Την ανησυχία τους για τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν οι αμερικανικοί δασμοί στις εταιρείες του κλάδου, αλλά και στη γενικότερη προσπάθεια ενίσχυσης της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα εάν υπάρξει γενίκευση του προστατευτισμού, εκφράζουν κύκλοι της μεταλλουργικής βιομηχανίας.
Όπως επισημαίνουν, στα χρόνια της κρίσης πραγματοποιήθηκαν κι εξακολουθούν να πραγματοποιούνται σημαντικές επενδύσεις σε σύγχρονες τεχνολογίες που εξασφαλίζουν πρόσβαση ακόμα και στις πιο προηγμένες και απαιτητικές αγορές, ενισχύοντας τις εξαγωγές που είναι σημαντικές όχι μόνο για τον κλάδο αλλά και για τη σταθερή και διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας. «Η ενίσχυση και η διεύρυνση του προστατευτισμού μπορεί να οδηγήσει σε εμπορικό πόλεμο κι αυτό δεν θα αποβεί προς όφελος κανενός», επισημαίνουν.
Κύκλοι του ΣΕΒ εκφράζουν την ελπίδα «να αποφευχθεί η γενίκευση ενός εμπορικού πολέμου έστω και την ύστατη ώρα, μιας και μόνο χαμένοι θα υπάρχουν από μία τέτοια εξέλιξη».
Όπως ανέφεραν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ παράγοντες του Συνδέσμου: «Παρά τις έντονες και συντονισμένες προσπάθειες που καταβλήθηκαν τις τελευταίες μέρες από την ΕΕ και όλους τους επιχειρηματικούς εταίρους, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκε σήμερα η πρόθεση του Προέδρου Τραμπ να επιβάλλει πρόσθετους δασμούς 25% στις ευρωπαϊκές εξαγωγές χάλυβα και 10% στις εξαγωγές αλουμινίου. Στην περίπτωση που τελικά η Ευρώπη δεν εξαιρεθεί από τις αποφάσεις αυτές ως στρατηγικός σύμμαχος των ΗΠΑ, εντός των επόμενων 15 ημερών, η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα καλέσει την ΕΕ, με γνώμονα τη διασφάλιση των συμφερόντων της ευρωπαϊκής παραγωγής, να προχωρήσει στις ακόλουθες ενέργειες: α) προσφυγή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (WTO), β) λήψη μέτρων για τη διασφάλιση των εισαγωγών και γ) στοχευμένα “αντίμετρα” σε μια σειρά προϊόντων που προέρχονται από τις ΗΠΑ».
Πηγές του κλάδου ανέφεραν ακόμη ότι οι επιπτώσεις στην παραγωγή και τις εξαγωγές αλουμινίου και χάλυβα θεωρούνται διαχειρίσιμες, ωστόσο εκτός από την άμεση επίπτωση, που είναι ότι δυσχεραίνεται περαιτέρω η δυνατότητα πρόσβασης στην αμερικανική αγορά, τις επιχειρήσεις απασχολούν και οι δευτερογενείς συνέπειες που είναι η πιθανή αύξηση της προσφοράς των συγκεκριμένων προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά από τις επιχειρήσεις (ευρωπαϊκές και τρίτων χωρών) που θα χάσουν μερίδια στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την περαιτέρω συμπίεση των τιμών. Σε αυτήν την πρόκληση- όπως τονίζεται – θα μπορέσουν να ανταποκριθούν όσοι είναι καλύτερα προετοιμασμένοι τεχνολογικά και οικονομικά.
Οι ίδιοι πρόσθεταν ότι θα πρέπει να αναμένουμε αφενός την ευρωπαϊκή απάντηση και αφετέρου τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων που αποσκοπούν στην εξαίρεση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (όπως έγινε με τον Καναδά και το Μεξικό) από τους εισαγωγικούς δασμούς στις ΗΠΑ.
Τονίζουν, επίσης, ότι οι δασμοί θα οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών και στις ΗΠΑ, καθώς η τοπική βιομηχανία δεν είναι σε θέση να παράξει την ποιότητα και ποσότητα των προϊόντων που απαιτούνται για την κάλυψη της ζήτησης, συνεπώς οι εισαγωγές θα συνεχιστούν σε υψηλότερες – λόγω των δασμών – τιμές καθώς και ότι σοβαρότερο πρόβλημα θα έχει η τουρκική βιομηχανία αλουμινίου και χάλυβα, που περιλαμβάνεται στην πρώτη δεκάδα των προμηθευτών των ΗΠΑ. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχει ανησυχία για αύξηση της προσφοράς στην ευρωπαϊκή αγορά, προοπτική για την οποία ωστόσο αναμένεται να υπάρξει προληπτική δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.