Του Μάνου Κρανίδη, Managing Partner-CEO Krama Property
Σήμερα, τα ακίνητα έτους κατασκευής άνω της 20ετίας, έχουν την τιμητική τους στην ελληνική αγορά ακινήτων, αφού αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα του υφιστάμενου κτιριακού όγκου.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από το συνολικό κτιριακό απόθεμα στην χώρα των 5 εκατ. μονάδων, το 85% περίπου κατασκευάστηκε μέχρι το 2000 και περίπου 60% πριν το 1980. Tα ενεργειακά αναβαθμισμένα και ανακαινισμένα ακίνητα, ειδικά οι κατοικίες μεταξύ 1979-2000, είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικά και αποδοτικά στην ελληνική αγορά ακινήτων, ειδικά σε περιοχές με περιορισμένη προσφορά υφιστάμενων νεόδμητων ή νεότερων οικοδομών. Eπίσης, το ποσοστό ακινήτων παλαιότητας στις συνολικές αγοραπωλησίες ακινήτων έχει αυξηθεί φτάνοντας το 70-80%. Λογικό αφού οι τιμές τους είναι χαμηλότερες από τα αντίστοιχα νεόδμητα, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τα μισθώματα. Για αυτό η ενεργειακή αναβάθμιση και ανακαίνιση, ειδικά των ακινήτων κατασκευής 20ετίας και άνω, είναι μια επιβεβλημένη κίνηση για την ενίσχυση της μελλοντικής υπεραξίας τους και της ποιότητας της σημερινής χρήσης και οικιστικής, επαγγελματικής ή παραγωγικής δυνατότητας τους.
Aνακαίνιση-ενεργειακή αναβάθμιση που έχει πολλαπλά στάδια και αφορά από ένα πλέγμα απλών εργασιών όπως ο ελαιοχρωματισμός, το τρίψιμο ξυλουργικών και πατωμάτων, η αλλαγή ειδών υγιεινής μέχρι την πλήρη ανακατασκευή του μπάνιου και της κουζίνας, η αλλαγή διαρρύθμισης, των υδραυλικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, προσθήκη ενεργειακών κουφωμάτων και πόρτας ασφαλείας, νέα κλιματιστική εγκατάσταση, ακόμη και νέο σύστημα θέρμανσης και νέα υγρό-θερμομόνωση.
H ENEPΓEIAKH ANABAΘMIΣH
Eιδικά η ενεργειακή απόδοση σήμερα είναι αναγκαία συνθήκη να ενισχυθεί, με άμεσο όφελος απόσβεσης για τους ιδιοκτήτες από τα χαμηλότερα κόστη ενεργειακής κατανάλωσης και λειτουργίας του ακινήτου. Eνώ παρόμοιες εργασίες ανακαίνισης και ενεργειακής αναβάθμισης μπορούν και πρέπει να λάβουν χώρα και στο επίπεδο του κτιρίου επίσης αναβαθμίζοντας την αξία του ως κτίριο αλλά και των ιδιοκτησιών σε αυτό. ‘λλωστε την εποχή της οικονομικής ύφεσης, όπου οι επενδύσεις είναι αβέβαιες, η αγορά ακινήτων παλαιότητας, η ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση τους, είναι μια επενδυτική ενέργεια χαμηλού ρίσκου και υπεραξιών, που μπορούν, υπό σωστό σχεδιασμό, να κυμανθούν στην τάξη του 30-50% και άνω, τόσο ως υπεραξία μεταπώλησης όσο και ως ενίσχυση της ετήσιας απόδοσης τους, κυρίως λόγω των χαμηλότερων εξόδων ενεργειακής κατανάλωσης άρα και λειτουργίας του ακινήτου (πχ ηλεκτρικό ρεύμα, θέρμανση).
Eν κατακλείδι, η επιτυχία μιας επένδυσης σε ακίνητα παλαιότητας και της ανακαίνισης-ενεργειακής αναβάθμισης τους, δηλαδή η προσθήκη υπεραξίας μεγαλύτερης από τον προϋπολογισμό-κόστος επένδυσης (value for money), εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και έχει ως βασική προϋπόθεση την οικονομοτεχνική μελέτη και design, επίβλεψη και συντονισμό των εργασιών από ειδικό μηχανικό και την επιλογή κατάλληλων εξειδικευμένων συνεργείων. H θέση του ακινήτου προς επένδυση παραμένει, βέβαια, η κορυφαία παράμετρος που καμία ανακαίνιση, όσο ποιοτική και εάν είναι, δεν μπορεί να αντιπαρέλθει. H τελική απόδοση δεν είναι μόνο χρηματική, αλλά προκύπτει από την αναβάθμιση της καθημερινής διαβίωσης ή εργασίας σε ένα αναβαθμισμένο κατασκευαστικά ακίνητο. Eιδικά η ψυχική ανάταση, εξαιρετικά απαραίτητη σήμερα, είναι η ουσιαστική, άυλη και κορυφαία υπεραξία σε τέτοια ακίνητα, με μια αντιληπτή απόδοση από την προσωπική ευχαρίστηση οίκησης ή επαγγελματικής δραστηριότητας ανεκτίμητης αξίας. Aναμφίβολα την εποχή της οικονομικής και οικοδομικής κρίσης, η επένδυση σε ακίνητα παλαιότητας με ανακαίνιση-ενεργειακή αναβάθμιση τους, είναι τελικά εφικτή και αποδοτική, αρκεί να έχει μελετηθεί και υλοποιηθεί σωστά, με την ορθή επιλογή του ακινήτου, ειδικά της θέσης του.
Από την Έντυπη Έκδοση