άλλη είναι ότι δεν υπάρχει ακόμη εμπειρία από την πλήρη έξοδο από το QE (από οποιαδήποτε κεντρική τράπεζα). Επομένως, η συνολική κρίση για το QE πρέπει να αναβληθεί”.