29 διαγνωστικά κέντρα, τρεις κλινικές και τρεις οδοντιατρικές μονάδες σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά
Την επέκταση του ήδη υπάρχοντος δικτύου διαγνωστικών κέντρων δρομολογεί ο όμιλος της Βιοϊατρικής, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του επενδυτικού προγράμματος ύψους 15 εκατ. ευρώ (από ίδια κεφάλαια αλλά και τραπεζικό δανεισμό), που αφορούσε στην δημιουργία συνολικά πέντε ολοκληρωμένων διαγνωστικών κέντρων σε Αθήνα (Νέα Σμύρνη, Άγιο Στέφανο, Πεύκη, Μελίσσια και Μενίδι) κι ενός στην Θεσσαλονίκη.
Το επενδυτικό πρόγραμμα των 15 εκατ. ευρώ είχε ανακοινώσει τον περασμένο Μάιο ο πρόεδρος του ομίλου Ευάγγελος Σπανός.
Τα εγκαίνια της μονάδας στο Μενίδι έγιναν φέτος τον Απρίλιο (πρόκειται για αυτόνομο κτήριο 1.150 τμ., ενώ είχαν προηγηθεί, ένα μήνα νωρίτερα, τα εγκαίνια στο διαγνωστικό κέντρο στα όρια των δήμων Νέας Σμύρνης και Παλαιού Φαλήρου, συνολικής επιφάνειας 2.200 τ.μ.). Τα νέα κέντρα αναμένεται να συμβάλουν σε αύξηση εσόδων κατά 15% φέτος και δημιουργούν 200 νέες θέσεις εργασίας, σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται ο όμιλος.
«Απόβαση» και στην Κύπρο
Τον Ιούλιο ο όμιλος μπήκε και στην Αγορά της Κύπρου, ανακοινώνοντας την εξαγορά πλειοψηφικού πακέτου μετοχών του κλινικού εργαστηρίου YIANNOUKAS MEDICAL LABORATORIES LTD, με έδρα την Λευκωσία.
Οι υποδομές του κέντρου συμπεριλαμβάνουν ένα κεντρικό εργαστήριο στη Λευκωσία, επτά κέντρα δειγματοληψίας καθώς και ένα στόλο κινητών μονάδων αιμοληψίας που δραστηριοποιούνται σε όλη την επικράτεια της χώρας και η κίνηση αυτή θεωρείται ενδεικτική του πλάνου επέκτασης του ομίλου.
Με τα νέα κέντρα, το δίκτυο των διαγνωστικών κέντρων του ομίλου απαριθμεί 29 μονάδες σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά που καλύπτουν περισσότερα από 36.000 τ.μ. και εξυπηρετούν περισσότερες από 2,8 εκατ. επισκέψεις το χρόνο. Επίσης διαθέτει τρεις κλινικές, την Βιοκλινική Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, και τρεις οδοντιατρικές μονάδες (Αθήνας, Αλίμου, Κηφισιάς).
Η Βιοΐατρική ιδρύθηκε το 1981. Κατά την οικονομική χρήση του 2016, ο κύκλος εργασιών έφτασε τα 147 εκατ. ευρώ και, μετά την αφαίρεση των επιστροφών clawback και rebate ύψους 28 εκατ. ευρώ, οι καθαρές πωλήσεις έφτασαν στα 119,3 εκατ. ευρώ, έναντι 117,7 εκατ. το 2015.
Τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 11,8 εκατ. ευρώ.