Την εμπιστοσύνη της αγοράς κερδίζει η εταιρεία Μυτιληναίος, η οποία έχει κάθε λόγο να χαμογελά, μετά την επιτυχία στην έκδοση του ομολόγου αξίας 300 εκατ. ευρώ, συγκεντρώνοντας αιτήσεις από 10.555 ιδιώτες που αποφάσισαν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε μια εγγυημένη για αυτούς επένδυση.
Το 5ετές ομόλογο του ομίλου Μυτιληναίου υπερκαλύφθηκε 2,5 φορές συγκεντρώνοντας κεφάλαια 740, 8 εκατ. ευρώ, ένα απίστευτο νούμερο για ένα brand name που δεν ανήκει στο retail κι είναι βασικά wholesale, ενώ το συνολικό ποσό δείχνει την εμπιστοσύνη που συγκεντρώνει η εταιρεία Μυτιληναίος τόσο από το ευρύ κοινό όσο και από τους θεσμικούς που αποφάσισαν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε μια εγγυημένη για αυτούς επένδυση.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το επιτόκιο διαμορφώθηκε στα 3,1%, πολύ χαμηλότερο από αυτό που προσδοκά να δεχτεί το ελληνικό Δημόσιο, καθιστώντας το ως το μικρότερο κουπόνι που έχουν «τυπώσει» μέχρι σήμερα Έλληνες issuers.
Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι εντυπωσιακό το inbound, καθώς υπήρχε πληθώρα περιπτώσεων που το κοινό επιδίωκε να μάθει για το ομόλογο, ενώ το σύνηθες είναι το ανάποδο, οι τράπεζες να προσπαθήσουν να πουλήσουν το προϊόν.
Χαρακτηριστική είναι επίσης και η εμπιστοσύνη που δείχνουν οι θεσμικοί επενδυτές και ιδιαίτερα οι τράπεζες όπως η EBRD(με €30 εκ. λόγω ζήτησης – προσέφεραν €50 εκ.) η οποία συμμετέχει στην συγκεκριμένη έκδοση.
Η επίδοση της Μυτιληναίος δείχνει το δρόμο για μια πολύ δυνατή πηγή χρηματοδότησης και ρευστότητας και για τις τράπεζες.
Σημειώνεται ότι σημαντικό ποσό του ομολογιακού θα αξιοποιηθεί για την αποπληρωμή υφιστάμενων δανειακών υποχρεώσεων, θετικό στοιχείο για τις τράπεζες, αφού τα χρήματα θα επιστρέψουν σε αυτές –refinancing.
Γιατί, όμως, εκδόσεις ομολογιακών δανείων, όπως της Μυτιληναίος αποκτούν σημασία για την οικονομία, τις επιχειρήσεις, αλλά και τις τράπεζες:
Ι) Η ρευστότητα. Παρά την 7χρονη κρίση αποδείχθηκε ότι υπάρχει επαρκής ρευστότητα στην ελληνική λιανική αγορά η οποία αναζητά διέξοδο εφόσον της δοθούν κίνητρα.
ΙΙ) Η τιμολόγηση. Το επιτόκιο που προέκυψε ( 3,10%) τελικά θεωρείται ως ένα επιτόκιο με το οποίο αισθάνονται ασφαλείς τόσο οι επενδυτές, όσο και η επιχείρηση που το αποδέχεται. Όταν οι ανάδοχες τράπεζες τιμολογούν ορθολογικά δίχως υπερτιμήσεις και η αγορά έχει τον τελευταίο λόγο τότε προκύπτει και η συμφωνία μεταξύ δανειστών- εταιρειών.
ΙΙΙ) Η χρηματοδότηση. Επιχειρήσεις και τράπεζες αποκτούν ένα εργαλείο χρηματοδότησης υφιστάμενων και νέων δανείων προκειμένου να αντιμετωπιστούν τόσο ο δανεισμός, αλλά και νέες επενδύσεις. Υπενθυμίζεται ότι η Μυτιληναίος απέκτησε πρόσβαση σε πιστωτικές γραμμές ύψους 1,4 δισ. ευρώ και οδεύει προς επενδύσεις 751 εκατ. ευρώ τουλάχιστον.
ΙV) Η αποταμίευση- Μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Η υπερκάλυψη που επιτεύχθηκε τόσο στην Μυτιληναίος όσο και σε προηγούμενες εκδόσεις επαναφέρει με έμμεσο τρόπο την ιδέα της αποταμίευσης για τις τράπεζες. Μπορεί να εκταμιεύονται σήμερα κεφάλαια απο τις τραπεζικές καταθέσεις, αλλά αυτό πραγματοποιείται εξαιτίας της ελκυστικής απόδοσης και της μορφής του προϊόντος. Οι επενδυτές έχουν την επιλογή να απολαμβάνουν επιτόκια 6 φορές υψηλότερα απο τα τρέχοντα τραπεζικά και παράλληλα ανά πάσα στιγμή μπορούν να ρευστοποιήσουν το προϊόν και να στραφούν σε υψηλότερα επιτόκια ακόμα και μέσα στην ίδια την αγορά ομολόγων. Τα χρήματα, όμως, ενδέχεται να κατευθυνθούν και στο χρηματιστήριο – εξέλιξη που θα βοηθήσει και την στροφή στις μακροπρόθεσμες επενδύσεις.