Στη ζώνη υψηλού πιστωτικού κινδύνου κατατάσσει πλέον το 46,5% των βιομηχανικών επιχειρήσεων της χώρας η εταιρεία οικονομικών ερευνών ICAP, η οποία έχει αναγνωριστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικής αξιολόγησης και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως αποδεκτή πηγή πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών επιχειρήσεων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της επιδείνωσης των συνθηκών στον βιομηχανικό τομέα, όπως ανέφερε στέλεχός της μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ICAP έχει προχωρήσει σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του τομέα από τις αρχές του 2011, θεωρώντας ότι μόλις μία στις δέκα επιχειρήσεις του μπορούν να θεωρούνται χαμηλού πιστωτικού κινδύνου.
Οι υψηλού πιστωτικού κινδύνου (F, G, H), σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP, ανέρχονται εφέτος στο 46,55% του συνόλου των επιχειρήσεων του βιομηχανικού τομέα, έναντι 29,76% έναν χρόνο νωρίτερα.
Συγχρόνως, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις χαμηλού πιστωτικού κινδύνου (AA, A, BB, B) έχουν περιοριστεί από το 16,80% το 2010 στο 10,55% το 2011.
Επίσης, οι μέσου πιστωτικού κινδύνου (C, D, Ε) αντιστοιχούν πλέον στο 42,90% του συνόλου, ενώ έναν χρόνο νωρίτερα αποτελούσαν το 53,44%.
Όσο η κατάταξη μιας επιχείρησης πλησιάζει τις διαβαθμίσεις υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας (Β – ΑΑ), τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα εμφάνισης ασυνέπειας ή πτώχευσης.
Απαντώντας σε ερώτημα για ενδεχόμενη περαιτέρω πιστοληπτική υποβάθμιση της ελληνικής βιομηχανίας, ο εκτελεστικός διευθυντής της ICAP Γιάννης Εφραιμίδης ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Στον βαθμό που οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να αιμορραγούν και η όποια κερδοφορία να εξανεμίζεται, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία για την εξέλιξη της αποδοτικότητάς τους, είναι φυσικό επακόλουθο και η πιστοληπτική τους ικανότητα να τείνει δραματικά μειούμενη. Χρειάζονται επειγόντως ισχυρά οικονομικά κίνητρα και η απαραίτητη πολιτική βούληση για να αντιστραφεί το κλίμα – και είναι αυτό ακριβώς που όλοι περιμένουμε».
Η δεκάβαθμη τρέχουσα πιστοληπτική διαβάθμιση του συνόλου των βιομηχανικών επιχειρήσεων, με βάση το ποσοστό των επιχειρήσεων που η ICAP Databank τοποθετεί σε κάθε κατηγορία, συνεκτιμώντας δείκτες ρευστότητας, αποδοτικότητας, κεφαλαιακής διάρθρωσης και βιωσιμότητας, καθώς και στοιχεία συναλλακτικής συμπεριφοράς, οικονομικά και εμπορικά, βάσει των οδηγιών του Κανονισμού 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου και της οδηγίας CESR για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, έχει ως εξής:
– Το 1,76% των επιχειρήσεων κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθμιση ΑΑ, η οποία υποδηλώνει χαµηλότατο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους ακόµα και υπό τις δυσµενέστερες οικονοµικές συγκυρίες και εποµένως η πιστοληπτική τους ικανότητα παραµένει σταθερά πολύ υψηλή. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση ΑΑ χαρακτηρίζονται από τα εξαιρετικά οικονοµικά µεγέθη τους, την ανοδική πορεία και τη σηµαντική θέση τους στην αγορά.
– Το 2,20% των επιχειρήσεων κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθμιση Α, η οποία υποδηλώνει πάρα πολύ χαµηλό πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους ακόµα και υπό δυσµενείς οικονοµικές συγκυρίες και εποµένως η πιστοληπτική τους ικανότητα παραµένει σταθερά υψηλή. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση Α χαρακτηρίζονται από τα πολύ σηµαντικά οικονοµικά µεγέθη τους, την ανοδική πορεία και τη σηµαντική θέση τους στην αγορά.
– Το 3,44% των επιχειρήσεων κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθμιση ΒΒ, η οποία υποδηλώνει πολύ χαµηλό πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες ενδέχεται να επηρεαστούν αλλά σε πολύ µικρό βαθµό από δυσµενείς οικονοµικές συγκυρίες και εποµένως η πιστοληπτική τους ικανότητα παραµένει σχετικά σταθερή. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση ΒΒ χαρακτηρίζονται από τα σηµαντικά οικονοµικά αποτελέσµατα, τη σταθερή πορεία και την ανταγωνιστική θέση τους στην αγορά.
– Το 3,15% των επιχειρήσεων κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση Β, η οποία υποδηλώνει χαµηλό πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες ενδέχεται να επηρεαστούν αλλά σε µικρό βαθµό από δυσµενείς οικονοµικές συγκυρίες και εποµένως η πιστοληπτική τους ικανότητα παραµένει σχετικά σταθερή. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση Β χαρακτηρίζονται από τα ικανοποιητικά οικονοµικά αποτελέσµατά τους, τη σταθερή πορεία και την ικανοποιητική θέση τους στην αγορά.
– Το 8,57% των επιχειρήσεων κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση C, η οποία υποδηλώνει µέτριο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις µε ευαισθησία στις δυσµενείς οικονοµικές συγκυρίες. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση C χαρακτηρίζονται από τα µέτρια οικονοµικά µεγέθη τους, τη µέτρια πορεία και τη µειωµένη ανταγωνιστική θέση στην αγορά.
– Το 16,62% των επιχειρήσεων κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση D, η οποία υποδηλώνει σχετικά αυξηµένο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες εµφανίζουν αυξηµένη ευαισθησία στις δυσµενείς οικονοµικές συγκυρίες. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση D χαρακτηρίζονται από τα χαµηλότερα του µέσου οικονοµικά µεγέθη τους και την καθοδική πορεία τους και τη µειωµένη ανταγωνιστική θέση στην αγορά.
– Το 17,71% των επιχειρήσεων κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση Ε, η οποία υποδηλώνει αυξηµένο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις οι οποίες εµφανίζουν µεγάλη ευαισθησία στις δυσµενείς οικονοµικές συγκυρίες. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση Ε χαρακτηρίζονται από τα χαµηλά οικονοµικά µεγέθη τους, την έντονα καθοδική πορεία και τη χαµηλή ανταγωνιστική θέση τους.
– Το 32,43% των επιχειρήσεων κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση F, η οποία υποδηλώνει σηµαντικά αυξηµένο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις µε προβλήµατα στην εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών τους. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση F χαρακτηρίζονται από τα ιδιαίτερα χαµηλά οικονοµικά µεγέθη τους και την ιδιαίτερα χαµηλή ανταγωνιστική θέση τους.
– Το 7,63% των επιχειρήσεων κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση G, η οποία υποδηλώνει πολύ υψηλό πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις µε σηµαντικά προβλήµατα στην εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών τους. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση G χαρακτηρίζονται από τα επιβαρηµένα οικονοµικά αποτελέσµατα, τα οποία θέτουν σε κίνδυνο την πορεία τους.
– Το 6,49% των επιχειρήσεων κατατάσσεται στην πιστοληπτική διαβάθµιση Η, η οποία υποδηλώνει υψηλότατο πιστωτικό κίνδυνο και αποδίδεται σε επιχειρήσεις µε πολύ σηµαντικά προβλήµατα στην εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών τους. Οι επιχειρήσεις µε διαβάθµιση Η χαρακτηρίζονται από τα εξαιρετικά επιβαρηµένα οικονοµικά αποτελέσµατα, τα οποία θέτουν σε υψηλό κίνδυνο την πορεία τους.